You are on page 1of 19

Η Ενοχή Σύμφωνα με την Ψυχανάλυση

Το συναίσθημα της ενοχής γεννάται από ένα λάθος, πραγματικό ή φανταστικό.


Εάν τα πραγματικά ή φανταστικά λάθη, μας φέρνουν ενάντια στα κοινωνικά “πρέπει”,
μπορούμε να εκφράσουμε αυτή την αντίθεση δια μέσου μιας συμπεριφοράς η οποία
κυριαρχείται από ένα ασυνείδητο ή συνειδητό συναίσθημα της ενοχής . Σύμφωνα με τον
Φρόιντ το συναίσθημα αυτό εξαρτιέται από υποκειμενική αίσθηση του λάθους και βρίσκει
την πηγή του στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα .

Έτσι μπορούμε να αισθανόμαστε το αίσθημα της ενοχής με δύο τρόπους είτε κάνοντας
κάτι, είτε μην κάνοντάς το
Η ενοχή εκφράζεται λοιπόν είτε με την πράξη είτε με την απραξία
.
Σύμφωνα με την Melanie klein και τον D.W. Vinnicott πρέπει να ξαναγυρήσουμε στην σχέση
του βρέφους με την μητέρα του. Αυτή είναι μια αμφίθυμη σχέση. Αμφιθυμική, διότι το
βρέφος νιώθει συγχρόνως πρώτα το φόβο από την συγχώνευση με την μητέρα, και μετά την
τάση του να θέλει να φύγει από κοντά της, καθώς η ζωή το σπρώχνει να μεγαλώσει και να
απομακρυνθεί από αυτή. Σε αυτή την κατάσταση η ενοχή γεννιέται, από την μια από το
φόβο μην παραμείνει κολλημένο σε αυτή και από την άλλη από το φόβο μήπως χάσει την
ευχαρίστηση που του προσφέρει. Από την μία, λοιπόν το παιδί, επειδή η μητέρα αποτελεί
την πηγή ευχαρίστησης για αυτό, την αγαπάει και θέλει να είναι το μοναδικό αντικείμενο
της αγάπης της, και από την άλλη φοβάται μήπως απορριφθεί, λόγω της τάσης του να
απομακρυνθεί από αυτή. Υπάρχει λοιπόν η έλξη από την μητέρα και ο φόβος της
απόρριψης από αυτή.
Αυτή λοιπόν η σύγκρουση εκφράζεται κάπως έτσι:
Από την μια, δεν θα είναι αγαπητό από την μητέρα εάν δηλώσει ότι θέλει να γίνει
ανεξάρτητο από αυτή. Και από την άλλη δεν μπορεί να είναι αγαπητός από αυτή και να
γίνει ανεξάρτητος.
Αυτό συνοψίζεται στο είναι ή δεν είναι αγαπητός. Το παιδί αισθάνεται ότι υπάρχει μια
διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο συναισθήματα και αναρωτιέται αν μπορεί να υπάρξει
μακριά από την μητέρα του.
Η ενοχή λοιπό γεννάται από αυτό το αμφιθυμικό συναίσθημα. Εάν αυτό το φυσιολογικό
συναίσθημα, μπορεί η μητέρα να το διαχειριστεί σωστά και αργότερα, αν πράξει το ίδιο και
ο πατέρας, τότε αυτό το αίσθημα της ενοχής δεν θα αποτελεί μια πηγή προβλημάτων στην
μετέπειτα ζωή του. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει η μητέρα να γαλουχήσει και συγχρόνως να
δημιουργήσει ένα πλαίσιο ασφάλειας για το παιδί.
Επίσης το παιδί βιώνει άσχημα την τάση του προς την απόλαυση την οποία προσφέρει η
μητέρα του διότι συγχρόνως, αυτή είναι που του την απαγορεύει. Παραδείγματος χάριν
κατά την διάρκεια του θηλασμού, η μητέρα αποτελεί την πηγή της ικανοποίησης του. Μόλις
η μητέρα σταματήσει το θηλασμό, το παιδί βρίσκεται βαθιά απογοητευμένο από αυτή.
Αυτή η ματαίωση μπορεί να κάνει το βρέφος να αντιδράσει. Μπορεί να το κάνει επιθετικό
και να εκδηλώσει αυτή την επιθετικότητα με κλάμα, με ουρλιαχτά και θυμό.
Αυτός ο θυμός και αυτή η επιθετικότητα γεννά στο παιδί το συναίσθημα της ενοχής.
Δηλαδή το γεγονός ότι θέλει να κατευθύνει αυτό που το αγαπά και του προσφέρει
ευχαρίστηση το κάνει να νιώθει ένοχο.
Σε αυτή την κατάσταση το παιδί μπορεί να αναρωτηθεί: Αυτή την μητέρα που αγαπώ για
αυτό που μου προσφέρει, μπορώ να την μισήσω για αυτό που δεν μου προσφέρει; Είμαι
φυσιολογικός να αισθάνομαι αυτά τα δυο αντίθετα συναισθήματα προς αυτό το πρόσωπο;
Εάν η μητέρα μπορεί να διαχειριστεί αυτή την κατάσταση σωστά, αλλά και ο πατέρας
αργότερα, με το να συνεχίσει να είναι είναι κοντά στο παιδί της και να συνεχίσει να
προσφέρει τροφή και ευχαρίστηση, με την ίδια ποιότητα και προσοχή που το έκανε Τότε
δημιουργεί ένα πέπλο ασφαλείας με την παρουσία, τον λόγο και τις πράξεις της και το
παιδί καταλαβαίνει ότι η μητέρα του δεν έχει "καταστραφεί" από τις επιθετικές σκέψεις
που κάνει και τις φαντασιώσεις που έχει. Άρα δεν είναι “κακό παιδί” και επιτρέπεται να
εκφράζει την αντίθεσή του προς αυτή, χωρίς τον κίνδυνο να την “εξαφανίσει”, αλλά και να
“τιμωρηθεί”για αυτό.
Η ενοχή λοιπόν εκφράζει την συναισθηματική αμφιθυμία και πρέπει να θεωρείται σαν
ένα στοιχείο φυσιολογικό της προσωπικότητας μας.
Πρέπει οι γονείς να διαχειριστούν σωστά αυτή την αμφιθυμία, διότι αν την διαχειριστούν
λανθασμένα, δηλαδή αν η μητέρα αλλάξει την συμπεριφορά της και απομακρυνθεί από το
παιδί, και κρατήσει μια στάση απορριπτική, όταν αυτό εκφράσει την αντίθεσή του με θυμό,
κλάμα και φωνές τότε πυροδοτεί τη νοσηρή, θα λέγαμε, ενοχή η οποία μπορεί να
δημιουργήσει μεγάλα πρόβλημα στην μετέπειτα ψυχοκοινωνική του ανάπτυξη.
Για τον Α. Hesnard το αίσθημα της πραγματικής ή φανταστικής ενοχής , αποτελεί την
βάση πάνω στην οποία αναπτύσσονται όλες οι μορφές της τρέλας.

πίνακας: Vladimir Kush

Ο “εαυτός” σαν ένας εσωτερικός στίβος των δικαιωμάτων των “άλλων”


3-4 minutes
Ο “εαυτός” πολλές φορές γίνεται ένας εσωτερικός στίβος όπου συναντιόνται πρόσωπα
αγαπημένα που διεκδικούν τα δικαιώματα τους μέσα μας όσον αφορά την εξέλιξη και την
ανάπτυξη μας . Έτσι φαίνεται ότι έχουμε συνάψει μαζί τους μια συμφωνία, παρέχοντας το
δικαίωμα της συν-διαχείρισης των “προσωπικών “μας θεμάτων σαν να είναι δικά τους.
Μάταια ψάχνουμε να βρούμε πως και πότε ξεκίνησε αυτό. Οι ρίζες του είναι βαθιά μέσα
μας με τέτοιο τρόπο που αναγνωρίζουμε ότι είναι κομμάτι του οργανισμού μας, του
“εαυτού”μας. Ότι είναι κάτι δικό μας που μας στηρίζει και μας συντηρεί σαν ύπαρξη, αλλά
συγχρόνως... μας υποτιμά και μας αποκλείει από την διαχείριση των καταστάσεων. Έτσι
πολλές φορές αισθανόμαστε το "εαυτό" σαν ένα “στοιχειωμένο” χώρο όπου δυνάμεις που
αποφεύγουμε να ονομάσουμε ενεργούν και καθορίζουν την σκέψη , το συναίσθημα και
τελικά την συμπεριφορά μας.
Αυτή η κατάσταση, αφαιρεί το άγχος της υπευθυνότητας απέναντι στην ζωή, αποδίδοντας
τις περιστάσεις σε διαδικασίες οι οποίες είναι οργανωμένες από τους άλλους και οι οποίες
δεν ζητούν παρά μόνο την προσαρμογή μας. Με αυτό τον τρόπο παρέχουν μια σιγουριά και
την αποφυγή του ρίσκου καθώς και την αποφυγή του φόβου της αποτυχίας. Με αυτό τον
τρόπο ακόμα... και η αποτυχία μπορεί να αποδοθεί στους άλλους.
Αυτή η διευθέτηση είναι βολική, διεκπεραιωτική, αλλά ορίζει τον εαυτό σαν απουσία παρά
παρουσία. Σε αυτή διευθέτηση όμως, η συνείδηση επαναστατεί. Επαναστατεί όταν η
υφή των πραγμάτων κυλά χωρίς την συμμετοχή της. Η θέληση και η επιθυμία γίνονται
καταπιεσμένες εκφάνσεις του εαυτού, ασφυκτιούν καθημερινά ανάμεσα στο επιτρέπεται
και στο απαγορεύεται όχι σαν ένα νόμο εξωτερικό, αλλά σαν μια εσωτερικευμένη
κατάσταση που αιμορραγεί μέσα μας και καθοδηγούμαστε στην σιωπή και την
παθητικότητα. Άρα η ματαιότητα πολεμάει με τον φόβο και την αναγκαιότητα της
επιβίωσης της θέλησης και της επιθυμίας.
Η συνείδηση λειτουργεί υπόγεια και αντιδρά αισθανόμενη τον παραγκωνισμό της από μια
οργάνωση που της ζητά μόνο την αποδοχή της και όχι την συμμετοχή. Η έκφρασή της
μπορεί να ερμηνευτεί σαν παραβατική συμπεριφορά από το περιβάλλον, που, από την μια
γεμίζει τον “εαυτό” με ντροπή και από την άλλη με ένοχη.
Σε αυτή την περίπτωση ο “εαυτός” γίνεται όχι μόνο ο στίβος όπου συναντιόνται πρόσωπα
αγαπημένα που διεκδικούν τα δικαιώματα μας από εμάς, αλλά και ο χώρος αντιπαλότητας
τους. Γίνεται ένας χώρος διχοτομημένος, ένα πεδίο μάχης όπου προσπαθούμε με τα
κουρέλια της συνείδησης μας να καλύψουμε τις γυμνές συνειδήσεις των άλλων, αφήνοντάς
μας έκθετους στο κρύο και την μοναξιά της απουσίας μας.
Κερεντζής Λάμπρος
φωτο: Alexa Meade

