Professional Documents
Culture Documents
……………………
βάση τις σκέψεις αυτές κάθε παρόμοιος όρος είναι άκυρος τόσο
λόγω αντιθέσεώς του στο άρθ. 1 της ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 κατ`
εφαρμογή προδήλως του άρθ. 178 ΑΚ όσο και λόγω αντιθέσεως
στο άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 γιατί προκαλείται στον πελάτη
σύγχυση για το τι καλύπτει ο τόκος και η προμήθεια. Με τον τρόπο αυτό
δημιουργείται αδιαφάνεια, μη συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές
άλλων τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία του ανταγωνισμού.
εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που
οι τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των δανείων,
θα μπορούν να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975
στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της
εισφοράς αυτής στη δανειακή σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν
γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η ενλόγω διάταξη, θα
εξαρτιόταν από το αν θα αναφερόταν στη σύμβαση ο τρόπος
υπολογισμού του επιτοκίου και συνεπώς η ενλόγω εισφορά ή
όχι. Αλλά και αν η μετακύλιση της εισφοράς του ν. 128/1975,
ενόψει και της διάταξης του άρθρου 293 του ΑΚ, είχε ως
συνέπεια την αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου,
πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, κατά το ποσοστό
της εισφοράς και τότε όμως η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από το ν.
128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο
επιτοκίου.
Συμπερασματικά από τα παραπάνω προκύπτει ότι από το ν.
128/1975 ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή αλλά ούτε και
απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με
το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον
καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια
της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά
επομένως αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ πιστωτικών
ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους
τελευταίους αυτούς επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής
αυτονομίας εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας
νοούμενης της θέσπισης ανώτατου ορίου επιτοκίου το οποίο θα
υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνον αν δεν υπήρχε αντίθετη
ρύθμιση. Επομένως ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν.
128/1975, για τον καθορισμό του επιτοκίου, με έμμεσο αποτέλεσμα τη
μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη, είναι νόμιμος, γιατί
δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η
οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ` άρθρο 174
του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε
21
1567,19 ευρω και συνεπώς η αυτή απαίτηση της καθ ης δεν είναι
εκκαθαρισμένη.
Η ύπαρξη όμως αυτής της μετακύλισης καθ υπέρβαση
του εκάστοτε ισχύοντος νόμιμου ανώτατου ύψους του
επιτοκίου , συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής
είναι ακυρωτέα, καθόσον εκδόθηκε αυτή επί τη βάσει εν μέρει
άκυρης σύμβασης παροχής πίστωσης , στην οποία αναγκάστηκα να
προσχωρήσω διότι περιέχει όρους καταχρηστικούς και συνεπώς
άκυρους, που με δέσμευαν υπέρμετρα ως ΓΟΣ, καθόσον
προέβλεπαν ότι το εκάστοτε χρεωστικό υπόλοιπο και άρα τα τελικώς
διαμορφωμένα πληττόμενα χρεωπιστωτικα κονδύλια διαμορφώθηκαν
ως απορία του ΓΟΣ περί μετακυλισης της εισφοράς του ν. 128/1975
καθ υπέρβαση των εκάστοτε ισχυοντων ανώτατων επιτοκίων
που κατά την πάγια όμως στάση της νομολογίας είναι άκυροι.
Συμφωνως με τα ανωτέρω ο λόγος αυτός της ανακοπής μου
είναι βάσιμος , καθόσον, εκτίθενται στην ανακοπή μου τα στοιχεία
της ιδιότητας μου ως ανακοπτόντων και ως τελικός
αποδέκτης του σκοπού της κατάρτισης της σύμβασης, επί τη
βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, και με
βάση τα οποία δικαιούμαι προστασίας κατά το νόμο για την
προστασία των καταναλωτών, καθώς επίσης και επειδή
αναφέρονται αφενός οι συνέπειες της ύπαρξης του ενλόγω ΓΟΣ
στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του
τελικά οφειλόμενου ποσού , , αφετέρου το αμφισβητούμενο
ποσό των 1567,19 ως μη εκκαθαρισμένο όπως αυτό
διαμορφώθηκε με την καταχρηστική μετακυλιση της εισφοράς
του ν. 128/1975 καθ υπέρβαση όμως των εκάστοτε ισχυόντων
ανώτατων επιτοκίων .
