You are on page 1of 11

ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

«ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ:


Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΚΛΟΠΗΣ Ή Η ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ;»
2011

ΕΧΕΙΣ ΘΕΣΗ

Δήμητρα Καμαρινού
Σε είχα ονομάσει Επιχαρμίδη, επειδή κάθε συνάντησή μας στην αίθουσα των
μαρμάρων του Παρθενώνα μου πρόσθετε χαρά. Επί λίθου βαδίζει ο νεαρός Επιχαρμίδης
δίπλα στο άλογό του. Πιο πίσω μια κόρη μαζί με ένα παιδί. Για χιλιετίες, ακόμα, στην πομπή
των Παναθηναίων.
Κάτι με καθηλώνει και συνάμα με θλίβει σε αυτήν την αίθουσα του Μουσείου της
ευρωπαϊκής κοσμόπολης. Δεν είμαι σίγουρη, αν τα δάκρυα μου είναι μόνο για πατρίδα ή
είναι και νόστος ανθρωπιάς.
Πώς νιώθεις εδώ, Επιχαρμίδη; τον είχα ρωτήσει. Παρέμεινε σιωπηλός.
Με βαριές και σκαρπέλα σας αποκόλλησαν, νεαρέ Αθηναίε, από το μητρικό τοίχωμα, με
χοντρά σκοινιά σας έγδαραν. Πολλούς ακρωτηρίασαν, μέλη ράγισαν. Από τα επιστύλια του
Παρθενώνα κατακερματισμένους σε ξύλινες κασέλες σας στέρησαν το φως. Στα αμπάρια του
«Μέντορα» σας φυλάκισαν. Σε μια ύστατη προσπάθεια με τη βοήθεια του Ζέφυρου και του
Ποσειδώνα γυρέψατε να ελευθερωθείτε, μένοντας στο βυθό του Αιγαίου. Κι από εκεί σας
ανέσυραν. Με τσεκούρια έσπασαν τ’ αμπάρια του βυθισμένου πλοίου, σας έδεσαν.
Αιχμάλωτα της αλαζονικής αποικιοκρατίας τα σύμβολα της αισθητικής και της δημοκρατίας.
Καταλήξατε σε ανήλιαγες αποθήκες, σε μουχλιασμένα υπόγεια. Στο τέλος εκθέματα, για να
δώσετε ζωή και πολιτισμό σε βουβό χώρο. Σας έξυσαν με σιδερένιες βούρτσες, σας
στίλβωσαν με τεχνητά λούστρα, να διώξουν τη θαμπάδα της ανήλιαγης πόλης. Νομίζοντας
ότι έτσι εύκολα μπορούν να χειριστούν το θάμβος σας.
Γιατί σε κρατούν εδώ, Επιχαρμίδη;

Ο κόσμος έκλεισε από πάνω μου, υδάτινη δίνη στην ορμή της βουτιάς μου. Οι ήχοι
σίγαζαν, φιλτράρονταν σε λίγους, υπόκωφους. Τα χρώματα υδατογραφούνταν σε βαθύ
κυανό. Διακριτή στο σώμα η αίσθηση της υγρασίας του νερού μέσα από το νεοπρένιο.
Σφιγμένα τα σαγόνια μου γύρω από το επιστόμιο, που συνδέει τις ανάσες μου με τη φιάλη
Nitrox. Αποφασιστικότητα για την ευκαιρία που δε θέλω να χαθεί.
Είκοσι μέτρα πιο κάτω, στη διαύγεια του νερού διακρίνεται ο σκοτεινός όγκος του
«Μέντορα», γερμένος στο πλάι και βυθισμένος από τη μια πλευρά στην άμμο μέχρι την
καρίνα. Ένα εικοσάμετρο δικάταρτο μπρίκι, ιδιοκτησίας του λόρδου Έλγιν.
Πολλές νύχτες ξάγρυπνη είχα προσπαθήσει να αναπαραστήσω στη σκέψη μου την
πορεία του «Μέντορα», μέχρι να αγγίξει τον πυθμένα του κόλπου του Αβλέμονα των
Κυθήρων, κάνοντας υποθέσεις για την πιθανή θέση της δέκατης έβδομης κασέλας.
