Professional Documents
Culture Documents
http://alampasis.blogspot.com
……………………
Aπό το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 217, 583,
585, 632 παρ. 1 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι της ανακοπής,
με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, είτε ανάγονται στην
έλλειψη των τυπικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής πληρωμής
(άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ), είτε αφορούν στην ουσιαστική αμφισβήτηση της
απαίτησης με την προβολή ανατρεπτικών ή διακωλυτικών ή αποσβεστικών
ισχυρισμών, πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι για να μπορεί ο μεν καθού η
ανακοπή να αμυνθεί κατά της ανακοπής, το δε δικαστήριο να υπαγάγει τα
επικαλούμενα πραγματικά περιστατικά σε συγκεκριμένο κανόνα δικαίου, να
3
Εντέλει κατά τον έλεγχο του κύρους του περιεχομένου ενός ΓΟΣ
εξετάζεται σε πρώτη φάση αν αντίκειται σε απαγορευτική ρήτρα συγκαταλέγεται
στην ενδεικτική απαρίθμηση του καταλόγου του άρθρου 2 παρ. 7 του ν.
2251/1994, ο οποίος περιέχει "per se" καταχρηστικές ρήτρες. Σε περίπτωση
αρνητικού αποτελέσματος, ελέγχεται κατά πόσο ο συγκεκριμένος ΓΟΣ περιέχει
απόκλιση από ουσιώδεις αξιολογήσεις καθοδηγητικού χαρακτήρα του ενδοτικού
δικαίου, όπως προεκτέθηκε (ΑΠ 1219/2001, ό.π.). Τέλος, δεδομένου ότι οι ΓΟΣ
είναι δυνατόν ν` αποτελέσουν περιεχόμενο κάθε είδους σύμβασης ιδιωτικού
δικαίου, ρυθμισμένης ή αρύθμιστης από τον Αστικό Κώδικα, επώνυμης ή μικτής,
στο πεδίο των τραπεζικών συναλλαγών γίνεται ευρύτατη χρήση τους για τη
χορήγηση πάσης φύσεως δανείων, ενέγγυων πιστώσεων, εγγυητικών
επιστολών, για τη σύναψη συμβάσεων ανοίγματος πιστώσεων (συνήθως με
αλληλόχρεο λογαριασμό) και κάθε είδους καταθέσεων. Σε αυτές τις τραπεζικές
συμβάσεις οι ΓΟΣ παρουσιάζονται συνήθως είτε ως προδιατυπωμένοι έντυποι
όροι προοριζόμενοι να διέπουν όλες τις συναλλαγές συγκεκριμένης τράπεζας
με τους πελάτες της, είτε ως πάγιο περιεχόμενο εντύπων ατομικών
συμβάσεων προσχώρησης.
Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη
προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής
αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη,
λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής
θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν μονομερώς στους
ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση του "πάρε το ή άφησε
το", την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με προδιατυπωμένους από τις
ίδιες (ή από τρίτους για λογαριασμό τους) γενικούς όρους (31919/2007 ΠΠΡ
ΘΕΣΣΑΛ). Κατά συνέπεια, βάσιμα υποστηρίζεται η άποψη ότι οι διατάξεις του
άρθρου 2 του ν. 2251/1994 για τους ΓΟΣ εφαρμόζονται ευθέως ή κατ` αναλογία
κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα ανεξάρτητα από το εάν ο
πελάτης συναλλάσσεται με την τράπεζα στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή και
της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη
συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης του
πελάτη της τράπεζας. Εξάλλου, η τράπεζα υπάγεται στην έννοια του προμηθευτή,
σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 περ. β` του ν. 2251/1994, που ορίζει ότι "ο
6
προμηθευτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατά την άσκηση της
επαγγελματικής του δραστηριότητας προμηθεύει προϊόντα ή παρέχει υπηρεσίες
στον καταναλωτή". Τέλος δε οι παρεχόμενες από τις τράπεζες υπηρεσίες
σαφώς απευθύνονται και αφορούν στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, δεν
προσφέρονται ούτε σχεδιάζονται για ορισμένο αποδέκτη, αλλά έχουν κατά
κανόνα μαζικό χαρακτήρα και έντονο το στοιχείο της τυποποίησης. Ενόψει
όλων των ανωτέρω ο ν. 2251/1994 εφαρμόζεται στις περιπτώσεις τραπεζικών
συναλλαγών (βλ. ΕφΑΘ 730/2005, ΕΕμπΔ 2005.741, Γ. Καράκωστα, Προστασία
του καταναλωτή, ν. 2251/1994, σελ. 100 επόμ., Φ. Δωρή, Η εξειδίκευση της
καλής πίστης στο άρθρο 2 του ν. 2251/1994 για την προστασία των
καταναλωτών και η σημασία στο κοινό δίκαιο, ΝοΒ 2000.737 επ., Ψυχομάνη,
Τραπεζικό δίκαιο, 1999, σελ. 17), και ο έλεγχος που προαναφέρθηκε εντάσσεται
στα πλαίσια της προστασίας του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου και του
πελάτη της τράπεζας.