Περαιτέρω , δεν δύναμαι (όπως εξάλλου δε δύναται και το
δικαστήριο της ουσίας) να προβώ κατά τρόπο αναλυτικό στους
ακριβείς υπολογισμούς προς διακρίβωση του τρόπου που η ανωτέρω
καθ υπέρβαση των εκάστοτε ισχυοντων ανώτατων επιτοκίων
μετακυλιση της προμήθειας του ν. 128/1975 επενηργησε στο
23
Από όλα τα ανωτέρω ήτοι από τους υπό στοιχεία 1. I , II , III και
IV αναφερόμενους λόγους αποδεικνύεται ότι η απαίτηση της καθ ης
είναι μη εκκαθαρισμένη, περαιτέρω είναι αόριστη, η δε Δ/γη
Πληρωμής εκδόθηκε επί τη βάσει άκυρων όρων της σύμβασης
και άρα ενόψει της υποχρέωσης της καθ ής η ανακοπή για τον
επανακαθορισμό της οφειλής μας , δέον όπως η πληττόμενη Δ/γη
να ΑΚΥΡΩΘΕΙ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΚΥΡΟ ΜΟΝΟ
ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ, ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΘΑ ΔΙΑΤΑΣΕΙ
ήδη από διετίας γνώριζε την ΑΠ 1219/01 και άρα γνώριζε ότι
μου επιβάλει σύμβαση με ΓΟΣ που από το Ανώτατο Δικαστήριο
έχουν κριθεί άκυροι , παρ όλα αυτά μου επέβαλε τη σύμβαση
ως ενιαίο σύνολο που χωρίς τους άκυρους όρους δεν θα
επιχειρούσε τη σύναψή της , ως και τελικά έπραξε .
Έννοια δεδικασμένου:
Όπως προκύπτει από τα άρθρα 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, οι
οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, οι οποίες δεν
υπόκεινται σε ανακοπή ή έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν
δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται επί του κριθέντος δικαιώματος και
της αιτίας από την οποία προήλθε. Κατά την έννοια της ανωτέρω
διατάξεως, οι αναγκαίες προϋποθέσεις για την ύπαρξη δεδικασμένου,
είναι: 1) απόφαση πολιτικού δικαστηρίου και υπό ορισμένες
προϋποθέσεις και οι διαταγές πληρωμής και οι αποφάσεις των άλλων
δικαστηρίων (διοικητικών, ποινικών), 2) απόφαση υπαρκτή, 3) απόφαση
οριστική και 4) απόφαση που δεν υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας
ούτε σε έφεση (Βλ. Βαθρακοκοίλη "Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας" έκδ.
1994, τόμ. Β`, σελ. 449). Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 308
παρ. 1 του ΚΠολΔ οριστική απόφαση πρωτοβάθμιου ή δευτεροβάθμιου
δικαστηρίου είναι εκείνη που περατώνει τη δίκη με απόρριψη της
αγωγής ως απαράδεκτης ή αβάσιμης, ή παραδοχής της ως Βάσιμης, ή
παραπομπή της υπόθεσης σε άλλο δικαστήριο λόγω καθ` ύλην ή κατά
τόπο αναρμοδιότητας, κατά το άρθρο 46 ΚΠολΔ και απεκδύει το
δικαστή της περαιτέρω εξουσίας του για το σχετικό αγωγικό αίτημα,
(βλ. Βαθρακοκοίλη "Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας" έκδ. 1994, τόμ. Β`,
28
Η έκβαση της δίκης , έθιξε από την άποψη του πραγματικού και
νομικού ζητήματος τα -μη περιουσιακά- έννομα συμφέροντα της ΕΕΤ τα
οποία συνδέονταν προς το αποτέλεσμα της δίκης και επηρεάστηκαν από
αυτοτελώς παρεμβάς όχι μόνον της διαδικασίας αλλά και της εννόμου
σχέσεως της δίκης.
προσώπου (329) κλπ. Κατά τας περιπτώσεις αυτάς δεν είναι μεν
• το γεγονός ότι σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τη νομισματική πολιτική του
Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί εντός
του πλαισίου της οικονομίας της ανοικτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό, βάσει
των άρθρων 2, 4 και 105, παρ. 1 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής
Κοινότητας και 2 του Καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών
Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τα τραπεζικά επιτόκια
διαμορφώνονται ελεύθερα.