Το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου 1802 ο «Μέντωρ» απέπλευσε από τον Πειραιά με
Μαλτέζο καπετάνιο και δωδεκαμελές πλήρωμα, με προορισμό τη Μάλτα.
«Ουριοδρομούντες εφθάσαμεν μέχρι του ακρωτηρίου Ταινάρου. Αυτόθι εύρομεν
σφοδρόν δυτικόν άνεμον. […] Ανακαλύψας ότι εις το πλοίον εισέρρεε πολύ ύδωρ εκ
της πρώρας […]. Μη έχοντος του πλοηγού μου γνώσιν των εν λόγω λιμένων,
καταστάντος δε του ανέμου θυελλώδους […] ερρίψαμε δυο άγκυρας αλλά τούτων μη
προσαρμοσθεισών εκόψαμε τα παλαμάρια και συνεστείλαμεν δεόντως τα ιστία, διά να
εκτελέσωμεν στροφήν. Το πλοίον όμως προσέκρουσεν βιαίως επί των βράχων». (Από
την ένορκη κατάθεση του πλοιάρχου του «Μέντορα» την επομένη του ναυαγίου).
Οι άνδρες του πληρώματος σώθηκαν, οι μαρμάρινες όμως μορφές κατέληξαν στο
βυθό των Κυθήρων.
Το 1980 οργανώθηκε υποβρύχια ανασκαφή από το Ι.Ε.Ν.Α.Ε. στο ναυάγιο του
πλοίου. Οι αναρροφητήρες των δυτών αποκάλυψαν μεγάλο τμήμα από το σκαρί του. Όμως
στο βυθό δεν είχαν απομείνει παρά βόλια από το οπλοστάσιο του πλοίου, σκεύη και
αντικείμενα του πληρώματος. Κι ένα ρολόι, σταματημένο στη 1:10 ή στις 2:05. Στη μοιραία
ώρα. Το πλοίο άρχισε να βυθίζεται τις πρώτες πρωινές ώρες, αναφέρει ο γραμματικός του
Έλγιν στο ημερολόγιό του. Το ακριβό φορτίο του όμως για δεύτερη φορά είχε κλαπεί.
Δεν είχε αφήσει το θησαυρό ο Έλγιν. Μέχρι το 1805 οι Καλύμνιοι σφουγγαράδες
που προσέλαβε είχαν καταφέρει να ανελκύσουν όλα τα αρχαία γλυπτά. Πράγματι όλα;
Το Μάιο του 2009, παραμονές των εγκαινίων του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης, η
Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε επαναληπτική, επιφανειακή έρευνα στην

2
περιοχή του ναυαγίου. Στόχος της έρευνας, εκτός των άλλων, να περισυλλεχθούν τυχόν
θραύσματα μαρμάρων που διέφυγαν την προσοχή των παλαιότερων ερευνητών. Ίσως και των
Καλύμνιων σφουγγαράδων, θα πρόσθετα. Είχα ζητήσει άδεια να καταδυθώ με αυτήν την
αποστολή. Το πιστεύω ότι εκεί βρίσκεται ακόμα η δέκατη έβδομη κασέλα με κάτι από την
ψυχή του Παρθενώνα, που ο Έλγιν αποκόλλησε.
Ο Thomas Bruce, κόμης του Έλγιν, τοποθετήθηκε πρεσβευτής της Βρετανίας στην
Κωνσταντινούπολη, το 1799, μόλις ένα χρόνο μετά τη νίκη του Βρετανού ναυάρχου Νέλσον
στη ναυμαχία του Αμπουκίρ και την ήττα του Ναπολέοντα. Η Οθωμανική αυτοκρατορία,
προκειμένου να προστατεύσει τα κυριαρχικά δικαιώματα και τα εδάφη της από τον κίνδυνο
του γαλλικού επεκτατισμού, επεδίωξε συμμαχία με τη Μ. Βρετανία. Στο πλαίσιο αυτής της
πολιτικής εγκαταστάθηκαν Βρετανοί πρεσβευτές σε καίρια αστικά κέντρα των εδαφών της.