Σύμφωνα με τον όρο υπ’ αριθμ. 14 Αν μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από τη
λήψη του Μηνιαίου Λογαριασμού ή και άλλης ειδοποίησης για την πληρωμή οφειλής
σχετικής με την κάρτα ο Κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το σύνολο του
ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις
εγγραφές που έγιναν και τα επιμέρους κονδύλια από τη χρήση της κάρτας καθώς κα το
χρεωστικό υπόλοιπο. Ο Κάτοχος θεωρείται ότι παρέλαβε το Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν
εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του εκάστοτε προηγούμενου δεν
ειδοποιήσει γραπτώς με απόδειξη την Τράπεζα ότι δεν έλαβε το συγκεκριμένο Μηνιαίο
Λογαριασμό, πλην όμως θα επιτρέπεται ανταπόδειξη. Κάθε κατάσταση Μηνιαίου
Λογαριασμού θα περιέχει υπόμνηση προς τον Κάτοχο αναφορικά με την έγκαιρη προβολή
αντιρρήσεων, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και τις συνέπειες τις παράλειψης τους.
Από 19/11/2002 έως 05/12/2002 επιτόκιο 9,25% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
06/12/2002 έως 06/03/2003 επιτόκιο 8,75% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2), από
07/03/2003 έως 05/06/2003 επιτόκιο 8,50% (Ν.2842 Αρ.3 Παρ.2) , από
06/06/2003 έως 05/12/2005 επιτόκιο 8,00% (ΔΣ ΕΚΤ της 5/6/2003), από
06/12/2005 έως 07/03/2006 επιτόκιο 8,25% (ΔΣ της ΕΚΤ 5.12.2005) , από
08/03/2006 έως 14/06/2006 επιτόκιο 8,50% (ΔΣ ΕΚΤ της 7/3/2006) , από
9
ελάχιστο ποσό καταβολής (βλ. σχετικό όρο της σύμβασης χορήγησης πιστωτικής
κάρτας), εξοφλεί ολόκληρη την οφειλή του, δεν οφείλει τόκο, ενώ αν
εξοφλήσει μόνο μέρος της οφειλής του ή την ελάχιστη καταβολή, χρεώνεται
με συμβατικό τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία εγγραφής της κάθε
συναλλαγής στην Μηνιαία Κατάσταση Λογαριασμού. Ο όρος αυτός αντίκειται
στις διατάξεις των άρθρων 340, 341 § 1 και 345 § 1 ΑΚ, οι οποίες ορίζουν ότι,
στην περίπτωση που ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής δεν καταβάλει την
οφειλή του στη δήλη ημέρα που συμφωνήθηκε, οφείλει νόμιμους ή
συμβατικούς τόκους υπερημερίας. Συγκεκριμένα, όταν ο οφειλέτης χρηματικού
ποσού από τη χρήση πιστωτικής κάρτας, λαμβάνει το σχετικό εκκαθαριστικό
σημείωμα από την καθ ης, το οποίο ορίζει την οφειλή του και την καταληκτική
ημερομηνία, μέχρι την οποία αυτή πρέπει να καταβληθεί (δήλη ημέρα, οπότε
δεν απαιτείται όχληση για την υπερημερία, βλ. 340 και 341 § 1 ΑΚ) και δεν
εξοφλεί ολόκληρη την οφειλή του, γίνεται υπερήμερος ως προς το ανεξόφλητο
μέρος της παροχής, με αποτέλεσμα να οφείλει συμβατικούς τόκους υπερημερίας.