Το εξιλαστήριο θύμα σαν προϊόν κοινωνικής ζηλοφθονίας


5-6 minutes

Ιστορικά
Το εξιλαστήριο θύμα έχει μια ιστορική πορεία. Σε όλες τις κοινωνίες και σε όλες της εποχές
είχε ένα κοινωνικό ρόλο. Λειτουργικά ήταν και είναι ένα μέσο αποφυγής της διάλυσης της
ομάδας που ανήκει.
Εξιλαστήριο θύμα μπορεί να είναι το κάθε τι και ο καθένας. Μπορεί να είναι ένα πρόσωπο
ένα ζώο, ένα πράγμα, όπως μπορεί να είναι μια ομάδα, ένα κράτος, μια ομάδα κρατών.
Μπορεί να είναι μέλος μιας ομάδας, όπως και εχθρός της. Είτε μέλος, είτε εχθρός η
παρουσία του έχει την .ίδια λειτουργικότητα.
Από την εποχή του Αβραάμ μέχρι σήμερα το εξιλαστήριο θύμα αποτελούσε και αποτελεί το
στοιχείο, πάνω στο οποίο θα προβάλλουμε την ενοχή της αποτυχίας μας, το αίτιο της
δυστυχίας και της κακομοιριάς μας.
Ήταν και είναι εδώ για να αποτρέψει το χειρότερο, για να γίνει η “δικαιολογία” του τι δεν
έγινε, του γιατί, κάτι δεν πήγε καλά. Ήταν και είναι το βασικό στοιχείο ενός κοινωνικού
μηχανισμού αποτροπής, αποφυγής, αλλο-εστίασης και επαναπροσδιορισμού της
δυσαρέσκειας σε προσωπικό, οικογενειακό, είτε κοινωνικό επίπεδο.
Το εξιλαστήριο θύμα απομακρύνει την ευθύνη μας, αποδίδοντας την σε αυτό. Το ορίζουμε
σαν πηγή της δυσαρέσκεια μας. Ο στιγματισμός του είναι ο προσδιορισμός της αμαρτίας
έξω, μακριά από εμάς. Η παρουσία του απαντά σε μια ανάγκη σωτηρίας μας καθώς και
σωτηρίας της ομάδας που ανήκουμε.
Είναι το υποκείμενο, ή αντικείμενο που θα “θυσιαστεί” με πολλούς τρόπους και μέσα από
την “θυσία” του θα εξαγνίσει τα αμαρτήματά μας και θα επαναπροσδιορίσει την αριστεία
μας. Ήταν και είναι ένα δοχείο αποδοχής της ατομικής και ομαδικής βίας, της αποστροφής,
της απόρριψης, από την οικογενειακή, επαγγελματική, κοινωνική και πολιτική ομάδα. Ήταν
και είναι το κοινωνικό διέξοδο της βίας.
Ο βαθμός της βίας που στρέφεται ενάντια στο εξιλαστήριο θύμα έχει σχέση με το ποσοστό
της βίας που υπάρχει στη κοινωνία. Όσο η βια μεγαλώνει ανάμεσα στα μέλη της λόγω
κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών, τόσο μεγαλώνει και η ανάγκη εξεύρεσης
του εξιλαστήριου θύματος. Εάν δεν βρεθεί τότε κινδυνεύει συνοχή της.
Με την παρουσία του λοιπόν βοηθάει στην κοινωνική ανανέωση της ελπίδας, εφόσον αυτό
επωμίζεται όλο το βάρος της μέχρι τώρα αποτυχίας της. Χωρίς το εξιλαστήριο θύμα δεν
ξέρουμε αν η κοινωνία θα μπορούσε να διατηρήσει την συγκρότησή της. Άρα είναι εδώ για
να βοηθήσει την συνέχεια της κοινωνικής ομάδας που ανήκει, ή δεν ανήκει. Είναι ένα
βασικό συστατικό της.
Το κάθε εξιλαστήριο θύμα κατασκευάζεται, μορφοποιείται ανάλογα την κουλτούρα και τις
δοξασίες της κοινωνίας που τυγχάνει να είναι προϊόν της. Κουβαλιέται, σέρνεται, ή μερικές
φορές έρχεται μόνο του και προετοιμάζεται να επωμισθεί την κοινωνική ευθύνη για τα
κακώς κείμενα.
Καθημερινά
Σε καθημερινό επίπεδο είναι ένα πρόσωπο που είναι “κοντά” μας. Μας μοιάζει τόσο πολύ
που μπορεί να είμαστε εμείς στην θέση του. Μπορεί να είναι ένα μέλος της οικογένειά μας,
ένα πρόσωπο του φιλικού μας περιβάλλοντος, της πολιτικής ομάδας που ανήκουμε, ή
κάποιος ξένος που όμως μα πυροδοτεί συναισθήματα απέχθειας και αποτροπιασμού.
Ο κοντινός “άλλος” γίνεται το εξιλαστήριο θύμα για τις δυσαρέσκειες της ζωής μας. Είναι
εκείνος που θα βοηθήσει να μην δούμε την προσωπική μας κατάσταση και θα επωμισθεί τα
βάρη της ανευθυνότητας, της αναποφασιστικότητας και της κατάντιας που οδηγούμε τον
εαυτό μας.
Επίσης βοηθάει το θυμό μας, να κυλίσει ανεμπόδιστα σαν μια φυσιολογική κατάσταση που
τίποτα δεν μαρτυρά τη νοσηρότητα του. Έτσι απελευθερώνει την συσσωρευμένη βία μας
και δικαιολογεί την έκφρασή της.
Ο στιγματισμός του μας τοποθετεί στην θέση του κριτή. Η “αμαρτία” του μειώνει την δική
μας ενοχή, την δική μας ευθύνη. Συγχρόνως... μας μεταβάλλει σε φύλακες της ηθικής, σε
αγγέλους της κρίσης και της καταδίκης του. Ο στιγματισμός του μας εξαγνίζει.
Τον Καταδικάζουμε για αμαρτήματα που και εμείς θα κομίζαμε αν ήμασταν στην θέση του.
Τον κυνηγάμε γιατί τόλμησε να κάνει αυτό που εμείς δεν τολμούσαμε. Το ζηλεύουμε για το
θάρρος που ποτέ δεν είχαμε. Για το ρίσκο που πήρε και ποτέ εμείς δεν πήραμε.
Σε αυτή την περίπτωση χωρίς να το αντιληφθούμε δεν στρεφόμαστε εναντία στην πράξη
του, αλλά ενάντια στην θέση που κατέχει. Στρεφόμαστε εναντίον του για την θέση και
κοινωνική κατάσταση που έχει και που εμείς δεν καταφέραμε να εξασφαλίσουμε στον
εαυτό μας. . Με λίγα λόγια τον κατηγορούμε και τον καταγγέλλουμε για τι δεν ήμαστε στην
θέση του.
Σε καθημερινό επίπεδο λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι, το εξιλαστήριο θύμα είναι ένα
προϊόν κοινωνικής ζηλοφθονίας.
Κερεντζής Λάμπρος
πίνακας: David Jon Kassan

Απλότητα και Απλοϊκότητα

Σύμφωνα με τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας, ο “απλός” παρουσιάζεται σαν


