You are on page 1of 13

Τα χειρόγραφα του

φθινοπώρου(απόσπασμα
του έργου του)
Άνεμος του Νοεμβρίου
Τώρα όμως βράδιασε. Ας
κλείσουμε την πόρτα κι
ας κατεβάσουμε
τις κουρτίνες
γιατί ήρθε ο καιρός των
απολογισμών. Τι κάναμε
στη ζωή μας;
Ποιοι είμαστε; Γιατί εσύ κι
όχι εγώ;
Καιρό τώρα δεν χτύπησε
κανείς την πόρτα μας κι ο
ταχυδρόμος έχει
αιώνες να φανεί. Α, πόσα
γράμματα, πόσα
ποιήματα
που τα πήρε ο άνεμος του
Νοεμβρίου. Κι αν έχασα
τη ζωή μου
την έχασα για πράγματα
ασήμαντα: μια λέξη ή ένα
κλειδί, ένα
χτες ή ένα αύριο
όμως οι νύχτες μου έχουν
πάντα ένα άρωμα
βιολέτας
γιατί θυμάμαι. Πόσοι
φίλοι που έφυγαν χωρίς
ν’ αφήσουν διεύθυν-
ση, πόσα λόγια χωρίς
ανταπόκριση
κι η μουσική σκέφτομαι
είναι η θλίψη εκείνων που
δεν πρόφτασαν ν’
αγαπήσουν.Ώσπου στο
τέλος δεν μένει παρά μια
θολή ανάμνηση από το
παρελ-
θον (πότε ζήσαμε;)
και κάθε που έρχεται η
άνοιξη κλαίω γιατί σε
λίγο θα φύγουμε και
κανείς δεν θα μας
θυμηθεί.Το όνειρο

Τελικά τους έκλεισα την


πόρτα «τι να την κάνω
εγώ την πραγματικό-τητα,
τους λέω-εγώ έχω
τ΄»όνειρο»ίσως γι΄ αυτό
αγαπώ τα νεκροταφεία,
γιατί βάζουν τέλος στις
λε-πτομέρειες.Ένα
τραγούδι λυπημένο τη
νύχτα είναι πάντα ένας
αποχαιρετι-σμός.
Τερέζα
Εκείνο το βράδυ γύρισα
ανήσυχος, «Τερέζα»
φώναξα, τίποτα, έψαξα τα
δωμάτια, κατέβηκα στο
υπόγειο «που είναι η
Τερέζα;» ρώτησα,
«πέθανε, είπε κάποιος –
την κηδέψαμε χθες»,
«ηλίθιοι, φώναξα, σας
ξεγέλασε, δεν ξέρετε τι
μεγάλη πουτάνα ήταν »
κανείς δε μίλησε «μα πως
μπορεί ένας άγγελος να
πεθάνει » είπα
κλαίγοντας.
Άνοιξα το παράθυρο και
πράγματι εκεί στο βάθος
τ’ ουρανού έλαμπε η
Τερέζα σαν άστρο.
Εφηβεία
Είναι κάτι βράδια που
μόνον ένας στεναγμός
μας χωρίζει απ’ τον
Παράδεισοκι άλλοτε
ανατέλλει η σελήνη απ΄το
λόφο σα μεγάλη ευτυχία
περοπλανήσεις στη νύχτα
κι οι γρίλιες απ΄όπου
μισοείδαμε το εσώ-ρουχο
μιας γυναίκας που
κοιμότανκι άξαφνα στη
στροφή του δρόμου η
θλίψη ενός φανοστάτη
μαςπλημμύριζε με
δάκρυα.
Κανείς δε μας περίμενε
όταν γυρίσαμε
Ο πρώτος στίχος
Aλλά γιατί καμιά φορά
στεκόμαστε στη μέση
ενός αγνώστου δρό-μου
ή μπροστά σ’ ένα παλιό
σπίτι. Τι μας θυμίζουν;
Ποιόναναζητούμε;Κι
άλλοτε κάτω από μια
γέφυρα ή πίσω από μια
κουρτίνα νιώθειςνα ζείς
πιο αληθινά –Πράγματα
που θα εξοφλήσεις
κάποτε με τη ψυχή σου.
Ώσπου ένα πρωί
ακουγόταν το πρώτο
κελάηδημα στον κήπο.
Άνοιξη.Η μητέρα άλλαζε
καπέλο, η νεαρή
υπηρέτρια ανέβαινε στη
σοφί-τα κι έκλαιγε κι ο
παππούς ξεχνούσε να
διαβάσει τη Βίβλο….
Τώρα κάθομαι στην παλιά
κουνιστή πολυθρόνα που
κάθησαν τρείςγενιές. Πού
πήγαν τόσοι άνθρωποι;
Ολόκληρη η ζωή μου δεν
ήταν παρά η ανάμνηση
ενός ονείρουμέσα σε ένα
άλλο όνειρο. Κι η Άννα
όταν γελούσε ήταν σα να
Σκόρπιζε γιασεμιά
φωτίζοταν για λίγο η
νύχτα.
Θυμάμαι παιδί που
έγραψα κάποτε τον
πρώτο στίχο μου.Από
τότε ξέρω ότι δε θα
πεθάνω ποτέ-αλλά θα
πεθαίνω κάθε μέρα.
Φύλλα ημερολογίου
Ποιος ξέρει τι θα συμβεί
αύριο,ή ποιος έμαθε ποτέ
τι συνέβη χτες,Τα χρόνια
μου χάθηκαν εδώ κι εκεί,
σε δωμάτια, σε τραίνα,Σε
όνειραΑλλά καμία φορά η
φωνή μιάς γυναίκας
καθώς βραδιάζει μοιάζει
Με το αντίο μιας ηλικίας
που τελείωσεΚι οι μέρες
που σου λείπουν, ώ
Φεβρουάριε, ίσως μας
αποδοθούνΣτον
παράδεισο-Συλλογιέμαι τα
μικρά ξενοδοχεία όπου
σκόρπισα τους
στεναγμούςΤης νιότης
μουΏσπου στο τέλος δεν
ξεφεύγει κανείς, αλλά και
να πάει που;Κι ο έρωτας
είναι η τρέλα μας
μπροστά στο ανέφικτο να
γνωρίσει οΈνας τον
άλλον –
Κύριε, αδίκησες τους
ποιητές δίνοντας τους
μόνο ένα κόσμο,Κι όταν
πεθάνω θα’ θελα να με
θάψουν σ’ ένα σωρό από
φύλλαΗμερολογίουΓια να
πάρω και το χρόνο μαζί
μου.Κι ίσως ο,τι μείνει
από μας να’ ναι στην
άκρη του δρόμου μαςΈνα
μικρό μη με λησμόνει

You might also like