Η διάταξη του άρθρου 345 ΑΚ περί καταβολής τόκων υπερημερίας είναι μεν
ενδοτικού δικαίου, αλλά με την έννοια ότι μπορεί να συμφωνηθεί ότι η
υπερημερία του οφειλέτη ληξιπρόθεσμης χρηματικής παροχής αρχίζει από χρόνο
μεταγενέστερο από αυτόν που ορίζει η εν λόγω διάταξη (Ολ ΑΠ 6/2006, όπ.π.,
ΑΠ 127/2005, ΕλλΔνη 2005, 700, ΕφΑΘ 2205/2004, ΕλλΔνη 2004, 1704, ΕφΑΘ
8200/1998, ΕλλΔνη 2001, 1365) και όχι ότι μπορεί να συμφωνηθεί ότι
οφείλονται τόκοι υπερημερίας σε χρονικό διάστημα πριν από την υπερημερία,
γεγονός που προκύπτει από το συγκεκριμένο όρο, αφού, όπως αυτός
διατυπώνεται και ισχύει, ο υπερήμερος οφειλέτης οφείλει τόκους από την
ημερομηνία εγγραφής της κάθε συναλλαγής στην Μηνιαία Κατάσταση
Λογαριασμού και όχι από την παρέλευση της δήλης ημέρας, κατά την οποία
έπρεπε να καταβληθεί η οφειλή του.
Επομένως, ο όρος αυτός είναι άκυρος, αφού αντιβαίνει στις διατάξεις των
άρθρων 174, 340, 341 § 1 και 345 ΑΚ. Ο όρος αυτός επίσης είναι καταχρηστικός
με βάση τη διάταξη του άρθρου 2 § 7 περιπτώσεις ια και λ του ν. 2251/1994,
επειδή (ως προς την καταχρηστικότητα που προκύπτει από την περίπτωση ια)
δεν προσδιορίζεται το ακριβές χρονικό σημείο αφετηρίας της οφειλής τόκων,
αφού η αναφορά στην «...από την ημερομηνία καταχώρισης της κάθε χρέωσης
17
του λογαριασμού» είναι αόριστη, επειδή από τη διατύπωση αυτή δεν προκύπτει η
ακριβής ημερομηνία, κατά την οποία εγγράφεται η κάθε συναλλαγή στη μηνιαία
κατάσταση λογαριασμού, επομένως δεν ξεκαθαρίζεται με ευκρίνεια πότε ξεκινά
η υποχρέωση καταβολής τόκων, ενώ τυχόν σχετικός ισχυρισμός της εναγόμενης
ότι η εγγραφή αυτή (και η συνακόλουθη αφετηρία της υποχρέωσης καταβολής
τόκων) γίνεται από την ημερομηνία της εξόφλησης από την Τράπεζα της οφειλής
μου απέναντι στον προμηθευτή δεν προκύπτει από την προαναφερόμενη
διατύπωση του όρου.
Άλλωστε η αοριστία και η αδιαφάνεια ΓΟΣ κρίνεται από το περιεχόμενο και τη
διατύπωση του όρου και όχι από άλλα εξωτερικά στοιχεία που δεν
προκύπτουν από τη διατύπωση. Περαιτέρω, η υποχρέωση του καταναλωτή να
καταβάλει τόκους από προγενέστερη ημερομηνία, από την οποία εκείνος
καθυστερεί την οφειλή του, αποτελεί υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση
(περίπτωση λ της διάταξης του άρθρου 2 § 7 του ν. 2251/1994), ενώ είναι
αντίθετη και στη δικαιολογημένη προσδοκία του καταναλωτή [για τον οποίο
υιοθετείται το λεγόμενο «ενδιάμεσο πρότυπο», βλ. Λελεντζή, Ο έλεγχος του
περιεχομένου των γενικών όρων συναλλαγών (άρθρο 2 §§ 6 και 7 Ν.
