Professional Documents
Culture Documents
3
ξελιμπάρω : ξε + ιταλ. libare :ελαφρώνω το πλοίο πρατιγάρω: ιταλ. pratigare : παίρνω πράτιγο,
ξεφορτώνοντας μέρος του φορτίου σε άλλο μικρότερο ελευθεροκοινωνώ
που θα μπεί στα ρηχά νερά , μτφ. τελειώνω, αδειάζω, πριάρι, το : βάρκα που σπρώχνουν με κοντάρι
ξοφλάω προβέτζο, το : βεν. provenza :απότομη μεταβολή του
ξεμπαρκάρω: αντιθ. μπαρκάρω (βλ.λ.) ανέμου από νότιο σε δυνατό βόρειο
ξενερίζω : χάνω τα νερά μου, βγαίνω από την επιφάνεια προβολή, η : σύστημα χαρτογραφικής παράστασης σε
της θάλασσας - αλλάζω το νερό για να φύγει η αρμύρα επίπεδο της καμπύλης επιφανείας της Γης
κι η πικρίλα - συνέρχομαι από μεθύσι - ουρώ προπέλλα, η : αγγλ. propeller : έλικας για την ώθηση
ξεραποξυλώνομαι : πέφτω ξερός σαν ξύλο - κοιμάμαι του πλοίου
άκαμπτος - πεθαίνω προυσσαλίδικο, το : το χασίς της Προύσσας, φημισμένο
ξεστελλιάζω : διαλύω, ξεμοντάρω για την ποιότητά του
ξίδι (ο καιρός) : δριμύς σορόκος πρύμα : καλώς - άνεμος από την πλώρη
πρύμα πλώρα : σ' όλο το μήκος του πλοίου
Ο
όκιο, το : ιταλ. occhio : τρύπα απ' όπου περνάει η Ρ
αλυσίδα της άγκυρας ράδα, η : ιταλ. rada : ανοικτό κι ευρύχωρο αγκυροβόλι,
Ολλαντέζος , ο : ολλανδικό πλοίο ανοικτός προλιμένας
οργυιά, η : αρχ. ελ. ορέγω : αγγλική μονάδα μήκους ίση ρέλι, το : αγγλ. rail : κιγκλίδωμα
με 1,83 μ. ρεμούρκιο, το : βεν. remurchio : το ρυμούλκημα αλλά
ορθοπλωρίζω : βάζω πλώρη πάνω στον καιρό και το ρυμουλκό πλοίο - είδος σκοινιού
όρτσα : ιταλ. orza : στρέψε την πλώρη προς τον άνεμο ρεμούσκο , το : βορειανατολικός ψυχρός άνεμος -
οχτώ-δέκα, η : βάρδια, τετραωρία υποψία, εικασία - ρίσκο, παράτολμη πράξη
ρεμπάρτα, η : ιταλ. ribalta : καταπακτή - άνοιγμα
Π παντελονιού
παίρνω κάτω : κατεβάζω πανί ή σημαία - διοπτεύω ρέστα , τα : ιταλ. resto :σειρά μεταλλικών παξιμαδιών
παλινώριο, το : όργανο με το οποίο βρισκόταν ενωμένων σε επίμηκες σχήμα
παλιότερα το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδιασμό της ρεστία, η : ιταλ. rastiare : παλινδρόμηση του κύματος
ώρας, της ηλιακής κλίσης και του πλάτους από την ακτή, ακανόνιστος κυματισμός
πανιόλο, το : ισπ. panyolo : πλάτος βάρκας- μτφ. πάτος ρεφόρτσο, το : ιταλ. rinforzo :ενδυνάμωμα, ενίσχυση
σκεύους των σχοινιών, σφίξιμο των σφηνών του τιμονιού
παράλλαξη, η : η διαφορά ανάμεσα στη διεύθυνση του ρίγλα, η : λατ. regula : ο χάρακας, γραμμή χαραγμένη
Βορρά που δείχνει η πυξίδα και στην πραγματική θέση - στο χάρτη, ο παράλληλος
τρόπος ελέγχου του πλου με αναφορά σε κάποιο ρισάλτο, το : ιταλ. risalto : έφοδος, επίθεση πειρατών
σημείο της ακτής στο πλοίο
παραπέτο, το : ιταλ. parapetto : το στηθαίο της γέφυρας ρολάρω : ιταλ. rollare : κάνω πότζι (βλ.λ.)