Το καράβι μετέφερε γλυπτά από τη ζωφόρο του Παρθενώνα, τον Ναό της Απτέρου
Νίκης, τμήματα αγαλμάτων - τρία μαρμάρινα μπούστα, ένα μαρμάρινο θρόνο, σφονδύλους
κιόνων από την Ακρόπολη.
«Εφόρτωσα δεκαεπτά κιβώτια πλήρη μαρμάρων παραδοθέντα μοι παρά του κυρίου
Ζαμπατίστα Λουζιέρη, καλλιτέχνου» (Από το ημερολόγιο του «Μέντορα»).
Με τη στήριξη της βρετανικής κυβέρνησης ο Έλγιν αρχικά είχε επιδιώξει να
πραγματώσει ένα φιλόδοξο έργο αποτύπωσης και κατασκευής εκμαγείων των αρχαίων
ιστορικών μνημείων της Αθήνας. Για το σκοπό αυτό προσέλαβε, μετά από μια αποτυχημένη
προσπάθεια να προσεγγίσει τον διάσημο βρετανό ζωγράφο J. M. Turner, τους ζωγράφους
William Richard Hamilton και Giovanni Batista Lusieri. Το όραμά του;
«Αν κατορθώσετε να αποκτήσετε όσο γίνεται περισσότερα πιστά αντίγραφα ή, ακόμη
καλύτερα, εκμαγεία των πρωτοτύπων, υπόσχομαι να σας κτίσω το πιο εκπληκτικό
ανάκτορο που η κόμισσα μπορεί να φανταστεί». (Από επιστολή του αρχιτέκτονα
Τόμας Χάρισον, ο οποίος είχε αναλάβει να εκτελέσει την υπόσχεση του Έλγιν στην
πάμπλουτη Σκωτσέζα κόρη, που επρόκειτο να παντρευτεί: την αισθητική
αναβάθμιση του πύργου Broohall της Σκωτίας.).
Από τις πρώτες κιόλας ημέρες της άφιξης των Hamilton και Lusieri στην Αθήνα
έγινε αντιληπτό το δυσεπίτευκτο έργο της αποστολής. Εύκολα βρήκε τη λύση ο Έλγιν. Θα
αφαιρούσε όσα περισσότερα τμήματα του γλυπτού διακόσμου της Ακρόπολης μπορούσε, για
να στολίσει τον σκωτσέζικο πύργο. Το 1801 ξεκίνησε η καταστροφική λεηλασία από το 300/
μελές συνεργείο του.
Ταφικές κασέλες πλημμύρισαν τον Ιερό Βράχο. Δραματική αποκαθήλωση. Οι
μετόπες και η ζωφόρος κατακρημνίζονταν. Ήταν ο ήλιος που θρυμματιζόταν. Ήταν ο
άνθρωπος που ακρωτηριαζόταν. Στην πιο ευαίσθητη έκφρασή του. Σε ένα πρωτοφανές για
την ιστορία πολιτισμικό μακελειό. Αυτού του πολιτισμού που θαύμαζαν, που απλόχερα τους
έδωσε την αλήθεια του. Ό,τι σεβάστηκαν χιλιετίες κατακτητών, θα γινόταν διάκοσμος για την
έπαυλη του λόρδου Έλγιν. Από τους ρωμαϊκούς χρόνους, Ευρωπαίοι στρατηλάτες είχαν
απομακρύνει τα αρχαιοελληνικά αγάλματα από τα βάθρα τους. Θαμπωμένοι από την
αισθητική και την εσωτερικότητα. Δεν είχαν ποτέ στην ιστορία τους αυτήν την τέχνη, ούτε
την καλλιέργεια και τον πολιτισμό, για να την αναπαράγουν. Όμως πρώτη φορά διανοήθηκε
κάποιος να κατακερματίσει τις ανάγλυφες διηγήσεις του Παρθενώνα, για να τις πάρει στο
σπίτι του.