2251/1994) κατά την πρόσφατη νομολογία του Αρείου Πάγου, ΝοΒ 2002, 274
και ιδίως σελ. 294 επ.] ότι, όταν εκείνος καθυστερεί την εκπλήρωση κάποιας
οφειλής του, οφείλει τόκους από την καθυστέρηση αυτή και όχι από
προγενέστερο χρονικό σημείο. Ας σημειωθεί ότι τυχόν ισχυρισμός της καθ ης ότι
η διατύπωση του συγκεκριμένου όρου είναι συμβατή με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002,
όπως αυτή διευκρινίστηκε με το με αριθμό πρωτοκόλλου 199/17.03.2003
έγγραφο της Τράπεζας της Ελλάδος, θα προβληθεί αλυσιτελώς, αφού στο
διευκρινιστικό αυτό έγγραφο αναφέρεται απλώς ότι οι οφειλές από τη χρήση
πιστωτικών καρτών εξοφλούνται από τους κατόχους τους μεταξύ άλλων και με το
σύστημα των «εντόκων μηνιαίων καταβολών» και όχι ότι είναι επιτρεπτή η
αξίωση καταβολής τόκων σε χρονικό διάστημα πριν από το ληξιπρόθεσμο του
χρέους και πριν από την υπερημερία του οφειλέτη.
Συνεπώς δυνάμει του άκυρου αυτού όρου , από 18-11-2002 και καθ
όλη τη διάρκεια της λειτουργίας της σύμβασης, καταβλήθηκαν αχρεωστητως
χρηματικά ποσά που προέκυψαν από τις κατά τα εκάστοτε χρονικά
διαστήματα παράνομες εγγραφές. Με τον τρόπο αυτό ο οφειλόμενος
18
ανώτατα αυτά όρια, απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281) (βλ. 1. I λόγο
ανακοπής και ΑΠ 1219/01).
Τούτη όμως η ΔΙΧΩΣ κριτήρια άλλως με κριτήρια αόριστα και σε
αντίθεση με το ΠΔ/ΤΕ 2501/2002 παράνομη και καταχρηστική επιβολή
υπέρμετρα υψηλού επιτοκίου που υπερβαίνει κατά πολύ το νόμιμο συμβατικό
(εξωτραπεζικο επιτόκιο) συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής
είναι ακυρωτέα, καθόσον εκδόθηκε αυτή επί τη βάσει εν μέρει άκυρης
σύμβασης παροχής πίστωσης , στην οποία αναγκάστηκα να προσχωρήσω διότι
περιέχει όρους καταχρηστικούς και συνεπώς άκυρους, που με δέσμευαν
υπέρμετρα ως ΓΟΣ, και συνεπώς το τελικώς διαμορφωμένο χρεωστικό
υπόλοιπο , διαμορφώθηκε σε αυτό το ύψος ως απόρροια καταχρηστικής
μονομερούς επιβολής εξοντωτικού και παράνομου επιτοκίου .
Συνεπώς οι λόγοι αυτοί (1. I και II) της ανακοπής μου είναι βάσιμοι ,
καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία της ιδιότητας μου ως
ανακοπτόντων και ως τελικός αποδέκτης του σκοπού της κατάρτισης της
σύμβασης, επί τη βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή
πληρωμής, και με βάση τα οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την
προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή αναφέρονται αφενός
οι συνέπειες της ύπαρξης των ενλόγω ΓΟΣ στην εξέλιξη της επίδικης
σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού , αφετέρου
το αμφισβητούμενο ποσό των 8.525,55 ευρω το οποίο δεν είναι
εκκαθαρισμένο διότι διαμορφώθηκε με την καταχρηστική επιβολή
δυσθεώρητα υψηλών επιτοκίων κατά τρόπο που απαγορεύεται από το νόμο
(ΑΚ 281) καθώς και παράνομων εγγραφών στη μηνιαία κατάσταση
λογαριασμού, λόγος για τον οποίο ο οφειλόμενος συμβατικός και υπερημερίας
τόκος υπολογίστηκε κατά τρόπο εσφαλμένο και απολύτως δυσμενή για εμένα.
Περαιτέρω , δε δύναμαι (όπως εξάλλου δε δύναται και το δικαστήριο της
ουσίας) να προβώ κατά τρόπο επακριβή στους απαιτούμενους υπολογισμούς
προς διακρίβωση του τρόπου που τα ανωτέρω καταχρηστικώς και παρανόμως
επιβαλλόμενα επιτόκια και εγγραφές επενέργησαν στο πληττόμενο με την
παρούσα συνολικό ύψος της αμφισβητούμενης οφειλής , τούτο δε , διότι
απαιτούνται, λόγω του πλήθους των κονδυλίων και του πολύπλοκου των
23
αριθμητικών και λογιστικών πράξεων, ειδικές γνώσεις της επιστήμης, λόγος για
τον οποίο η συνήθης πρακτική των δικαστηρίων είναι να διατάσουν (κατ’
άρθρα 368 επ. ΚΠολΔ) τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης προς διακρίβωση
του ακριβούς ύψους της οφειλής (σύμφωνα πάντοτε με το διατακτικό της
απόφασης) .