παρατιμονιά, η : κακός χειρισμός του τιμονιού ρότα, η : ιταλ. rota : πορεία πλοίου
πασσατζέρικο, το : ιταλ. passaggio :πλοίο με σταθερό ρουφόλυμπες, οι : ρουφήχτρες
δρομολόγιο
παταράσο, το: βεν. patarazzo :ο παράτονος, το σκοινί Σ
του μεγάλου επιστυλίου του πλοίου σαλαμάστρα, η : ιταλ. salmastra : πλέξιμο , σκοινί
παχτώνας, ο : τετράγωνη λέμβος χωρίς καρίνα πλεγμένο
πεθαμένος, ο : κατώτατης ποιότητας λαθραίο που σάλπα, η : το σαλπάρισμα
κάποιος το πουλάει πολύ φθηνά, το ''σκοτώνει'' σαλτάρω : ιταλ. saltare :πηδάω, ξεφεύγω
πεισματική, η : σφύριγμα πλοίου Σαμπάν, το : μικρό ποταμόπλοιο των κινεζικών ακτών ,
πιλότος, ο : αγγλ. piloτ :οδηγός βαποριού, πλοηγός σκεπασμένο ώστε να χρησιμοποιείται σαν κατοικία
πιλοτίνα, η : ιταλ. pilotina : η πλοηγίς, το πλοιάριο που σαμπάνι, το : σκοινί με το οποίο δένονται βαριά
μεταφέρει τον πιλότο στο πλοίο που πρόκειται να αντικείμενα για ανύψωση ή οι βάρκες
αναλάβει. σάνταλο, το : φορτηγό πλοίο που μοιάζει με σκούνα
πινά, τα : ιταλ. pennone : τα εξώτατα άκρα του κέρατος σαρανταποδαρούσα, η : μακρύ τηλεγραφικό σήμα
του επιδρόμου σημαδούρα , η : κάθε είδους όργανο σήμανσης
πινέλλο, το : είδος σπαστής άγκυρας σινιάλο, το : βεν. signal : συνθηματική ειδοποίηση απ' το
πλευρικά, τα : δύο φανοί που αποτελούν μέρος των πλοίο προς τους ναύτες στην ξηρά
πλοϊκών φανών του πλοίου σιψάντε(ς), ο : αγγλ. shipside :χώρος ανεφοδιασμού -
ποδίζω : μένω προσωρινά σε απάνεμο μέρος λόγω μτφ. προμηθευτής τροφίμων
κακοκαιρίας - απομακρύνω την πλώρη από την σκάλα, η : ιταλ. scala : επίνειο
κακοκαιρία του ανέμου σκαλιέρες, οι : ιταλ. scala :μικρά σκοινιά που δένονται
ποδόσταμο, το : το κοράκι (βλ.λ.) της πρύμνης οριζόντια στα ξάρτια ώστε να σχηματίζουν
πόμπα, η : ιταλ. pompa :αντλία σκαλοπατάκια
Πορτολάνες, οι : ναυτικοί χάρτες σκανταγιάρω : ιταλ. scandagliare : βυθομετρώ, ρίχνω
ποστάλι, το : ιταλ. postale : επιβατηγό ή ταχυδρομικό σκαντάγιο (=όργανο βυθομέτρησης)
πλοίο σκάντζα βάρδια, η : βεν. scansa la vardia! : αλλαγή
πότζι, το : ιταλ. poggia : ταλάντευση, υποστροφή του βάρδιας
πλοίου σκαντζάρω : βεν. scansar : αλλάζω (φρουρούς ή πόδες
πούσι, το : τουρκ. pus :ομίχλη, καταχνιά πανιών )
4
σκάπουλος, ο : βεν. scapolo : ο ένας από τους δύο τσούρμο, το : ιταλ. ciurma : κωπηλάτες στις γαλέρες,