ανεπιτήδευτος, ειλικρινής, ευθύς, συνηθισμένος ενώ ο "απλοϊκός" σαν άδολος,
απονήρευτος, ανεπιτήδευτος, όχι έξυπνος, αγαθός, αφελής. Αυτές οι ερμηνείες είναι τόσο
κοντά ώστε πολλές φορές να εμπλέκονται στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε, ή να
ορίσουμε κάποιες ιδέες, απόψεις και κοινωνικές καταστάσεις. Σε αυτό το “μπλέξιμο” η λέξη
της οποίας η ερμηνεία "χάνει" σε σχέση με την άλλη, είναι η απλότητα. Έτσι η απλότητα,
στην μικρή μας χώρα ερμηνεύεται συχνά σαν απλοϊκότητα, και η απλοϊκότητα ερμηνεύεται
σαν απλότητα, δηλαδή με την έννοια του ανεπιτήδευτου, του ευθύ, του ειλικρινούς ενώ
στην ουσία πρόκειται περί του απλοϊκού, του απονήρευτου, του ρηχού, του αφελή.
Η απλοϊκότητα σαν απλότητα
α) Η φύση
Η απλότητα πηγάζει από την φύση. Η απλοϊκότητα διεκδικεί την “φυσικότητα” της
απλότητας. Ότι λοιπόν είναι “απλό” είναι και “φυσικό” και το αντίθετο. Παράδειγμα, η ζωή
των ζώων... είναι τόσο απλή. Όσον αφορά τον άνθρωπο η “φυσικότητα” επικαλείται και
στηρίζεται στις πρωταρχικές απλές ανάγκες του. Αυτές εκφράζονται μέσω δυο βασικών
ένστικτων, της επιβίωσης και της αναπαραγωγής. Η απλότητα της ζωής στηρίζεται στην
εκπλήρωση αυτών των βασικών αναγκών σαν απόδειξη της ύπαρξης και του τρόπου
λειτουργίας της. Πλείστα επίσης άλλα παραδείγματά αντλούν την δύναμή τους μέσα από
αυτή την απλοϊκή ερμηνεία. Με αυτό τον τρόπο η απλότητα επιβάλλεται και νοηματοδοτεί
την πραγματικότητα, σαν μια κατάσταση που δεν χρειάζεται προβληματισμό.
Σύμφωνα με την απλότητα σαν απλοϊκότητα, ο προβληματισμός και η πολυπλοκότητα είναι
“αφύσικη” αναζήτηση ερμηνειών που μπερδεύουν παρά διευκολύνουν. Η απλοϊκότητα
θεωρεί ότι πολυπλοκότητα εγκαθιστά μια “τεχνική” διαδικασία και ερμηνεία της ζωής. Έτσι
το καλό, εκφράζεται όχι με την σκέψη, αλλά από την οργάνωση της φύσης η οποία την
ξεπερνά. Η οποία προβάλλει την απλότητα που χρειάζεται ο άνθρωπος που δεν χρειάζεται
περαιτέρω προβληματισμό, αλλά απαντά στην αναγκαιότητα της φύσης. Έτσι ο άνθρωπος
που θεωρεί ότι η ζωή δεν είναι τόσο απλή και προσπαθεί να την κατανοήσει,
παρουσιάζεται σαν κάτι το αξιοπερίεργο και μη “φυσιολογικό”.
Η σοφία λοιπόν έγκειται στο να αποφευχθεί η πολυπλοκότητα. Που σημαίνει ότι η σκέψη
έρχεται να μπερδέψει το έργο της φύσης. Φύση και σκέψη λοιπόν βρίσκονται σε αντίθεση.
Η “φύση”, μιλάει για την ουσία των πραγμάτων αποδίδοντάς τους πάντα την φυσιολογική
τους πλευρά σε αντίθεση με την σκέψη, η οποία εισάγει ένα μηχανιστικό τρόπο
αντιμετώπισή της.
Η έννοια λοιπόν της απλοϊκότητας σαν απλότητας θεωρείται ότι ανήκει στους νόμους της
φύσης. Υποστηρίζει ότι η εξέλιξη των καταστάσεων εμπεριέχουν μια “φυσική” εξέλιξη της
οποίας η οργάνωση ξεπερνά την επιθυμία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος είναι και αυτός ένα
κομμάτι της οργάνωσης της ”σκέψης” της φύσης.
Αυτή η προσέγγιση προβάλλει την ζωή του του ανθρώπου σαν ένα “φυσικό” επακόλουθο
το οποίο υπόκειται στους φυσικούς νόμους. Η εξέλιξή του αποτελεί και αυτή το
περιεχόμενο αυτών των νόμων. Έτσι ο άνθρωπος δεν έχει παρά να το ακολουθήσει σαν
ένας εκτελεστής και όχι σαν δημιουργός του. Αποκτά την απλοϊκότητα της ζωής των ζώων
και των φυτών και υπακούει. Σύμφωνα με την φύση και τους νόμους της, το χρέος του δεν
έγκειται στο να πάρει αποφάσεις, αλλά να ακολουθήσει τις αποφάσεις που η φύση έχει
ορίσει. Έτσι η απλοϊκότητα σαν απλότητα προβάλει ότι η εξέλιξη των καταστάσεων σε
κοινωνικό, ψυχολογικό αλλά και πολιτικό επίπεδο απορρέουν από την “φύση” και την
οργάνωσή της. Η έννοια λοιπόν της απλοϊκότητας σαν απλότητας θέτει το κέντρο της ζωής
του ανθρώπου “φυσικά”... εκτός αυτού.
β) Η θρησκεία
Εκτός από την απλότητα σαν στοιχείο προσέγγισης της φύσης, πρέπει να αναφέρουμε ότι η
απλότητα πηγάζει επίσης από την θρησκεία και την ερμηνεία της ζωής μέσα από το δικό της
πρίσμα. Δηλαδή η πραγματικότητα σαν φυσιολογικότητα πηγάζει από το λόγο του θεού - ο
οποίος είναι ο Δημιουργός της φύσης - μέσω του οποίου ο πιστός δεν έχει τίποτα να
ανακαλύψει με την πράξη του, παρά να ακολουθήσει και να επικυρώσει το λόγο και το
κήρυγμα του.
Δηλαδή η απλότητα των κοινωνικών καταστάσεων και του σύμπαντος έτσι όπως το έχει
σχεδιάσει η κάθε θρησκευτική πίστη, ζητά από το υποκείμενο να προσαρμόσει την πράξη
του σε αυτή, σαν ένα εκτελεστικό στοιχείο, ήδη προαποφασισμένων καταστάσεων, παρά
σαν μια πράξη η οποία αποτελεί στοιχείο αναζήτησης και ανακάλυψης της ζωής και
συγχρόνως στοιχείο κατασκευή της.
Η πράξη του πιστού στοχεύει την επικύρωση του λόγου του κυρίου και όχι του δικό του
λόγου. Έτσι η απλοϊκότητα σαν απλότητα, σύμφωνα με την θρησκευτική προσέγγιση, όπως
και με την “φυσική”. Δεν απαιτεί από το υποκείμενο να είναι πρωταγωνιστής και
παραγωγός της ζωής του, αλλά του ζητά να είναι πιστός εκτελεστής του λόγου του “άλλου”,
δηλαδή του θεού που ισούται με την “φύση”.
Η απλοϊκότητα σαν απλότητα λοιπόν μέσω αυτών των ταυτίσεων των ερμηνειών
ιδιοποιείται τη “φυσικότητα” καθώς και της “θρησκευτικότητα” στην ερμηνεία των
κοινωνικών γεγονότων. Υπερτονίζει την δύναμη τους σαν φαινόμενα που δεν επηρεάζονται
από τον ανθρώπινο παράγοντα. Με αυτό τον τρόπο αποζητάν την αποδοχή, την υπομονή
και την υποταγή στα γεγονότα σαν “φυσικά” ή “θρησκευτικά”. Η βούληση του ανθρώπου
μπροστά τους φαίνεται τόσο μικρή και τόσο παράλογη στην τάση της να κάνει κάτι
πολύπλοκο που φαίνεται τόσο απλό.
Η ανθρώπινη βούληση, στα πλαίσια της απλοϊκότητας σαν απλότητας, η οποία χρειάζεται
την αμφισβήτηση, την αναζήτηση για να δημιουργήσει ή να καταφύγει σ' ένα άλλο πλαίσιο
αναφοράς, όπως αυτό της επιστήμης, μπορεί να θεωρηθεί παράλογη. Η τάση του
αναστοχασμού, και επανακαθορισμού των καταστάσεων δεν ακολουθεί, σύμφωνα με τα
παραπάνω την “φυσικότητα” των καταστάσεων. Σε αυτή την περίπτωση η πολυπλοκότητα
αποτελεί στοιχείο “αφύσικο” που εναντιώνεται στο λόγο του θεού. Με αυτή την μορφή η
απλότητα που ερμηνεύεται σαν απλοϊκότητα αποζητά περισσότερο την εκτέλεση παρά την
δημιουργία, την προσαρμογή, παρά την ελευθεριά.
Η απλοϊκότητα
Επειδή η απλοϊκότητα σαν απλότητα εξαπλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη της
καθημερινότητας του υποκειμένου, θα προσπαθήσουμε να προβάλουμε τα χαρακτηριστικά
με τα οποία κατακλύσει την πραγματικότητα.
α) Η ευκολία
Η απλοϊκότητα σαν τρόπο να βλέπουμε την πραγματικότητα, εμπεριέχει μια αφέλεια, που
όπως είπαμε, παρουσιάζεται σαν απλότητα, έτσι ώστε να νομιμοποιεί την στάση του
υποκειμένου που την επικαλείται σαν άδολου, απονήρευτου ή ανεπιτήδευτου. Αυτή η
πλευρά της απλοϊκότητας με την οποία “ντύνεται” η καθημερινότητα, εκφράζεται σε όλα τα
επίπεδα της την κοινωνικής ζωής.
Εκτός από την έλλειψη προβληματισμού που διαφημίζει, προβάλει επίσης την επιδίωξη της
ευκολίας σαν στοιχείο ευφυίας του υποκειμένου. Έτσι οποιαδήποτε δυσκολία, αποτελεί
στοιχείο αναίτιας κούρασης και στείρου προβληματισμού. Η αναζήτηση της ευκολίας, η
οποία αποτρέπει το υποκείμενο τόσο από την κατανάλωση σκέψης, όσο και ενέργειας για
να κατανοήσει τον κόσμο και τον εαυτό του, αποτελεί βασικό στοιχείο κοινωνικής
αξιολόγησης.
Η απλοϊκότητα βασίζεται στην ακούραστη εναλλαγή του ίδιου τοπίου. Ενός κοινωνικού
τοπίου του οποίου η “κλεμμένη” φυσικότητα της απλότητας δηλώνει την φυσιολογικότητα
της. Την φυσιολογικότητα ενός τοπίου, νοητικού ή πραγματικού το οποίο δεν θα πρέπει να
προβληματίζει, αλλά να προκαλεί την “απλή” αντίδραση του υποκειμένου σαν μια
αντανακλαστική κοινωνική διεργασία που δεν έχει σαν στόχο την αλλαγή, αλλά την
συνέχεια, που δεν έχει στόχο την δημιουργία, αλλά την αναπαραγωγή.
Η πολιτική, η οικονομία, η κοινωνία προσανατολίζονται προς την εύκολη λύση των
πραγμάτων όπου επικρατεί αυτό που “φαίνεται” και όχι αυτό που “είναι”. Αυτό που
“φαίνεται” είναι η απλοϊκότητα που εκλαμβάνεται σαν απλότητα που σημαίνει
“φυσικότητα”. Αυτό που “είναι” εμπεριέχει την πολυπλοκότητα και τον προβληματισμό
που σημαίνει απομάκρυνση από την “φύση”. Το “φαίνεστε” στηρίζεται στην κατοχή των
αντικειμένων, ενώ το “είναι” στην κατοχή του εαυτού.
Η κατοχή των αντικειμένων ορίζει την αίσθηση του εαυτού σαν κτήτορα ενός μέλλοντος
που δεν το ορίζει. Έτσι η ευκολία των πραγμάτων ξεκινάει από την καθημερινότητα και
καθορίζει το διαχρονικό περίπλου μιας ζωής αφιερωμένης στην απλότητα της κατοχής και
την ευκολία της χρησιμοποίησης. Η ζωή μέσα από την απλότητα της σκέψης, αφιερώνεται
στην αναζήτηση της ευκολίας. Η ευκολία είναι το κεντρικό στοιχείο που της προσφέρει ένα
νόημα. Όσο πιο απλά είναι τα πράγματα τόσο πιο σημαντικά είναι. Έτσι τα “δύσκολα” είναι
μια πρόκληση και ένα έξυπνο άτομο καθορίζεται σαν τέτοιο μόνο από την ικανότητα του να
μπορεί να τα αποφεύγει.
β) Η χαλάρωση
Πάντα οι “απλοί” άνθρωποι δεν αγαπάνε την πολυπλοκότητα και την δυσκολία, αλλά και η
πολυπλοκότητα δεν τους επισκέπτεται ποτέ. Έτσι προτιμάνε να προβληματίζονται με το