Δευτερευόντως (έξοδα για την ανάληψη μετρητών , βλ. και 961/2007 ΠΠΡ
ΑΘ) :
Σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 21 όρο , η κάθε ανάληψη μετρητών υπόκειται σε
διαχειριστικά και λειτουργικά έξοδα για την επεξεργασία και εκτέλεσή τους που
ανέρχονται σε 3,52 ευρώ. Εάν η ανάληψη μετρητών πραγματοποιείται σε ΑΤΜ άλλων
τραπεζών, το ποσό των εξόδων ανέρχεται σε 5,00 ευρώ ανά ανάληψη, λόγω και της
διαμεσολάβησης τρίτων φορέων..
Στην προκείμενη περίπτωση, η είσπραξη των χρηματικών ποσών που
αναφέρει ο επίμαχος όρος δε δικαιολογούνται από τη φύση και το είδος της
25
εύλογα εκείνος θεωρεί ότι η μόνη επιβάρυνση που εκείνος υφίσταται από τη
χρήση της πιστωτικής κάρτας είναι η υποχρέωση καταβολής τόκων και όχι και
άλλη επιπλέον εφάπαξ χρέωση από την ανάληψη μετρητών.
Ομοίως έκρινε ως προς το σκέλος των «λειτουργικών εξόδων» για την
ανάληψη μετρητών και η ΑΠ 652/2010 σύμφωνα με την οποία, η είσπραξη από
την τράπεζα των πιο πάνω χρηματικών ποσών δεν δικαιολογούνται από τη φύση
και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας αυτής, όπως επιτάσσει η υπ' αρ. 178/19-
7-2004 απόφαση της Επιτροπής Τραπεζικών και Πιστωτικών Θεμάτων, δεδομένου
ότι η αιτιολογία επιβάρυνσης του κατόχου πιστωτικής κάρτας με τα ποσά αυτά,
είναι τελείως αόριστη, εφόσον η εναγομένη απλώς επικαλείται έξοδα για την
τροφοδοσία των ΑΤΜ, χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένη και εξειδικευμένη
αναφορά ως προς τα έξοδα αυτά, ώστε να κριθεί αν το ύψος αυτών δικαιολογεί
τη συγκεκριμένη χρέωση και επί πλέον προβάλλεται ως λόγος χρέωσης οι
τελείως αόριστες έννοιες της διατήρησης και ανάπτυξης του δικτύου. Σε κάθε
όμως περίπτωση, η συνεχής τροφοδοσία των ΑΤΜ, αποτελεί υποχρέωση της
εναγομένης έναντι του καταναλωτικού κοινού, εφόσον αυτή τα εκμεταλλεύεται
ως μέσον συναλλαγής, ώστε να αποσυμφορούνται τα ταμεία της και τη
συνακόλουθη εξοικονόμηση δαπανών από αυτή, ο δε κάτοχος της πιστωτικής
κάρτας βαρύνεται σε κάθε περίπτωση, με την καταβολή τόκων για κάθε
συναλλαγή στην οποία τη χρησιμοποιεί. Έτσι, ο ΓΟΣ αυτός δεν είναι σύμφωνος,
ούτε με την πιο πάνω απόφαση, με αποτέλεσμα η χρέωση αυτή να αποτελεί
προμήθεια, αφού έχει προκαθορισθεί το ύψος της, χρεώνεται εφάπαξ σε κάθε
συναλλαγή του κατόχου και είναι ανεξάρτητη από τους τόκους και τα άλλα έξοδα
που επιβάλλονται στους χρήστες πιστωτικών καρτών, ως προμήθεια δε
απαγορεύεται ρητά από την υπ' αρ. 2501/31-10-2002 ΠΔ/ΤΕ.
Συνακόλουθα, ο σχετικός αυτός όρος της συμβάσεως , ο οποίος επιβάλει
επιβάρυνση με τα προαναφερόμενα χρηματικά ποσά επί της κάθε ανάληψης
μετρητών είναι άκυρος ως καταχρηστικός.