«Θέλω να έχω πραγματικά δείγματα από κάθε αντικείμενο ή αρχιτεκτονικό κόσμημα,
από κάθε γείσο, από κάθε ζωφόρο, από κάθε κιονόκρανο, από τις διακοσμήσεις των οροφών,
τους ραβδωτούς κίονες και όσο γίνεται περισσότερα». (Από επιστολή του Έλγιν στο
G.B.Lusieri)
Τρόμαξες, Επιχαρμίδη, στον ήχο από τις βαριές που αναίτια σφυροκοπούσαν την
ύπαρξή σου; Θύμωσες στη θέα των αιώνιων συντρόφων σου, που βίαια αποχωρίζονταν;
Ένιωσες απόγνωση, όταν το ανάγλυφο της ζωής σου διασκορπιζόταν; Όταν γίνονταν λιθάρια,
που κρεμασμένα από χοντρά σκοινιά αιωρούνταν σα μαριονέτες;
Ανάμεσά τους σφιχτοδεμένη η κεφαλή του αλόγου του άρματος της Σελήνης.
Απεγνωσμένα να χλιμιντρίζει. Διασταλμένα ρουθούνια, διεισδυτικό βλέμμα μες στην κόγχη
του, ανοιχτά σαγόνια με φρέσκια από τους αιώνες την υγρασία στα χοντρά χείλη. Αυτό το
άλογο που τόσες φορές το έχω δει να αφηνιάζει ολόγυρα στους τοίχους των αιθουσών του

3
βουβού Μουσείου. Με όρθια χαίτη, λαχανιασμένο από τον καλπασμό, διαρκώς στην αυγή
ενός ατέρμονου χλιμιντρίσματος. Ζωντανό. Στην απλή αλήθεια ενός αλόγου.
Πόση αντίθεση με τα αγάλματα λιονταριών, που κοσμούν τη φυλακή του, στην έξοδο
του Μουσείου προς το Senate House. Ομοιόμορφα λιοντάρια, καπηλευμένα σύμβολα
αποικιοκρατούμενων εθνών, σε μια πόζα κενή, που τους λείπει ακόμα και η λιτή δύναμη του
ανάγλυφου των λεόντων της πύλης των Μυκηνών. Ναι, είναι ξένο σε αυτήν τη χώρα το
λιοντάρι. Δεν ένιωσαν όμως καθόλου την ψυχή του, όταν θέλησαν να την καπηλευτούν;

Σε αυτήν την έξοδο είχα ραντεβού το 2007 με την ξαδέλφη μου, Senior Lecturer στο
Department of Classics του Royal Holloway. Την είχα παρακαλέσει να ζητήσει άδεια μελέτης
των αρχείων, μήπως βρούμε κάποιο στοιχείο για τη δέκατη έβδομη κασέλα του ναυαγίου του
«Μέντορα». Μετά από μακρά αλληλογραφία, της επέτρεψαν, εξαιτίας της θέσης της, την
πρόσβαση σε ένα τμήμα των αρχείων του Έλγιν. Βγαίνοντας με άρπαξε από το μανίκι η
Ελένη και μου φώναξε:
«Δε θα το πιστέψεις. Δεν υπάρχει πουθενά έγγραφη άδεια από τις τουρκικές αρχές
για μεταφορά των μαρμάρων έξω από τη χώρα. Το 1816 στην Εξεταστική Επιτροπή της
Βουλής των Κοινοτήτων ο Έλγιν αρνήθηκε να παραδώσει το έγγραφο. Ο αιδεσιμότατος
Hunt, στενός συνεργάτης του και «αξιόπιστος» μάρτυρας, κατέθεσε από μνήμης ολόκληρο το
φιρμάνι, το οποίο του είχε παραδοθεί πριν από 14 χρόνια. Και η εξεταστική επιτροπή το
δέχθηκε ως έγκυρο και ειλικρινές! Μου πέρασε στα χέρια φωτοτυπία του κειμένου.