απλό που σημαίνει συντόμευση του χρόνου προβληματισμού, και επίλυση σε τακτά
χρονικά διαστήματα προβλήματα που άλλοι, οι δυσκοίλιοι της πολυπλοκότητας,
καταστρέφουν την φαιά ουσία τους για κάτι που δεν θα τους αποδώσει, κατά την γνώμη
τους, τίποτα στο τέλος.
Η απλοϊκότητα προσδίδει στην ζωή μια διάθεση χαλαρότητας και προσβασιμότητας σε
αντί-αγχοτικά μεγαλεία του εσωτερικού και εξωτερικού καθισιού, με το εγκέφαλο να
ξεκουράζεται πάνω σε εικόνες που κανείς συμβολισμός ή κανένα σημαίνον και
σημαινόμενο δεν μπορεί να διαπεράσει το χοντρό δέρμα της ευτυχίας του τίποτα, το οποίο
χαρακτηρίζει την ευκολία του αύριο με τον ίδιο τρόπο που χαρακτήριζε την ευκολία του
χθες.
Όσο πιο απλά νοήματα κατακλύζουν το σύμπαν τόσο το σύμπαν γίνεται συμπαθητικό και
βοηθάει στην ζεστασιά της ηρεμίας και της αποφυγής του άγχους που προσφέρει η ζωή.
Εργασία, σχέσεις, διασκέδαση, όλα περνάνε από το σουρωτήρι της απλοϊκότητας με τέτοιο
τρόπο ώστε τίποτα να μην είναι προβληματικό ακόμα και όταν προβληματίζει.
γ) Η σταθερότητα
Η απλοϊκότητα βέβαια αποτελεί και το βασικό στοιχείο του κοινωνικού συστήματος το
οποίο οικοδομεί την παρουσία του πάνω στην αποφυγή του στοχασμού και του
προβληματισμού. Ενός συστήματος που παραμένει στην εικόνα και τις απλές περιγραφές
των καταστάσεων και όχι την ουσία τους. Η εικόνα και μόνο αυτή μαρτυρά το εύρος της
πραγματικότητας και δεν έχει να κρύψει τίποτα από πίσω. Σε αυτό το σύστημα αναφοράς,
μια απλή λεξούλα, μια φράση, μια πληροφορία που δεν διασταυρώνεται μπορεί να
εκφράσει το έναυσμα της απλοϊκότητας, αλλά και της απολυτοποίησης των καταστάσεων.
Μπορεί να θεωρηθεί σαν ουσιαστική αλήθεια και να υιοθετηθεί σαν ευαγγέλιο, μέσα σε
λίγες στιγμές.
Σύμφωνα με τους νόμους της απλοϊκότητας, ατελείωτες στρατιές ευφυών δημοσιογράφων
ψάχνουν τις απλές λεξούλες που θα κατασκευάσουν το σλόγκαν που θα καθορίσει το
νόημα της “απλής” καθημερινότητας. Ατελείωτοι κατασκευαστές της πραγματικότητας
οικοδομούν το σύμπαν της απλοϊκότητας με υπερπαραγωγές της βιομηχανίας του
θεάματος όπου η σκέψη εγκλωβίζεται ανάμεσα στο καλό και το κακό, ανάμεσα στο άσπρο
και το μαύρο, ανάμεσα στο πάνω και το κάτω. Όπου ο κακός γίνεται η ευκαιρία να
δικαιολογήσει την βία του ο καλός.
Όλοι προσπαθούν να παρουσιάσουν την απλοϊκότητα σαν την ουσία της ύπαρξης.
θεωρώντας την πολυπλοκότητα, όπως είπαμε, σαν παρά φύση ενέργειες ατόμων που
διαταράσσουν το σύμπαν των καθημερινών διαδρομών της μονιμότητας και της
σταθερότητας των δεδομένων. Διότι αυτό που θέλει να φέρει η απλοϊκότητα είναι η
σταθερότητα. Είναι η ομοιότητα της εναλλαγής των παραστάσεων της καθημερινότητας με
τέτοιο τρόπο ώστε τίποτα να μην μαρτυρά ότι κάτι αλλάζει, έτσι ώστε η εναλλαγή των
παραστάσεων να μην διαταράσσει την απλότητα και την απολυτότητα του χρόνου, αλλά
και του χώρου.
Η απλοϊκότητα δεν έχει λοιπόν πολλές διαστάσεις, τις αποφεύγει. Η μονοδιάστατη
παρουσία της ακουμπά πάνω στην διαμόρφωση της ευκολίας του πολίτη. Μέσα από την
ευκολία και την αποφυγή της κούρασης και του προβληματισμού, τον καλεί να την
αγοράσει με μια απλή κίνηση.
Η απλοϊκότητα βρίσκεται κρυμμένη μέσα σ' όλα τα καταναλωτικά γκατζετ που
διατυμπανίζουν την απλοποίηση της πολυπλοκότητας σε όλα τα επίπεδα της
καθημερινότητας. Η τάση τους είναι να πείσουν το υποκείμενο ότι, ότι συμβαίνει,
συμβαίνει διότι πρέπει να συμβεί για την δική του ελευθερία, και να το πείσουν να το
αποδεχτεί σαν τέτοιο χωρίς προβληματισμούς και αντιρρήσεις.
Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε κανένα κρυφό διατροφικά τοποθετημένο νόημα στην
πραγματικότητα. Η ευκολία των πραγμάτων δεν θέλει να υπάρξουν αναταράξεις σε αυτό
που έχει συμβεί από τότε που το υποκείμενο αντιλήφθηκε τον κόσμο. Ο κόσμος είναι
δεδομένος και πρέπει να τον δεχτούμε σαν τέτοιον. Έτσι το πολιτικοοικονομικό σύστημα
εργάζεται για να ανοίξει τον δρόμο σε μια προσέγγιση η οποία επιβεβαιώνει την ικανότητα
του υποκειμένου στην πρόσβαση της απλότητας και του εύκολου. Στην επιβεβαίωση εκ
μέρους του, της ικανότητας να αντιλαμβάνεται με ταχύτητα την πραγματικότητα και να μην
χρειάζεται καταχθόνιες αναλύσεις και το πεθαμένο χρόνο των συγκρίσεων και των
συγκινήσεων. Έτσι με κανένα τρόπο δεν μπορεί να επαναστατήσει για το δίκιο που δεν
αποδίδεται, για την αλήθεια που κρύβεται, για την κοροϊδία που κατασκευάζεται, ακόμα
και αν επιβάλλονται στον ίδιο.
Εδώ κάνει κρυφά την εμφάνισή του ο φόβος! Η συστημική καλλιέργεια του φόβου ότι
κάποιος άλλος, είναι έτοιμος αν πάσα στιγμή να επιβουλευτεί το υποκείμενο, να το
κοροιδεύσει και να το εκμεταλλευτεί, αποτελεί το βασικό στοιχείο ενός κοινωνικού
συστήματος που καλλιεργεί την απλοϊκότητα της σκέψης. Συγχρόνως όμως αυτή η μορφή
σκέψης κρύβει και την αυτό-υποτίμηση της. Ο φόβος είναι η προσπάθεια του πολιτικού-
οικονομικού συστήματος να διατηρήσει τη σταθερότητα της κοινωνίας εξασφαλίζοντας την
δική του παρουσία.
δ) Η παιδικότητα
Ο κόσμος πρέπει να μείνει αναλλοίωτος με το πέρασμα του χρόνου, με τέτοιο τρόπο ώστε
να κρατηθεί η πρώτη παιδική εντύπωση, η οποία δεν είχε τίποτα να ψάξει, τίποτα να
ανακαλύψει, τίποτα να φέρει στην επιφάνεια που θα μπορούσε να δημιουργήσει
πρόβλημα στην απλοϊκότητα της αντίληψής. Άρα η ευκολία των πραγμάτων πρέπει να
κρατήσει την παιδικότητα στο βλέμμα που απευθύνεται στη πραγματικότητα. Να
διατηρήσει τα μιμητικά πρότυπα μιας συμπεριφοράς που αναπλάθει την εποχή μιας
ευτυχισμένης ηλικίας την οποία το υποκείμενο όχι μόνο δεν θέλει να εγκαταλείψει, αλλά
επιζητά να κρατήσει τις τότε εντυπώσεις του, σαν βασικά στοιχεία οικοδόμησης ενός
αμετακίνητου μέλλοντος και μιας επαναλαμβανόμενης παιδικής σιγουριάς.
Η απλοϊκότητα λοιπόν έχει κάτι από την παιδικότητα και την διακρίνει εκείνο το πείσμα του
βρέφους που δεν θέλει να εγκαταλείψει την αγκαλίτσα της μαμάς του ψάχνοντας
απεγνωσμένα να την αντικαταστήσει με ότι μοιάζει με αυτή. Η αναζήτηση της απλότητας
των πραγμάτων, αυτή την απροβλημάτιστη εποχή προσπαθούν να αναπαράγουν. Αυτή την
διάσταση του παιδικού προβληματισμού που το μόνο που το ενδιαφέρει είναι η επίλυση
των βασικών αναγκών του ανθρώπου, επιβίωση και αναπαραγωγή. Η επιβίωση (τροφή) και
η αναπαραγωγή (σεξ) είναι ανάγκες μέσω της εκπλήρωσης των οποίων, η παιδική ηλικία
αντλεί το νόημα και την αξία της ζωής. Από την στιγμή που η επίλυσης τους έχει
εξασφαλιστεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Τίποτα δεν μπορεί να διαταράξει την ροή του
χρόνου και την απόλαυση του περάσματος του χωρίς βία και κούραση. Το βίωμα ενός
χρόνου που περνάει χωρίς κανένα ζόρι, είναι το μέγιστο αγαθό που μπορεί να στοχεύει το
απενεργοποιημένο υποκείμενο.
ε) Η κατανάλωση
Και δεν είναι μόνο το υποκείμενο που διαλέγει αυτή την στάση ζωής. Είπαμε ότι η
παθητικότητα και η δυνατότητα αποφυγής της κούρασης σε οποιαδήποτε μορφή της είναι
η υλική απόδειξη της εξυπνάδας του εκάστοτε υποκειμένου. Η βόλεψη, με τον έναν ή τον
άλλον, τρόπο αποτελεί την ικανότητα ελιγμών απέναντι στις απαιτήσεις ενός παράλογου
συστήματος έρευνας και αποδείξεων καταστάσεων που καμία σημασία δεν έχουν για την
επιβίωση. Απλά έρχονται να μπερδέψουν την απλότητα με την οποία μπορεί να
αντιμετωπιστεί η πραγματικότητα. Στην ουσία ολόκληρα κοινωνικά συστήματα για τα οποία
ο προβληματισμός είναι ένας δρόμος χωρίς διέξοδο, στηρίχτηκαν σε αυτή την πίστη.
Στηρίχτηκαν στην αποδοχή του αυτονόητου και την αποφυγή των ερμηνειών και των
αποδείξεων οι οποίες αναγκάζουν τα υποκείμενα να ψάχνουν την μορφή αλλά και τον
τρόπο της ζωής τους.
Η τάση του καπιταλισμού είναι αυτή. Είναι η απροβλημάτιστη κατανάλωση του έτοιμου,
του γρήγορου και του απλού με το οποίο έχει μασκαρευτεί η ζωή για να μοιάζει ελκυστική.
Δεν χρειάζεται σκέψη σου λέει, εσύ μόνο μπορείς να απολαμβάνεις αυτό που άλλοι
σκέπτονται για εσένα.
Παντού και πάντοτε υπάρχουν έμποροι-καλοθελητές που πουλάνε την απλότητα σε κάθε
αντικείμενο και κάθε ιδέα. Είναι στην υπηρεσία του υποκειμένου για να γίνει η ζωή του πιο
απλή, πιο εύκολη. Ο προβληματισμός ανήκει σε αυτούς. Είναι οι επαγγελματίες του
προβληματισμού που ανοίγουν το δρόμο στην ευκολία ζωής του υποκειμένου, πουλώντας
ακριβά την απλότητα των πραγμάτων. Χαρούμενοι τηλεπαρουσιαστές και διασκεδαστές
όλων των τύπων συνωστίζονται, σκοτώνονται κάθε βράδυ για να γίνουν τα πράγματα όσο
πιο απλά γίνεται. Συναισθήματα που τρέφουν με την αφθονία του τις οθόνες του εύκολου
και του απλού. Προβάλουν την ευτυχία του θεατή και τον ύπνο που επιτυγχάνεται με
ανοιχτά μάτια. Συγχρόνως και το υποκείμενο αναζητά και υιοθετεί αυτόματες, έτοιμες
απαντήσεις σε προβλήματα τα οποία δεν αφήνει να τον προβληματίσουν με αυτή την ιδέα
μεγάλωσε.
Η απλότητα
Εκείνο όμως το οποίο θα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι, άλλο είναι η απλότητα και άλλο η
απλοϊκότητα.