Συνεπώς, δυνάμει της μη νόμιμης χρέωσής μου με ποσά 3,52 και 5 ευρω
για κάθε ανάληψη μετρητών μέσω των ATM για δήθεν διαχειριστικά και λειτουργικά
έξοδα για την διεκπεραίωση της συναλλαγής, την ηλεκτρονική διαπραγμάτευση και
επεξεργασία της αλλά και λόγω της διαμεσολάβησης τρίτου φορέα , από 18-11-2002
27
IV. Εφάπαξ χρέωση 5% επί του ποσού κάθε μιας υπέρβασης του ανώτατου
μηνιαίου ορίου συναλλαγών
29
όμως δεν δύναμαι να προσδιορίσω , για το λόγο ότι τα ποσά αυτά δεν
εμπεριέχονται στα αντίγραφα των αποσπασμάτων των βιβλίων της τραπέζης
δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη. Για τον ανωτέρω λόγο , ήδη
από 29-11-2010 (αμέσως δηλαδή μετά την κοινοποίηση της Διαταγής Πληρωμής),
αιτήθηκα με εξώδικη διαμαρτυρία μου με δήλωση και πρόσκληση
απευθυνόμενη προς την καθ ης , αντίγραφο όλων των λογαριασμών , ώστε
να προσδιορίσω επ’ ακριβώς το αυτό ποσό. Εφ’ όσων η καθ ης μου
γνωστοποιήσει τα αιτούμενα ως άνω στοιχεία , θα προτείνω με τρόπο πιο
ορισμένο τον αυτό λόγο ανακοπής πράγμα που μπορεί να προταθεί μόνο με
πρόσθετο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το
οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση και
κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση (ΑΠ
1610/2000 ΕΕΝ 2002.325, ΑΠ 1616/2000 ΕΕΝ 2002.437, ΑΠ 1538/2000 ΑρχΝ
53.912). Σε διαφορετική ήτοι της μη γνωστοποίησης των κρίσιμων αυτών
στοιχείων , ο αυτός λόγος της ανακοπής μου πρέπει να γίνει δεκτός λόγω της
αποστέρησής με υπαιτιότητα της καθ ης του δικαιώματός μου της
ανταπόδειξης.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι παράνομες και καταχρηστικές αυτές
χρεώσεις που επιβλήθηκαν κατ εφαρμογή άκυρου ΓΟΣ κατά παράβαση του
άρθρου 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 , επέδρασαν στη διαμόρφωση του τελικά
οφειλόμενου ποσού.
Η ύπαρξη όμως αυτών των χρεώσεων συνεπάγεται ότι η
προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, καθόσον εκδόθηκε αυτή
επί τη βάσει εν μέρει άκυρης σύμβασης παροχής πίστωσης , στην οποία
αναγκάστηκα να προσχωρήσω διότι περιέχει όρους καταχρηστικούς και
συνεπώς άκυρους, που με δέσμευαν υπέρμετρα ως ΓΟΣ, καθόσον προέβλεπαν
ότι το εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο και άρα τα τελικώς διαμορφωμένα
πληττόμενα χρεωπιστωτικα κονδύλια διαμορφώθηκαν ως απορία ΓΟΣ περί
ποσοστιαίας προμήθειας επί αναλήψεων μετρητών που κατά την πάγια όμως
στάση της νομολογίας είναι άκυροι.
Συμφώνως με τα ανωτέρω, ο λόγος αυτός της ανακοπής μου είναι
βάσιμος , καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία της ιδιότητας μου
ως ανακοπτόντων και ως τελικός αποδέκτης του σκοπού της κατάρτισης
31
Από όλα τα ανωτέρω ήτοι από τους υπό στοιχεία 1. I , II , III και IV
αναφερόμενους λόγους αποδεικνύεται ότι η απαίτηση της καθ ης είναι μη
εκκαθαρισμένη, περαιτέρω είναι αόριστη, η δε Δ/γη Πληρωμής εκδόθηκε επί
τη βάσει άκυρων όρων της σύμβασης και άρα ενόψει της υποχρέωσης της
καθ ής η ανακοπή για τον επανακαθορισμό της οφειλής μας , δέον όπως η
πληττόμενη Δ/γη να ΑΚΥΡΩΘΕΙ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΚΥΡΟ
ΜΟΝΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΤΑΣΕΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ,
έναντι πάντων και αν δεν ήταν διάδικοι και επομένως όσα αυτή
καθορίζει ισχύουν και για τις άλλες τράπεζες».