ναύτες της βάρδιας που περιμένει ν' αντικαταστήσει τον κατάδικοι - πλήρωμα πλοίου
άλλο - αυτός που κάνει κοπάνα - ελεύθερος
σκαρμός, ο : η σταμίνα του νομέα Φ
σκαρτάρω : ιταλ. scartare : πετάω τα άχρηστα φανάρι, το : φάρος, φανός - κόμπος που
σκουλάρω : ιταλ. scolare : παίρνω στροφή σε ακρωτήρι κατασκευάζεται για τα σφοντύλια των χειραγωγών, για
- αδειάζω τα νερά της θάλασσας από τους σωλήνες και τη συγκράτηση των σχοινένιων λαβών των κάδων
το κατάστρωμα φαναριέρα , η : η φανοδόχη και το φανάρι της κόφας
σπατσάρω : ιταλ. spazzare : σκουπίζω - ξεμπερδεύω - Φάτα Μοργκάνα, η : βρ.μυθ.Morgan LeFay,ιταλ. Fata
γελώ υπερβολικά Morgana : η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιλιά
σπιράγιο, το : βεν. spiragio : φεγγίτης, αναφωτίς Αρθούρου, στην ιστορία των Ιπποτών της στρογγυλής
σταβέντο, το : ιταλ. sottovento : απάνεμος, πλεύση σε τραπέζης : μτφ. αντικατοπτρισμός στην επιφάνεια της
απάνεμη πλευρά θάλασσας , όταν το στρώμα του αέρα πάνω από το
σταντάρδο, το : αγγλ. standard : το κοντάρι της σημαίας νερό είναι πιό ψυχρό απ' ότι στα ψηλότερα στρώματα.
στήμη, η : επιμήκη τμήματα διπλωμένου σκοινιού - το Ο ίδιος ο Ν. Καββαδίας λέει ''....συμβαίνει στης Σικελίας
κοράκι (βλ.λ.) το στενό ή στη Νάπολη απ' έξω , νύχτα τρεις η ώρα, και
στοιβαδόρος, ο : ναύτης που στοιβάζει τα εμπορεύματα παρουσιάζει τρεις γυναίκες που χορεύουν στον
των εμπορικών πλοίων ορίζοντα. Βαστάει ένα δύο λεπτά κι ύστερα χάνεται...''
στόκολος, ο : αγγλ. stokehold: λεβητοστάσιο, φατούρα, η : ιταλ. fattura : ετικέτα - τιμολόγιο
θερμαστήριο εμπορευμάτων
στούφα, η : μυοκτονία φιγούρα, η : ιταλ. figura : το ακρόπρωρο, ξόανο
στράλια, τα : ιταλ. straglio : οι ανάδρομοι κι οι πρότονοι, φούντο, το : λατ. fundus : o βυθός - πόντισμα, βύθισμα
σκοινιά που στερεώνουν τα επιστήλια των ιστών φριγκορίφικο, το : ισπ. frigorifico : πλοίο-ψυγείο
στροφές, οι : ο αριθμός των περιφορών του προωστήρα φριζερέτα, η : αγγλ. freezer : μικρό ψυγείο
του ατμόπλοιου ανά λεπτό φυρονεριά, η : το τράβηγμα των νερών
στρωμάτσα , τα : ιταλ. stramazzo : παράβλημα
κρεμασμένο στα πλευρά του πλοίου για να το Χ
προφυλάσσει από ενδεχόμενες συγκρούσεις με άλλα χάβαρο, το : αχιβάδα, φαγώσιμο όστρακο -αιδοίο - μτφ.