«Είναι επιθυμία μας μόλις λάβετε την επιστολή αυτή, επιμελώς να συμμορφωθείτε
προς τις υποδείξεις του προαναφερθέντος πρέσβη, καθ’ όσο χρονικό διάστημα οι
προαναφερθέντες πέντε καλλιτέχνες που διαμένουν σ’ αυτό τον τόπο θα εξακολουθούν
να εισέρχονται και να εξέρχονται από την Ακρόπολη των Αθηνών, η οποία είναι ο
τόπος της παρατηρήσεως ή να κατασκευάζουν σκαλωσιές γύρω από τον αρχαίο Ναό
των ειδώλων ή να κατασκευάζουν εκμαγεία από κιμωλία ή γύψο των
προαναφερθέντων διακοσμητικών στοιχείων και αναγλύφων, ή να μετρούν τα
θραύσματα και υπολείμματα άλλων ερειπίων, ή να ανασκάπτουν, όταν το θεωρούν
απαραίτητο, τα θεμέλια αναζητώντας επιγραφές ανάμεσα στα ερείπια. Να μην
παρενοχληθούν από δισδαρή ούτε από άλλα πρόσωπα. Ούτε και από εσάς στους
οποίους απευθύνεται αυτή η επιστολή – και να μην αναμιχθεί κανείς με τις σκαλωσιές
τους ή με τα σύνεργά τους ούτε να τους παρεμποδίσει να πάρουν οποιαδήποτε
κομμάτια πέτρας με επιγραφές και ανάγλυφα».
«Πουθενά δεν αναφέρεται μεταφορά στην Αγγλία», παρατήρησα.
«Το φιρμάνι υπογράφεται με σφραγιδόλιθο από τον Σεγκέρ Αβδουλάχ Καϊμακάμη,
αναπληρωτή του Μεγάλου Βεζίρη. Να ξέρεις, φυσικά, ότι τα φιρμάνια δεν επιδίδονταν
προφορικά. Μόνο από ειδικό ταχυδρόμο ή από εξουσιοδοτημένο πλοίαρχο των Οθωμανών.
Επιπλέον σε μια επιστολή του Έλγιν προς τον Άγγλο Πρωθυπουργό Spencer Perceval το
1811 δεν υπάρχει πουθενά αναφορά σε έγγραφη άδεια εξαγωγής των γλυπτών. Ακόμη ο
ισχυρισμός της ύπαρξης του υποτιθέμενου φιρμανιού ανατρέπεται και από το γεγονός ότι ο
Παρθενώνας την εποχή εκείνη ήταν μουσουλμανικό τέμενος (τζαμί). Δια νόμου
απαγορευόταν η οιαδήποτε προσβολή δημοσίου κτιρίου, καθώς και η πράξη της υφαρπαγής
αρχιτεκτονικών τμημάτων του.»
«Αν δεν είχε δοθεί άδεια από τις οθωμανικές αρχές, γιατί δεν αντέδρασαν, όταν είδαν
τους λίθους των ναών να κατακρημνίζονται και να συσκευάζονται στις κασέλες;», τη
ρώτησα.
«Στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών υπάρχει έγγραφο τουρκικό
διάβημα διαμαρτυρίας του 1805 για την αρπαγή των γλυπτών και τη μεταφορά τους στην
Αγγλία. Προηγούμενα, κατά τις εργασίες αποκαθήλωσης ο δισδάρης της Ακρόπολης
βλέποντας τα κατακερματισμένα μέλη από τις μετόπες, τις ζωφόρους και τα αετώματα να
συσκευάζονται προσπάθησε να ματαιώσει την προσπάθεια των Άγγλων. Εδώ όμως ήταν το
ισχυρό όπλο του Έλγιν. Η δωροδοκία. Μόνο για δώρα προς τις τουρκικές αρχές της Αθήνας
δαπανήθηκαν 21.902 λίρες, το ένα τρίτο περίπου των συνολικών εξόδων του Έλγιν για την
ολοκλήρωση της ληστρικής επιδρομής του στην Ακρόπολη. Και φυσικά η ισχύς της θέσης
του, ως αντιπροσώπου της Μεγάλης Δυνάμεως.»