Προς την ίδια ως άνω κατεύθυνση ήτοι της επέκτασης της ισχύος
I. Κατ αρχήν η ερμηνεία των ΓΟΣ και ιδίως η υπαγωγή αυτών στο
νόμο , συνιστά (για κάθε νομικό) επίπονο έργο και απαιτεί υψηλού επιπέδου
επιστημονική κατάρτιση. Τούτο πανηγυρικά και μάλιστα με μια δόση
επιστημονικού ελιτισμού , αποτυπώνεται και στο διατακτικό πολλών αποφάσεων
δικαστηρίων, που καλούνται να ερμηνεύσουν τους ΓΟΣ των τραπεζικών
συμβάσεων πίστωσης. Ενδεικτικά παραθέτω μέρος του διατακτικού της υπ’ αριθ.
31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ σύμφωνα με το οποίο «… πρέπει η ένδικη ανακοπή να
απορριφθεί στο σύνολο της ως αβάσιμη κατ` ουσία και να επικυρωθεί η
προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής (αρθρ. 633 παρ. 1 εδ. β` του ΚΠολΔ), ενώ
ένα μέρος των δικαστικών εξόδων των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστεί,
καθόσον, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου η ερμηνεία των
διατάξεων που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής, να επιβληθεί δε εις
βάρος των ανακοπτόντων, ως ηττηθέντων διαδίκων, ένα μέρος των
δικαστικών εξόδων της καθής η ανακοπή, κατά μερική παραδοχή του νομίμου
περί τούτου αιτήματος της (άρθρα 176 και 179 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα
ειδικότερα στο διατακτικό». Γίνεται από αυτά αντιληπτό , ότι εφ’ όσον η
46
II. Για τους λόγους αυτούς , κατά την πάγια στάση της νομολογίας γίνεται
πανηγυρικά δεκτό, ότι οι ανακόπτοντες , με την ανακοπή τους δικαιούνται να
αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα ένδικα
αποσπάσματα. Παραθέτω αυτούσιο το σκεπτικό της 31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ
σύμφωνα με την οποία «….συνεπώς οι ανακόπτοντες δικαιούνται να
αμφισβητήσουν τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα ένδικα
αποσπάσματα, πράγμα που μπορούσε να γίνει και με την κρινόμενη ανακοπή,
με την προβολή σαφών και ορισμένων πραγματικών ισχυρισμών, οι οποίοι,
αν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, θα οδηγούσαν σε αλλοίωση του
τελικού υπολοίπου του λογαριασμού, πράγμα που δεν έπραξαν, αρκούμενοι σε
μια γενική και αόριστη αμφισβήτηση της ορθότητας του ενλόγω λογαριασμού».
Εξάλλου μετά την έκδοση της ΑΠ 1219/2001 , που έκρινε ότι κάθε
πρόβλεψη σύμφωνα με την οποία ο πιστούχος δεν θα δικαιούνται να
αμφισβητήσει το κατάλοιπο όπως αυτό προκύπτει από τα βιβλία της τράπεζας ,
είναι άκυρος σε κάθε περίπτωση, δηλαδή είτε κατ` άρθρο 372 του ΑΚ είτε κατ`
άρθρα 2 παρ. 6 και 7 παρ. 2 περ. κζ` του ν. 2251/1994 ,λόγος για τον οποίο
έκτοτε , όλες οι συμβάσεις πίστωσης τροποποιήθηκαν και υπάρχει πλέον
(άλλως πρέπει να υπάρχει) , η συμβατική πρόβλεψη του δικαιώματος της
48
ανταπόδειξης. Εξάλλου τούτο ρητά προκύπτει και από τον υπ αριθμ. 14 όρο της
σύμβασης σύμφωνα με τον οποίο «…Ο Κάτοχος θεωρείται ότι παρέλαβε το
Μηνιαίο Λογαριασμό του, αν εντός 60 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης του
εκάστοτε προηγούμενου δεν ειδοποιήσει γραπτώς με απόδειξη την Τράπεζα ότι
δεν έλαβε το συγκεκριμένο Μηνιαίο Λογαριασμό, πλην όμως θα επιτρέπεται
ανταπόδειξη.».