Η απλοϊκότητα βοηθάει την σκέψη να κοιμηθεί, αλλά και όταν ξυπνάει... να ξυπνάει σε
ένα κόσμο κοιμισμένο. Η απλότητα εκφράζει το μέγεθος της “αγρύπνιας”, όπου και ο
ύπνος είναι ένα τοπίο που βιώνεται με ανοιχτά μάτια.
Η απλότητα λοιπόν αποτελεί ένα στοιχείο εξυπνάδας. Μέσω της απλότητας το υποκείμενο
οδηγείται μετά από μια προσεκτική ανάγνωση της πραγματικότητας στην επίλυση μιας
πολύπλοκης κατάστασης. Κάνει πιο ξεκάθαρα τα πράγματα ώστε η κατανόηση τους να γίνει
πιο εφικτή και δυνατή. Έτσι η απλότητα οδηγεί στην ουσία των πραγμάτων.
Σε κοινωνικό επίπεδο βοηθάει στην αποδέσμευση του υποκειμένου από αντικρουόμενες
καταστάσεις που βαλτώνουν την σκέψη και την πράξη με τις περίπλοκες ερμηνείες τους.
Μπορεί να οδηγήσει σε μια ξεκάθαρη ερμηνεία μιας παραφορτωμένης σκέψης, μιας ιδέας,
μιας κατάστασης. Για να το πετύχει αυτό επικαλείται την εμπειρία και την γνώση που έχει
αποκομίσει από τα διαδοχικά επίπεδα της ζωής. Δηλαδή στηρίζεται περισσότερο στην
αυτογνωσία παρά στην υιοθέτηση της έτοιμης γνώσης που περιπλέκει τα πράγματα.
Στο επίπεδο των σχέσεων επίσης έρχεται να “ξεμπερδεύσει” και κάνει πιο ξεκάθαρα τα
συναισθήματα. Το υποκείμενο είναι έτοιμο να δεχτεί την κατάσταση σαν κάτι που απορρέει
από μέσα του, δίνοντας σημασία περισσότερο στο βίωμα του, παρά σε αυτό που λένε οι
άλλοι. Η απλότητα σε αυτή την περίπτωση εμπεριέχει την ποιότητα του βλέμματος καθώς
και τη προσοχή στην πραγματικότητα.
Η απλότητα δηλώνει μια κατάσταση ανεξαρτησίας του υποκειμένου. Δηλώνει μια
δυνατότητα αποστασιοποίησης, πράγμα που προϋποθέτει την γνώση, αλλά και την
προσέγγιση της πραγματικότητας με όση αντικειμενικότητα μπορεί. Η απλότητα λοιπόν
εμπεριέχει την ικανότητα της αποστασιοποίησης από τον εαυτό, για την κατανόηση των
γεγονότων και την αντιμετώπισής τους. Εμπεριέχει την ικανότητα ψυχραιμίας και δίκαιης
κατανομής του φόβου ή της χαράς. Μέσα από αυτή την γνωστική διαδικασία κερδίζεται η
δίκαιη αντιμετώπιση της πραγματικότητας ενάντια στον τρόμο που μπορεί να διασπείρει
στο καθένα.
Η γνώση λοιπόν δημιουργεί την απλότητα.
Άρα η απλότητα είναι η κατάσταση που παράγεται μόνο από την κατανόηση της
πολυπλοκότητας πράγμα που την διαφοροποιεί από την απλοϊκότητα.
Κερεντζής Λάμπρος
Φωτο: Toon Tullemans