4
«Όσο για τις κασέλες, Δήμητρα. Υπήρχε και μια δέκατη έβδομη από λευκό ξύλο με
άγνωστο περιεχόμενο, για την οποία δεν αναφέρεται πουθενά ότι ανασύρθηκε από το ναυάγιο
του «Μέντορα».

Μεμιάς ο υγρός ορίζοντάς μου γέμισε. Ραδινές φιγούρες, γυμνοί, μελαμψοί άντρες
αναδύονταν και καταδύονταν γύρω από το ναυαγισμένο κύτος του «Μέντορα». Καλύμνιοι
σφουγγαράδες. Με μια ανάσα ποντίζονται υπό το βάρος λιθαριών που κρατούν στα χέρια
τους. Τα τρυπημένα λιθάρια ανελκύονται με παλαμάρια στην επιφάνεια, για να
ξαναχρησιμοποιηθούν. Αριστερά μου μορφές καμωμένες από λεπτούς μυς ανοδικά
εξακοντίζονται. Πάλι και πάλι δεκάδες άντρες βυθίζονται και ανατάσσονται σε μια σύζευξη
διαρκείας των ευρημάτων του ναυαγίου με το φως. Σε μια σύζευξη διαρκείας των κορμιών
των νεαρών Αθηναίων που έξεργοι ανατέλλουν από τις λίθους της ζωφόρου με τα σώματα
των Καλύμνιων βουτηχτών.
Τότε σε ξαναείδα. Σε αναγνώρισα, Επιχαρμίδη. Επί μετέωρου στο αλμυρό ύδωρ
λίθου. Μέσα σε δεσμά σχοινιών. Ακόμα και έτσι το σώμα σου με το ριγμένο απλό χιτώνα και
το πρόσωπό σου δείχνουν βεβαιότητα. Δύσκολα βρίσκω στη ζωή μου βεβαιότητες,
Επιχαρμίδη. Πώς γίνεται να έχεις αυτή τη γαλήνη; Σα να μην είχες έγνοιες στην πόλη σου.
Όμως για πολύπαθες ζωές μιλούν όσα κείμενα του πολιτισμού σου έχω διαβάσει.
Ξεκινώντας από την Οδύσσεια: το ταξίδι του ανθρώπου σε αυτήν τη ζωή προς την
προσδοκώμενη χαρά της Ιθάκης, οικογένειας, πατρικής φωλιάς και γης. Μύθοι κι ανθρώπινες
περιπέτειες σε μια πλοκή, που υφαίνεται με τρόπο που μιμείται τους ιστώδεις ειρμούς και τα
νήματα της ανθρώπινης σκέψης και του συναισθηματικού βίου. Όπως και οι τραγωδίες της
εποχής σου. Στην αλήθεια τους ανέτρεξε η σύγχρονη επιστήμη, για να ονοματίσει τα άδηλα
στον ενσυνείδητο νου ψυχικά φαινόμενα, που όμως είναι οι αθέατοι κυβερνήτες των
συμπεριφορών και των επιλογών μας. Για αυτά μιλούσατε ανοικτά στα ομηρικά έπη και στα
θεατρικά έργα σας. Και στα Ελευσίνια Μυστήρια δυναμικά τον λέγατε το φόβο του θανάτου.
Μίλα μου. Απάντησέ μου. Είμαι ανήσυχη, Επιχαρμίδη και ζω ταραγμένη ζωή. Το ζω
το ταξίδι του Οδυσσέα. Δώσμου ένα κλειδί. Έστω μια λέξη, που να εξηγεί την αυτάρκειά
σου.
Φαίνεται σαν το συμπαγές σώμα σου να είναι διαυγές. Και διάφανο ως τα μύχια. Το
γνωρίζω ότι αποδέχεσαι τη φυσικότητα ενός γυμνού σώματος και το ανίκητο και
πολυδιάστατο του έρωτα προς τον άνθρωπο. Από εκεί πηγάζει η γαλήνη σου; Επειδή
ανάγλυφα αποδίδεις έναν πολιτισμό, που ισόρροπα με την αποδοχή του ψυχικού κυκεώνα,
ανέπτυξε τον ορθολογισμό στην κοινωνική συμβίωση και καλλιέργησε την ηθική του
σώματος; Με αλήθεια και φυσικότητα.