παροχής και αντιπαροχής η οποία υπάρχει όταν κατά την αντίληψη, λογικού
ανθρώπου, έμπειρου στις συναλλαγές, η διαφορά της αντικειμενικής αξίας των
περιουσιακών ωφελημάτων απ' αυτή που συμφωνήθηκε υπερβαίνει το μέτρο που
είναι φυσικό και επιτρεπτό (βλ. ΑΠ 1219/01 για το μη επιτρεπτό της
υπέρβασης), κατά τη συναλλακτική καλή πίστη να κερδίζει κάποιος από
οικονομική σύμβαση με αντίστοιχη ζημία που αντισυμβαλλόμενου ΑΠ 307/93 ΝοΒ
42/982, ΑΠ 189/92 ΝοΒ 41/490, ΑΠ 882/86 ΝοΒ 35/1209, ΕΘ 454/95 Δνη 37/172,
ΕΑ 6446/90 Δνη 31/1512.
της σύμβασης δεν επηρεάζει , αφού είναι ανεξάρτητο από το ποιος είχε την
πρωτοβουλία κατάρτισης της σύμβασης (βλ. Βαθρακοκοίλης αρθ. 179 ΑΚ σελ
759).
Επομένως πληρούνται στην ένδικη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής
της ΑΚ 179 ήτοι η συνδρομή αθροιστικά των τριών στοιχείων α) της φανερής
δυσαναλογίας μεταξύ παροχής και αντιπαροχής, β) ανάγκης ή κουφότητας ή
απειρίας του άλλου συμβαλλομένου και γ) της εκμετάλλευσης της ανάγκης
κουφότητας ή απειρίας του άλλου ΑΠ 1356/98 Δνη 40/303, ΑΠ 52/96 Δνη
37/1327, ΑΠ 1177/94 ΕΕΝ 1995/688, ΑΠ 1435/95 ΕΕΝ 1997/260, ΑΠ 307/93 Δνη
35/1295, ΝοΒ 42/982, ΑΠ 1094/93 Δνη 35/1298, ΑΠ 733/93 Δνη 36/106, ΑΠ
582/93 Δνη 35/1100, ΑΠ 982/92 ΝοΒ 41/874, ΑΠ 1750/91 Δνη 34/592, ΑΠ 566/89
Δνη 32/96, ΑΠ 958/88 Δνη 30/1345, ΑΠ 1140/87 ΝοΒ 36/1603, ΑΠ 288/87 Δνη
29/365, ΑΠ 763/86 ΝοΒ 35/741, ΑΠ 992/86 ΝοΒ 35/1226 ΑΠ 416/75 ΝοΒ
23/1173, ΑΠ 912/75 ΝοΒ 24/254, ΑΠ 36/75 ΝοΒ 23/872, ΑΠ 432/71 ΝοΒ 19/1127,
ΑΠ 559/68 ΝοΒ 17/165, ΑΠ 570/67 ΝοΒ 16/170, ΑΠ 29/68 ΝοΒ 16/395, ΑΠ 280/68
ΝοΒ 16/815, ΑΠ 710/64 ΝοΒ 13/485, ΑΠ 768/64 ΝοΒ 13/619, ΑΠ 7/67, 62/67,
235/67 ΝοΒ 15/636, 742, 990, ΑΠ 685/63).
Επειδή είναι βάσιμοι όλοι οι ισχυρισμοί της παρούσης λόγος για τον
οποίο η Δ/γη Πληρωμής είναι άκυρη στο σύνολό της , αφού όλοι οι ισχυρισμοί
και οι ενστάσεις προσβάλουν το κύρος αυτής στο σύνολό της , ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ
ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΕΝ ΑΙΤΟΥΜΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΙΩΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ
ΝΑ ΔΙΑΤΑΧΘΕΙ ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΩΣ
Ζ Η Τ Ω
Να γίνει δεκτή η παρούσα υπό κρίση Ανακοπή μου καθ όλο αυτής το
αιτητικό.
Να ακυρωθεί άλλως εξαφανισθεί η με αριθμό ………./2010 Διαταγή
Πληρωμής της κας Ειρηνοδίκου Αθηνών ……………………… , και
Να καταδικασθεί η καθ ής στην εν γένει δικαστική μου δαπάνη.-