Κύριε Τσίπρα...
Κύριε Τσίπρα λυπάμαι αλλά... είσθε πολύ μικρός σε ηλικία για να γίνετε ο πατέρας του
έθνους. Μόνο για αδελφός κάνετε, ή το πολύ για κολλητός. Ο λαός διψά για ένα
ΠΑΤΕΡΟΎΛΗ που θα καταλάγιαζε το άγχος της υπευθυνότητας της ζωής του, μόνο και μόνο
με την γερασμένη του παρουσία.
Κύριε Τσίπρα, σαν πρότυπο μας αφήνετε ακάλυπτους και τα φαντασιακά σενάρια
παρατημένων, ορφανεμένων ψυχών στις λεωφόρους της παγκοσμιοποίησης
βρικολακιάζουν τις νύχτες και τις ημέρες μας.
Μάταια ψάχνουμε την μεστότητα των ρυτίδων στο πρόσωπό σας, δεν μας βγαίνει καθόλου.
Και δεν έχει να κάνει με τις πράξεις...όχι έχει να κάνει με την παιδικότητα που ξυπνάει μέσα
μας την δική μας παιδικότητα και το άγχος της ανασφάλειας από αυτή.
Η νεανικότητα σας μαρτυράει έλλειψη εμπειρίας, ενώ τα γερασμένα πρότυπα ηγετών οι
οποίοι δικαίωναν με την αυταρχική παρουσία τους την καταπίεση και τον περιορισμό, και
δημιουργούσαν το αίσθημα της ασφάλειας τόσα χρόνια.. μας λείπει .
Χάθηκε να είσθε ένας “γέρος της δημοκρατίας” ένας “πατέρας του έθνους” , ένας “ηγέτης”
που σήκωσε τον ήλιο ψηλά! Εσείς τι είσθε; Πως μπορείτε να κάνετε το λαό να φαντασιωθεί
την γαλήνη μέσα στο βλέμμα σας, να αφεθεί στα πολύπειρα χέρια σας με ηλικιακή πυγμή
ανάμεσα στα δάκτυλά τους.
Σας το ξαναλέω ένα ΠΑΤΕΡΟΥΛΗ ψάχνει ο λαός και όχι έναν αδελφό. Κάποιον που να είναι
πάνω από αυτόν, κάποιον που να αναλάβει να το πάρει στην αγκαλιά του και να τον
νανουρίσει με λόγια που φέρνουν όμορφα όνειρα και μαγικές σκέψεις. Κάποιον που θα τον
κάνει να “γυρίσει” στην παιδική του ηλικία, τότε που όλα ήταν ήσυχα, ήρεμα και απλά. Τότε
που δεν ευθυνόταν για τίποτα.
Κύριε Τσίπρα... λυπάμαι...