πλοία ή την προκυμαία βραδύνους
σφήνες, οι : προθέματα του τιμονιού για να σφίγγει όταν χαλώ: κατεβάζω βάρκα - αγκυροβολώ μεανάστροφη του
χαλαρώνει κατά τον πλου. εργάτη ή του βιντσιού- μαϊνάρω (βλ.λ.)
σφυριξιά, η : δηλώνει δεξιά πορεία χαμαλίκα, η : τουρκ. hamal (=αχθοφόρος) : πάνινο
σφυρίχτρα, η : όργανο που ειδοποιεί για την πορεία επίστρωμα στην πλάτη του αχθοφόρου , μτφ. επιρ.
αγγαρεία, άδικα
Τ χαμσίνι, το : αραβ. chamsin (=πενήντα) : ριπές
ταρσανάς, ο : τουρκ. tersane : ναύσταθμος, ναυπηγείο ορμητικού βορείου ανέμου που πνέει ώρες
ταρτάν, το : μπάρ στο οποίο συχνάζουν κινέζοι μεταφέροντας σύννεφα σκόνης
τελώνια, τα : οι φωσφορισμοί που εμφανίζονται σε καιρό
θύελλας στα άκρα σκοινιών και κεραιών - αερικά, Ψ
στοιχειά ψηλώνω : ανεβαίνω κατά μήκος της λίνιας (βλ.λ.)
τεσσαροχάλι, το : μικρή άγκυρα με τέσσερις βραχίονες ψωμάκια, τα : τραπουλόχαρτα
τζόβενο, το : ιταλ. giovane : μούτσος, ναυτόπαις
τιμονιέρα, η : ιταλ. timoniera : η πιλοτίνα (βλ.λ.) - Υπόμνημα συντομογραφιών:
διαμέρισμα χαρτών στο πίσω μέρος της γέφυρας βλ. : βλέπε
τουρκετί, το : το πλωριό κατάρτι - τριγωνικό πανί του αγγλ. : αγγλικός/η/ο
λοξού ιστού της πλώρης αραβ. : αραβικός/η/ο
τραβέρσο, το : ιταλ. traverso : αναγκαστική πορεία σε αρχ. : αρχαία
περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη βεν. : ενετικό, βενετσιάνικο
διεύθυνση του ανέμου για να αποφύγει το πλοίο τ7α γαλλ.: γαλλικός/η/ο
χτυπήματα των κυμάτων στα πλευρά του ισπ. : ισπανικός/η/ο
τραβέρσωμα, το : στροφή του πλοίου ώστε να στρωθεί ιταλ. : ιταλικός /η/ο
τραβέρσο (βλ.λ.) λ. :λέξη
τραμπάκουλο, το : είδος δαλματικού πλοίου με δύο λατ.: λατινικά
πανιά μτφ. : μεταφορικώς
τρικαντό, το : τρίκωχο καπέλο των αξιωματικών του
Πολεμικού Ναυτικού Η ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΣ ΤΩΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΩΝ
τριπόντι , το : ιταλ. tre ponti :πλοίο με τρεις γέφυρες ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΕΧΕΙ ΠΑΡΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
τρισίλιο, το : δίπλοκο ή τρίπλοκο αριστερόστροφο "ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ" ΤΟΥ
καννάβινο σκοινί από παλιά κλώσματα ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΡΑΠΑΛΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ, 1990 . ΕΓΙΝΑΝ
Τρίτος, ο : ο ανθυποπλοίαρχος ΜΟΝΟΝ ΚΑΠΟΙΕΣ ΜΙΚΡΕΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΚΑΙ
τρομπαμαρίνα, η : ιταλ. trombamarina : τηλεβόας για τη ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ
μετάδοση ηχητικών σημάτων μεταξύ των πλοίων σε
καιρό ομίχλης
τσίμα, η : ιταλ. cima :η κορυφή, η άκρη
τσιφάρι, το : αραβ. ziffar : σιφόνι, αντλία
5