«Δεν είναι συμβατός προς τις αναφερόμενες ανωτέρω, υπό στοιχεία (ζ) και (η),
αρχές, ο διοικητικός καθορισμός ανωτάτου ορίου στα τραπεζικά επιτόκια,
ούτε ο συσχετισμός τους προς το εκάστοτε ισχύον για τα εξωτραπεζικά επιτόκια
ανώτατο όριο. Το όριο αυτό δεν ανήκει, κατά το περιεχόμενο και το σκοπό του, στους
παράγοντες προσδιορισμού των τραπεζικών επιτοκίων, τα οποία διαμορφώνονται
ελεύθερα ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των
εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει
υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη
λειτουργία τους.
Κατά συνέπεια οι μετά την απελευθέρωση των επιτοκίων (ΠΔ/ΤΕ 1087/1987
κλπ.) συναπτόμενες συμφωνίες τραπεζικών επιτοκίων, στις οποίες
συνομολογείται επιτόκιο που τυχόν υπερβαίνει το εκάστοτε οριζόμενο για τα
εξωτραπεζικά επιτόκια ανώτατο όριο, δεν είναι αθέμιτες για το λόγο αυτό».
Άξιο βεβαίως μνείας είναι ότι η Ένωση ορθώς υποστηρίζει ότι
«δεν είναι συμβατός ο διοικητικός καθορισμός του ανωτάτου
ορίου στα τραπεζικά επιτόκια» πλην όμως , οι Αποφάσεις της
Δικαιοσύνης και δη αυτές του Αρείου Πάγου , δεν συνιστούν
διοικητικό καθορισμό του ανώτατου ορίου των επιτοκίων αλλά
συνιστούν ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ καθορισμό αυτών , άλλως κατά τη
δικανική πεποίθηση των τελεσίδικων αποφάσεων της
δικαιοσύνης , δημιουργείται η από το δεδικασμένο δέσμευση
και υποχρέωση προς συμμόρφωση , που ισχύει έναντι ΠΑΝΤΩΝ.
Οι αποφάσεις δε της δικαιοσύνης ΙΣΧΥΟΥΝ ΕΝΑΝΤΙ ΠΑΝΤΩΝ και
ΥΠΕΡΙΣΧΥΟΥΝ έναντι κάθε πράξης της διοίκησης , λόγος για
τον οποίο τα όργανα της διοίκησης δεσμεύονται από αυτές.
Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 873 εδ. α`, 874 και
904 Α.Κ. συνάγεται ότι η σύμβαση, που ονομάζεται αφηρημένη
αναγνώριση χρέους και με την οποία γίνεται αναγνώριση χρέους, έτσι
ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους,
είναι έγκυρη αν η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως.
Ο ως άνω έγγραφος τύπος τηρείται και σε περίπτωση που γίνεται
έγγραφη συμφωνία ότι ο ένας των συμβαλλομένων θα ανακοινώσει
στον άλλον το, κατ` εκείνον, χρέος τούτου από τη βασική σχέση και, σε
περίπτωση που αυτός δεν διατυπώσει σε εκείνον σχετικές αντιρρήσεις
μέσα σε ορισμένη προθεσμία, θα λογίζεται ότι αναγνωρίζει το εν λόγω
χρέος.