Πολιτική και Mαγεία


8-10 minutes
Ο μύθος και η πολιτική
Ο μύθος είναι μια ιστορία, ένα παραμύθι που έρχεται και ασφαλίζει την εξέλιξή των
κοινωνικών καταστάσεων ερμηνεύοντας την ανάπτυξη τους με όρους που ξεπερνούν την
πραγματικότητα. Το περιεχόμενό του άλλες φορές ιδεολογικό, άλλες συναισθηματικό έχει
σαν στόχο να απλοποιήσει τις δύσκολες και την “αγριότητα” τους και να παρουσιάσει ένα
διέξοδο.
Ο μύθος τροφοδοτείται και τροφοδοτεί το ασυνείδητο και έχει να κάνει με το θρησκευτικό
υπόβαθρο των πολιτισμών. Έχει να κάνει επίσης με ασυνείδητες επιθυμίες, φόβους και
αγωνίες και γενικά ανασφάλειες, των οποίων η λύση πολλές φορές δεν υπολογίζει τις
αντικειμενικές συνθήκες, αλλά τις “μαγικές” τελετουργίες αποφυγής. Κάτω από την πίεση
των συναισθημάτων της μη ικανοποίησης, της έλλειψης, της στέρησης καθώς και της
ματαίωσης, ο μύθος και η επιθυμία πραγματοποίησης, οδηγούν στην αποδοχή της
“μαγικής” λύσης σαν προοπτική της πραγματικότητας.
Το πολιτικό σύστημα τώρα, ξέχωρα από το ορθολογικότητα και το ρεαλισμό του απέναντι
στην πραγματικότητα, στην ουσία κρύβει ένα συνονθύλευμα από πίστεις, όνειρα,
ενστικτώδεις προσδοκίες που δεν θα ήταν άδικο να τις συγκρίνουμε με την προ-λογική
“μυθική” νοοτροπία των πρωτογόνων κοινωνιών.
Η καλλιέργεια της ψευδαίσθησης σαν στοιχείο της πολιτικής αποτελούσε και αποτελεί ένας
χώρο όπου ο πολίτης καλείται να εναποθέσει προσδοκίες, δοξασίες και επιθυμίες που ενώ
γνωρίζει ότι αντικειμενικά δεν ικανοποιούνται, εντούτοις μέσω της πολιτικής
παρουσιάζονται σαν στόχοι προς εκπλήρωση. Έτσι η πολιτική είτε “δεξιά” είτε “αριστερά”
παρουσιάζεται σαν να έχει στα χέρια της την συνταγή, τον τρόπο με τον οποίον η κοινωνία
θα βγει από από την δυσκολία. Μόνο που αυτή η λύση έχει χαρακτήρα ανορθολογικό,
εξωπραγματικό, και τέλος μαγικό. Αυτό που φαίνεται ότι έχει σημασία σε αυτή την
περίπτωση, είναι το πόσο ευχάριστα ακούγονται αυτές οι προτάσεις στα αυτιά του “λαού”.
Και πόσο μέσα στα δεινά που αντιμετωπίζει, αυτές οι προτάσεις υιοθετούνται, χωρίς
δεύτερη σκέψη, ψάχνοντας απεγνωσμένα μια αποσυμπίεση της κατάστασης.
Η σχέση πολιτικού-πολίτη
Για τους πολιτικούς η “μαγεία” τους εκφράζεται μέσα από τα λόγια-πυροτεχνίματα που
απλοποιούν τις καταστάσεις παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν τον σωτήρα που θα
διορθώσει όλα τα κακώς κείμενα, προσπαθώντας να κερδίσει την αποδοχή του κόσμου και
την εκλογή του. Σε αυτή την περίπτωση ο λόγος του έρχεται να προσφέρει απαντήσεις σε
όλα αυτά τα ερωτήματα που ζητούν λύσεις, χωρίς να υπολογίζεται ούτε από τον πολιτικό,
αλλά ούτε και από τον πολίτη η ορθολογικότητα τους. Σαν η σχέση πολιτικού-πολίτη, να
ξεφεύγει από τα δεδομένα της πραγματικότητας. Σαν να κατασκευάζεται μια μυστική
συμφωνία αποφυγής της και προσφυγής σε ένα μυθικό χώρο όπου από σχέση ενηλίκων
μετατρέπεται σε σχέση ενήλικα ανήλικου, όπου ο ενήλικος-πολιτικός, ο μπαμπάς ασφαλίζει
με τις λέξεις τον ανήλικο-πολίτη. Η ιστορία είναι γεμάτη από ξακουστούς μπαμπάδες
Αυτή την κατάσταση έχουμε να κάνουμε με την ταυτοποίηση της εξουσίας στο πρόσωπο
που την ασκεί. Σε αυτή την ταυτοποίηση ο πολίτης αναζητά την ισχύ στο πρόσωπο του
πολιτικού. Αποζητά την ασφάλεια και εκφράζει την ανάγκη της κάλυψης του από μια
πραγματικότητα που τον απειλεί, όπως θα έκανε ένα μικρό παιδί σε σχέση με τον γονέα
του. Συγχρόνως όμως αισθάνεται ότι αποφασίζει, ότι ελέγχει μέσα από τον αντιπρόσωπό
του την απειλητική πραγματικότητα.
Η ταύτιση σαν λειτουργία ενώ φαίνεται ότι στηρίζεται σε ρεαλιστικά δεδομένα, εντούτοις
εισχωρούν μέσα της φανταστικά χαρακτηριστικά τα οποίο “ακουμπούν” στο ατομικό και
συλλογικό ασυνείδητο. Η ταύτιση φέρνει πολύ εύκολα στο μυαλό πατρικές μορφές όπως
προέδρων, βασιλιάδων, του θεού κ.λ.π. Πράγμα που έχει να κάνει με τα παλαιότερα στάδια
ανάπτυξης τόσο του πολίτη όσο και της κοινωνίας Σε αυτά τα στάδια τόσο ο γονέας για το
παιδί όσο και ο ηγέτης για τον πολίτη - είτε στην πρωτόγονη κοινωνία, είτε στην σημερινή -
εξέφραζαν και εκφράζουν σαν πρόσωπα. την ισχύ. Ισχύ η οποία εξασφάλιζε και θα
εξασφαλίζει την βιωσιμότητα της κοινωνίας και κατ' επέκταση και του πολίτη.
Αυτό λοιπόν που μεγιστοποιεί την δύναμη του πολιτικού απέναντι στο πολίτη είναι η
μυθικές διαστάσεις που μπορεί να πάρει η παρουσία του. Ο πολίτης αφήνεται όπως ένα
μικρό παιδί να τον οδηγήσει ο πολιτικός εκεί που απλά φαντάζεται, αλλά δεν είναι
πραγματικό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δημιουργείται ένα φανταστικό κλίμα όπου το το
αδύνατο φαντάζει σαν μια ρεαλιστική προοπτική πλησιάζοντας την “μαγική σκέψη” παρά
την πραγματικότητα, κάτι που δεν συνειδητοποιείται, από τον πολίτη την δεδομένη στιγμή
αλλά πολύ αργότερα.
Βέβαια χρειάζεται να θυμηθούμε ότι στις δημοκρατίες την εξουσία δεν την ασκεί ένα
πρόσωπο αλλά περισσότερα, παρ' όλα αυτά τίποτα δεν εμποδίσει την αναζήτηση ενός
ηγέτη-πατέρα.
Η σχέση πολιτικής και λαού
Γενικά η προπαγάνδα απευθύνεται στα σκοτεινά τοπία του ατομικού και συλλογικού
ασυνειδήτου. Όσο δυσκολότερη είναι η πραγματικότητα τόσο περισσότερο και καλύτερα
λειτουργεί η μυθική σκέψη και τόσο πιο εύκολα ο πολιτικός μετατρέπεται σε ένα μάγο που
θα διασώσει την κατάσταση.
Η Απλοποίηση, η μεγιστοποίηση, η αλλοίωσης της κατάστασης αποτελούν πολλές φορές το
περιεχόμενο του πολιτικού λόγου θέλοντας να προσφέρει την ασφάλεια στο φοβισμένο και
τρομαγμένο λαό, σκοπεύοντας βέβαια στην εκλογή του.
Το ψέμα-μύθος του κάθε πολιτικού και εν γενικά της πολιτικής είναι ένα βασικό
λειτουργικό στοιχείο του κοινωνικού συστήματος. Κάθε πολιτικός λειτουργεί σε κομμάτι
αυτού του συστήματος. Ο λόγος του είναι και αυτός ένα μέρος ενός συστηματοποιημένου
θεσμικά λόγου, όπου ανεξάρτητα από την ιδεολογική του τοποθέτηση είναι αναγκασμένος
να απαντήσει στις μυθικές προσδοκίες του “λαού” χρησιμοποιούνται το μύθο που θα τον
οδηγήσει στην έξοδο από μια δυσάρεστη πραγματικότητα. Αν έλεγε την αλήθεια κανείς δεν
θα τον ψήφιζε, διότι και ο λαός την αλήθεια προσπαθεί να αποφύγει.
Σε αυτό το σημείο το πολιτικό σύστημα και η προσδοκία του πολίτη συναντούνται μέσα
από το μύθο. Όπως έλεγε ο Μουσουλίνι “ Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι υπερβολικά έτοιμος
να ακούσει αυτό που του αρέσει και ας είναι και ψέμα”.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες ανακαλύπτουμε ότι υπάρχει μια “συμφωνία” ανάμεσα στο
πολιτικό και τον πολίτη, ανάμεσα στην πολιτική και τον λαό, για αυτό που θα πει και αυτό
που θα ακούσει ο άλλος. Σαν αυτό που θα προτείνει η πολιτική είναι αυτό που θέλει να
ακούσει ο λαός.
Κατά την διάρκεια των εξαγγελιών λοιπόν, ο πολιτικός και πολίτης, η πολιτική και ο λαός,
βρίσκονται σύμφωνοι στη αντιμετώπιση της πραγματικότητας με μυθικές υπεκφυγές.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο πολίτης και κατ' επέκταση ο λαός, αποζητούν και συμφωνούν με την
“μαγική” δύναμη του πολιτικού και της πολιτικής, η οποία απαντά στο μυθικό περιεχόμενο
του ασυνειδήτου, ασφαλίζοντας τον απέναντι στην απειλή μιας απομυθοποιημένης
πραγματικότητας.
Η απογοήτευση όμως από το μη πραγματοποιήσιμο του εγχειρήματος, φαίνεται ότι στο
τέλος πέφτει όλη στην πλάτη του πολιτικού και της πολιτικής, όπως σε άλλες καταστάσεις
θα έπεφτε πάνω στους ώμους του γονέα. Η πολιτική και ο πολιτικός κατηγορούνται για το
ψέμα - μύθο που εκφράζουν και φαίνεται ότι ο πολίτης και γενικά ο λαός, δεν
αντιλαμβάνονται την δική τους συμμετοχής σε αυτό. Σαν να μην βλέπουν σε ατομικό και
συλλογικό επίπεδο την δική τους ροπή προς το μύθο. Την δική τους ανάγκη να ακούσουν
κάτι που θα τους ασφαλίσει ακόμα και αν δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Έτσι πολύ εύκολα ο κάθε πολίτης, αλλά και ολόκληρος ο λαός θεωρούν τον πολιτικό ψεύτη
και την πολιτική σαν απάτη, χωρίς να διακρίνει την συμμετοχή του στην κατασκευή αυτής
της απάτης. Βέβαια ο πολίτης που θα απογοητευτεί θα στραφεί σε κάποιο άλλο κόμμα και
σε κάποιον άλλον πολιτικό, ο οποίος με την σειρά του θα ανανεώσει την μυθική προσδοκία
του...
Σαν συμπέρασμα λοιπόν θα έλεγα να δεχτούμε ότι η μαγεία, ο μύθος, καθώς και το ψέμα
δεν είναι χαρακτηριστικά της πολιτικής και του πολιτικού, αλλά αποτελούν αποτέλεσμα
μιας κοινωνικής κατασκευής με την συμμετοχή του πολίτη και του λαού, όπου κάθε μέλος
αυτής της συνκατασκευής κερδίζει την μυθική, “μαγική” ηρεμία που αποζητά.
Κερεντζής Λάμπρος
πίνακας:Antonio Berni,