Έχει εξάλλου από το Ακυρωτικό κριθεί , ότι η συμφωνία
που προβλέπει ότι με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί
και η πλασματική αναγνώριση, που επέρχεται με την παρέλευση
της εύλογης προθεσμίας που θέτει η τράπεζα στον πιστούχο,
χωρίς ο τελευταίος να αντιλέξει κατά του γνωστοποιηθέντος
καταλοίπου, είναι έγκυρη, λαμβάνεται δε ως συμφωνία η οποία
προσδίδει στη σιωπή του πελάτη το νόημα αποδοχής της
πρότασης, που προέρχεται από την τράπεζα, προς κατάρτιση
σύμβασης αναγνώρισης του καταλοίπου (βλ. ΑΠ 470/2006, ΧρΙΔ
2006.638, ΑΠ 1458/2006, Δημοσ. Νόμος, Κ. Παμπούκη, Παρατηρήσεις
υπό την ΕφΠατρ 61/2004, ΕΕμπΔ 2005.91 επόμ.). Η συμφωνία αυτή δεν
συγκαταλέγεται στις αυτοδίκαια καταχρηστικές ρήτρες του άρθρου 2
παρ. 7 του ν. 2251/1994, καθόσον δεν αποτελεί συμφωνία περί
ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στην απόλυτη κρίση
του ενός από τους συμβαλλόμενους, η οποία θα ήταν άκυρη
κατά το άρθρο 372 του ΑΚ, ούτε όμως διαταράσσει την
ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των
συμβαλλομένων μερών εις βάρος του πιστούχου, λαμβανομένου
υπόψη ότι δεν αποκλείει το δικαίωμα ανταπόδειξης, αλλά απλώς
περιορίζεται με την παρεχόμενη στον πιστούχο δυνατότητα να
αμφισβητήσει το κατάλοιπο μέσα στην ως άνω εύλογη
προθεσμία (βλ. ΑΠ 1472/2004, Δημοσ. Νόμος, Εφθεσ 117/2002, ΔΕΕ
59
της (άρθρα 176 και 179 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο
διατακτικό». Γίνεται από αυτά αντιληπτό , ότι εφ’ όσον η
ερμηνεία των εδώ διατάξεων χαρακτηρίζεται από έμπειρους
νομικούς ως ιδιαίτερα δυσχερής , για τον απλό κοινό μέσο
πολίτη είναι απολύτως ακατανόητη ….
Εξάλλου την ακυρότητα των όρων των συμβάσεων που οι
πολίτες συνάπτουν με τις τράπεζες , αγνοούν τουλάχιστο μέχρι και
το χρόνο της καταγγελίας τους , όποτε και απευθύνονται σε
δικηγόρο από τον οποίο θα λάβουν γνώση της ακυρότητας. Το γεγονός
της ανυπαίτιας άγνοιας των εδώ ακυροτήτων είναι για τον
κοινό μέσο άνθρωπο αυτονόητο , αφού για τον απλό πολίτη
είναι αδιανόητο να παρακολουθεί στενά τη νομολογία , καθώς
επίσης αδιανόητο είναι , να κατανοήσει τους αυτούς
δυσνόητους νομικούς και οικονομικούς όρους (όπως λ.χ γιατί ο
υπολογισμός του τόκου με βάση το έτος 360 ημερών προσκρούει στην
αρχή της διαφάνειας , τι είναι η εισφορά του ν. 128/1975 και ποιες οι
προϋποθέσεις της σύννομης μετακύλισης της στον καταναλωτή , τι
είναι τραπεζικός και τι ο εξωτραπεζικος τόκος , ποια η έκταση των
εφαρμοστέων διατάξεων του νόμου κλπ). Συνεπώς η «γνώση» του
πολίτη επ αυτών των δυσνόητων οικονομικών και νομικών
εννοιών , δεν μπορεί παρά να γίνει δεκτό ότι επέρχεται, κατά
το χρόνο που λόγω της ανώμαλης εξέλιξης της σύμβασης θα
απευθυνθεί σε δικηγόρο.
Περαιτέρω , η έννομη τάξη μας δεν θα μπορούσε να
ανεχθεί ότι ταυτοχρόνως με τη σύναψη της σύμβασης ο
δανειολήπτης θα έπρεπε να σύρεται (υπό την απειλή των
έννομων συνεπειών που - σε σύντομο χρόνο - παράγει ο όρος
περί πλασματικής αναγνώρισης χρέους) στην πρόσληψη
δικηγόρου , ο οποίος θα επιφορτιζόταν με το έργο της
παρακολούθησης της τυχόν ακυρότητας των όρων της
σύμβασης…
Δεν μπορεί δηλαδή να γίνει δεκτό ότι η πλασματική αναγνώριση
χρέους αφορά και στην αναγνώριση του καταλοίπου όπως αυτό
61
II. Για τους λόγους αυτούς , κατά την πάγια στάση της
νομολογίας γίνεται πανηγυρικά δεκτό, ότι οι ανακόπτοντες , με την
ανακοπή τους δικαιούνται να αμφισβητήσουν τα ειδικότερα
κονδύλια που περιέχονται στα ένδικα αποσπάσματα. Παραθέτω
αυτούσια τη μείζονα αυτ σκέψη της 31919/2007 ΠΠΡ ΘΕΣΣΑΛ σύμφωνα
με την οποία «….συνεπώς οι ανακόπτοντες δικαιούνται να
62