Κοινωνική κρίση και έκλυση ψύχωσης


11-13 minutes
Ο όρος «κρίση» δεν είναι ψυχαναλυτικός. Λαμβάνοντας την ετυμολογία του εκ του κρίνω
που σημαίνει αφενός διατυπώνω μια κρίση, αφετέρου διαχωρίζομαι, αποχωρίζομαι εξού
και το λατινικό crevi, κάθε κρίση, είτε κοινωνική είτε οικονομική είτε ηθική είτε τέλος
υποκειμενική, σχετίζεται με μια τομή, με μια ρωγμή. Κάτι νέο εισάγεται στις έως τότε
κοινωνικές ή υποκειμενικές συντεταγμένες -και μάλιστα, ως επί το πλείστον, αυτή η
εισαγωγή συντελείται βίαια- και οι προκείμενες καλούνται να βρουν κάποιους τρόπους
ώστε να επανέλθει μια καινούρια ισορροπία.
Όπως αναφέρει ο Ζ. Α. Μιλλέρ, «στην διάρκεια μιας κρίσης ο λόγος, οι λέξεις, οι συνήθειες,
οι ρουτίνες, ολόκληρος δηλαδή ο συμβολικός μηχανισμός, ξαφνικά αποδεικνύεται
ανεπαρκής για να στομώσει ένα πραγματικό που δεν κάνει παρά του κεφαλιού του»[1].
Σχολιάζοντας το παραπάνω ας υπογραμμίσουμε τα εξής:
Α) Η κρίση σχετίζεται με τον χρόνο, αντικειμενικό ή υποκειμενικό, η συνέχεια του οποίου
διατελεί σε εκκρεμότητα. Η κρίση μπορεί να διαρκεί ή να είναι βραχεία, οι συνέπειές της
όμως ως προς το πώς βιώνεται από το ίδιο το υποκείμενο, ποικίλλουν:
α) ο χρόνος μπορεί να σταματήσει, να παγώσει, για παράδειγμα μετά από έναν ψυχικό
τραυματισμό, συνέπεια ενός σεισμού,
β) ο χρόνος μπορεί να επιταχυνθεί σε σημείο που το άτομο να χάσει τις υποκειμενικές του
συντεταγμένες,
γ) μπορεί επίσης να ακινητοποιηθεί, συνέπεια ενός πένθους που βυθίζει, για παράδειγμα,
το υποκείμενο σε μια κατάθλιψη,
δ) είτε, τέλος, το υποκείμενο να βρεθεί εκτός χρόνου μέσα από μια αυτοκτονική διάπραξη.
Β) Η κάθε κρίση σχετίζεται επίσης με το συμβολικό σύστημα, δηλαδή με τη γλώσσα η οποία
ενώπιον της κρίσης, υψώνει ένα τοίχος. Οι λέξεις, σε έναν πρώτο χρόνο, αδυνατούν να μας
δώσουν μια εξιστόρηση για το τι συνέβη, μια επικοινωνία περί του τραυματικού γεγονότος,
η γλώσσα λοιπόν βρίσκεται ενώπιον του αδύνατου να αντέξει, του ανείπωτου, αυτού που
δεν μπορεί να φανταστεί οπότε ο συμβολικός ιστός καθίσταται αδύνατος,
αναποτελεσματικός.
Γ) Τέλος, θα πούμε ότι αυτή η αδυνατότητα του συμβολικού να ανταπεξέλθει της κρίσης
σχετίζεται με την οπή που διανοίχτηκε σε αυτό εξαιτίας της παρείσφρησης του
πραγματικού. Τι είναι το πραγματικό; Ας σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ψυχανάλυση, η
έννοια του πραγματικού διαφέρει της έννοιας της πραγματικότητας. Το πραγματικό είναι
εκτός νοήματος, το αδύνατον προς συμβολοποίηση και κατ’ επέκταση εκτός απώθησης.
Στο γραπτό του «Το Σεμινάριο για ″Το κλεμμένο γράμμα″» ο Λακάν αναφέρει ότι ο
αυτοματισμός της επανάληψης «έχει τη βάση του σε ό,τι αποκαλέσαμε εν-ιστάμενη εμμονή
(insistence) της σημαίνουσας αλυσίδας και αυτήν την έννοια την αναδείξαμε ως σύστοιχη
με την εξ-ιστάμενη τοπική (ex–sistence) όπου πρέπει να τοποθετήσουμε το υποκείμενο του
ασυνειδήτου…»[2].
Ο όρος της εξ-ιστάμενης τοπικής ορίζει το πραγματικό και αφορά έναν πυρήνα εκτός
συμβολικού και φαντασιακού. Με άλλα λόγια ο εν λόγω όρος είναι ετερογενής τόσο προς
το συμβολικό όσο και προς το υποκείμενο και δείχνει την έκκεντρη θέση του υποκειμένου
του ασυνειδήτου. Πέραν λοιπόν της επανάληψης το υποκείμενο, ως υποκείμενο του
ασυνειδήτου, λαμβάνει την καταγωγή του από ένα ετερογενές στοιχείο, ένα υπόλοιπο που
είναι δείκτης απόλαυσης, εκτός συμβολοποίησης.
Κατά την διάρκεια κοινωνικών κρίσεων παρατηρούνται αλλαγές, είτε θετικές είτε
αρνητικές. Μια οικονομική κρίση, ένας πόλεμος για παράδειγμα, μπορεί να συνιστά
κίνητρο για ένα υποκείμενο ώστε να επινοήσει νέους τρόπους παραγωγής για να
ανταπεξέλθει της κρίσης. Οι τέχνες επίσης, κατά την διάρκεια μιας κρίσης, αναπτύσσονται
διαφορετικά, καινοτομούν, δημιουργούνται νέα ρεύματα. Από την άλλη πλευρά, επειδή μια
κρίση φέρνει το υποκείμενο στα ψυχικά του όρια και δη στην υπερπήδηση αυτών των
ορίων, η κρίση συντελεί με την σειρά της στην έκλυση των συμπτωμάτων του.
Στην νεύρωση εκδηλώνεται άγχος, πανικός και κάθε είδους νευρωτικά συμπτώματα –
φοβικά, ψυχαναγκαστικά, υστερικές σωματομετατροπές κλπ. Το νευρωτικό υποκείμενο
μπορεί πιο εύκολα να ανταπεξέλθει μιας κρίσης, η αποδιοργάνωσή του είναι, θα λέγαμε,
μερική. Αντίθετα, στην ψύχωση έχει παρατηρηθεί ότι κατά τη διάρκεια μιας κρίσης μπορεί
να πυροδοτηθεί ένα ψυχωτικό επεισόδιο. Το ψυχωτικό υποκείμενο είναι πιο επιρρεπές
κατά την διάρκεια κοινωνικών κρίσεων να υποστεί βαθύτερες αποδιοργανώσεις και
αποσταθεροποιήσεις που αγγίζουν την υποκειμενική του ταυτότητα και τούτο συμβαίνει
διότι η πατρική μεταφορά, δηλαδή το οιδιπόδειο σύμπλεγμα ή τα υποκατάστατά του, δεν
εγγράφονται υπό μορφή απώθησης και φαντασίωσης στην δομή του.
Πιο ειδικά, αυτό παρατηρήθηκε αρχικά στην περίπτωση Λαντρύ[3]. Επρόκειτο για έναν
έγγαμο άνδρα, πατέρα δυο παιδιών, ο οποίος κατά την διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου
πολέμου προέβη σε είκοσι τέσσερις εγκληματικές διαπράξεις. Ο πόλεμος δηλαδή ως
οικονομική κρίση συντέλεσαν στην έκλυση της ψύχωσής του η οποία εκδηλώθηκε υπό
μορφή εγκληματικών διαπράξεων. Στην δίκη του ομολόγησε ότι προέβη σε αυτές τις
διαπράξεις υπό το κράτος οικονομικής δυσπραγίας και ότι οι άτυποι αρραβώνες με τις
άτυχες γυναίκες που τις έκαιγε σε έναν φούρνο για να εξαφανίσει τα ίχνη τους, είχαν ως
στόχο τα περιουσιακά τους στοιχεία τα οποία ο ίδιος σφετεριζόταν για να θρέψει την
νόμιμη οικογένειά του.
Γνωρίζουμε ότι η έκλυση μιας ψύχωσης υπακούει σε αυτό που ο Λακάν ονομάζει οι γόνιμες
στιγμές[4]. Αυτές οι γόνιμες στιγμές θα μπορούσαν να εντοπίζονται στο πλαίσιο μιας
σχεδόν οιδιπόδειας κατάστασης: πρόκειται, για παράδειγμα, όσον αφορά το παρανοϊκό
έγκλημα, για μια ατυχή συνάντηση με τον Ένα Πατέρα ο οποίος έρχεται και καταλαμβάνει
εμβόλιμα τη θέση τρίτου στο φαντασιακό ζευγάρι που το ψυχωτικό υποκείμενο είχε
συνάψει με τον άλλο(η).
Όταν αυτό το φαντασιακό ζευγάρι κλυδωνιστεί, τότε το υποκείμενο επιδέχεται να προβεί
σε μια εγκληματική διάπραξη προσκειμένου να περισώσει κάτι από το είναι του. Ας
υπενθυμίσουμε άλλωστε ότι ο Λακάν ορίζει την παράνοια ως «αυτή που ταυτίζει την
απόλαυση στον τόπο του Άλλου ως τέτοιον»[5].
Με άλλα λόγια, όταν το υποκείμενο προβαίνει σε μια εγκληματική διάπραξη βρίσκεται υπό
το κράτος μιας απόλαυσης που εντοπίζεται στον Άλλο, δηλαδή ο Άλλος έχει αποκτήσει
καθεστώς κακού και το υποκείμενο άγεται υπό το κράτος αυτής της παραληρηματικής
βεβαιότητας.
Σε αυτά τα υποκείμενα παρατηρείται επίσης μια δυσκολία στην σύναψη κοινωνικού
δεσμού, τόσο κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, όσο και κατά την ενήλικη ζωή τους.
Παρατηρείται επίσης απουσία αναπληρωματικών μηχανισμών (γράψιμο, τέχνη, επιστήμη)
οι οποίοι θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν την ανεπάρκεια ενός ορίου, ενός νόμου, ενός
φρένου ως προς την απόλαυση που κατακλύζει το υποκείμενο, ελλείψει λειτουργίας της
πατρικής μεταφοράς, καθότι διακλεισμένη, ακυρωμένη. Επίσης, στο ιστορικό αυτών των
ατόμων υπάρχει σημαντική παρουσία και άλλων μορφών διαπράξεων (αυτοκτονικές, over
dose, τραυματισμοί κλπ.).
Στην σημερινή εποχή, εποχή που σημαδεύεται από διαρκείς κρίσεις, είναι σημαντικό να
εξετάσουμε και άλλους τρόπους έκλυσης ψύχωσης, αναφερόμενοι στην τελευταία κλινική
του Λακάν, την κλινική της απόλαυσης[6]. Είναι σημαντικό δηλαδή να επερωτήσουμε το
ζήτημα της κρίσης έχοντας ως αφετηρία όχι μόνον τις γόνιμες στιγμές έκλυσης των
κλασσικών ψυχώσεων (παράνοια, σχιζοφρένεια, μελαγχολία, μανιοκατάθλιψη) αλλά και
ό,τι ονομάζουμε στιγμές έκλυσης των κανονικόμορφων ψυχώσεων.
Οι τελευταίες μπορούν να ιδωθούν υπό το πρίσμα της τελευταίας κλινικής του Λακάν,
αυτήν του βορρόμειου κόμβου, την κλινική της απόλαυσης. Οι εν λόγω ψυχώσεις, αν και
στατιστικά πολύ συχνές, είναι δυσδιάκριτες ως προς την συμπτωματολογία τους, υπό την
έννοια της ύφεσης ή και της παντελούς απουσίας στοιχειωδών ψυχωτικών φαινομένων
(παραλήρημα, νεολογισμοί, ψευδαισθήσεις, νοητική αποδιοργάνωση, αυτοματισμοί κλπ.).
Εντούτοις, μπορούν να διακριθούν διότι υπακούουν στην εξής τριάδα: έκλυση, ξέκομμα,
αποσύνδεση.
Ο Ζακ Αλέν Μιλέρ θα προσεγγίσει την κανονικόμορφη ψύχωση, τόσο συχνή στην εποχή
μας, μέσω μιας τριπλής εξωτερικότητας[7]: α) μια κοινωνική εξωτερικότητα, β) μια
σωματική εξωτερικότητα, γ) μια υποκειμενική εξωτερικότητα, ειδοποιά γνωρίσματα της
αποσύνδεσης του υποκειμένου.
Πρόκειται για υποκείμενα στα οποία έχει διαταραχθεί το αίσθημα ζωής σύμφωνα με μια ή
και με όλες τις παραπάνω εξωτερικότητες. Στην πρώτη περίπτωση εξωτερικότητας η
κοινωνική ταύτιση του υποκειμένου είναι σαθρή, με άλλα λόγια το υποκείμενο βρίσκεται
σε αρνητική σχέση με την κοινωνική του ταύτιση, εξού και το ξέκομμά του ή η αποσύνδεσή
του από τον κοινωνικό ιστό. Στη δεύτερη περίπτωση παρατηρούμε μια εξωτερικότητα του
υποκειμένου με τον σωματικό Άλλο. Το σώμα δηλαδή και η συνεκτικότητά του ως ολότητα
τείνει προς διάλυση και το υποκείμενο είναι αναγκασμένο να επινοήσει νέους τρόπους ή
τεχνητούς δεσμούς ώστε να επανοικειοποιηθεί το σώμα του. Στην τρίτη περίπτωση έχει
παρατηρηθεί μια σταθερή ταύτιση του υποκειμένου με το απόρριμμα. Αυτή η ταύτιση δεν
είναι συμβολική αλλά είναι πραγματική. Έτσι, ο υποκειμενικός Άλλος ανιχνεύεται πολύ
εύκολα σε αυτήν την εμπειρία του κενού και της ασάφειας που τόσο συχνά χαρακτηρίζει το
κανονικόμορφο ψυχωτικό υποκείμενο.
Έτσι, για παράδειγμα, είναι διαφορετικό να μιλάμε για έκλυση ψύχωσης σε μια στιγμή
κοινωνικής κρίσης κατά την διάρκεια της οποίας το υποκείμενο έκανε μια ατυχή συνάντηση
με τον Ένα Πατέρα που συνιστά την θεώρηση της πρώτης κλινικής του Λακάν, και
διαφορετικό να μιλάμε για μια έκλυση ψύχωσης συνέπεια μιας αποδέσμευσης του
φαντασιακού από το συμβολικό ή το πραγματικό. Στην δεύτερη περίπτωση η εν λόγω
αποδέσμευση, συνέπεια για παράδειγμα μιας έως τότε εξισορροπητικής φαντασιακής
ταύτισης, ή μιας εγκατάλειψης του υποκειμένου από τον Άλλο, καταδεικνύουν την διάλυση
του κόμβου και την παρείσφρυση του πραγματικού.
Σε αυτήν την περίπτωση η κοινωνική εξωτερικότητα και η υποκειμενική εξωτερικότητα
είναι στοιχεία συμπτωματικά που μας δείχνουν ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε κρίση και
ότι η έκλυση ψύχωσης συντελείται ή έχει ήδη συντελεστεί.
Είναι σημαντικό λοιπόν το πώς θα απαντήσουμε και τι θέση θα έχουμε ενώπιον τέτοιων
υποκειμένων. Μια απάντηση μέσα από καθιερωμένες στάσεις μπορεί να έχει
καταστροφικά αποτελέσματα και να συντελέσει, όπως εύστοχα σημειώνει η Hannah
Arendt[8], σε μια νέα, επιπρόσθετη κρίση.
Από

την
ΝΤΟΡΑ ΠΕΡΤΕΣΗ
Δρ Ψυχανάλυσης, μέλος της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης.
Βιβλιογραφία:
1. J. A. Miller, «La crise financière vue par J. A. Miller», Paris, Marianne,10, octobre 2008.
2. Jacques Lacan, Το σεμινάριο για «Το κλεμμένο γράμμα», Αθήνα, Πατάκη, 2010, σ. 11.
3. Francesca Biagi Chai, Le cas Landru à la lumière de la psychanalyse, Paris, Imago, 2007.
4. J. Lacan, Ecrits, «D’une question préliminaire à tout traitement possible de la psychose»,
Paris, Seuil, 1966.
5. J. Lacan, «Présentation des Mémoires d’un névropathe», Autres écrits, Paris, 2001, Seuil,
σ. 215.
6. Théodora Pertessi, Vers une clinique de la jouissance, thèse doctorat en psychanalyse,
Université Paris VIII, 2009.
7. Ζακ Αλέν Μιλέρ, «Επιστρέφοντας στην κανονικόμορφη ψύχωση», Fort-Da, Νο 3, Αθήνα,
Ψυχογιός, 2013, Μετ. Α. Αθανασιάδου.
8. Hannah Arendt, Totalitarisme et banalité du mal, Paris, PUF débats, 2011, σ. 112.
πηγή:http://crime-in-
crisis.com/%CE%BA%CE%BF%CE%B9%CE%BD%CF%89%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-
%CE%BA%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-
%CE%AD%CE%BA%CE%BB%CF%85%CF%83%CE%B7-
%CF%88%CF%8D%CF%87%CF%89%CF%83%CE%B7%CF%82/
Φτογραφία:
Kasia Derwinska

You might also like