«Τα κιβώτια περιέχουν πέτρες χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη αξία, αλλά είναι για μένα πολύ
σημαντικό να τις περισώσω». (Από επιστολή του Έλγιν στο Βρετανό πρόξενο στα
Κύθηρα).
Απότομα σε τράβηξαν επάνω από τα σκοινιά. Απλώνω τα χέρια μου να σε αρπάξω,
να σε κρατήσω εδώ. Χάθηκες, μες στις φωτεινές ακτίνες που διαγράμμιζαν το κυανό.
Περιδινούμαι στο νερό. Μα πού είναι οι θεοί σου; Οργισμένοι και κραταιοί τον βύθισαν τον
«Μέντορα». Δε θα αποτρέψουν την απαγωγή σας;
Δύο λευκοί ορθογώνιοι λίθοι φέγγουν στο ζόφο της θάλασσας. Ανέγγιχτοι, όπως θα
ήταν. Ο κεντρικός λίθος (V) της ανατολικής ζωφόρου, που περιγράφει την παράδοση του
πέπλου στην Αθηνά και στους θεούς, σπασμένος στη μέση. Σε στάσεις ανθρώπινης
νωχέλειας αναπαύονται ο Δίας, η Ήρα, η Αθηνά, χωρίς διόλου να χάνουν την εσωτερική
μεγαλοπρέπειά τους. Αιθέρια η Ίρις δένει τα ξέπλεκα μαλλιά της με μια ταινία. Δίπλα της η
Ήρα σε χειρονομία «αποκάλυψης» του προσώπου της στο Δία. Απαλά, ζωντανά σώματα με
διάφανες επιδερμίδες στο αττικό μάρμαρο.
Όμως εγώ ξέρω για τις παθιασμένες δράσεις τους. Πλάσατε τους θεούς σας με τα ίδια
συναισθήματα, πάθη, ψυχικές αδυναμίες με σας. Να καθρεφτίζουν το ρεαλισμό των
ανθρώπινων σχέσεων και της ζωής. Πολύ κοντά στον άνθρωπο, αθάνατοι που δεν είναι ένα
απλησίαστο συναισθηματικά ηθικό πρότυπο. Είναι το μέτρο, που σας βοήθησε να
αποδεχτείτε όλες τις συναισθηματικές εκφράσεις σας, τις χθόνιες και τις διαυγείς όψεις της
ανθρώπινης φύσης. Κερδίζοντας τη γαλήνη.

5
Το είχα δει στο ανάγλυφο της ζωής σου, Επιχαρμίδη. Έχεις κοιτάξει στα μάτια τους
φόβους σου. Έχεις τολμήσει να δεχτείς την οργή σου, τη ζήλεια και την εκδικητικότητα, έχεις
λυγίσει τη μέση στον πόνο. Έντρομος έχεις ορθώσει τους ώμους στις φυλακές της ψυχής και
φορές έχεις συσταλεί από οδύνη και αγωνία. Ροές δακρύων νόστου χαράς έχουν σταλάξει
στις παρειές σου. Θρηνώδεις οιμωγές σ’ αντίκρισμα θανατικού έχουν βάψει τον ουρανό. Και
στα άδυτα της ηδονής έχεις χορέψει. Και στα κύματα της επιθυμίας σου έχεις πλεύσει.
Χωρίς όραμα μεταφυσικής σχεδίας και χωρίς την απειλή μεταθανάτιας Χάρυβδης σώμα με
σώμα με την αρετή και το συμφέρον έχεις παλέψει. Όραμα στην πόλη σου μια θεσμική
πολιτειακή οργάνωση, όπου οι άνθρωποι με αυτούς τους χαρακτήρες, ισότιμα θα μπορούν να
συνομιλούν και να εκκλησιάζονται στο Δήμο. Γι’ αυτό υπήρξατε έτοιμοι να βάλετε τα
θεμέλια μιας ζηλευτής δημοκρατικής κοινωνίας.
Αυτά φέρατε, Ολύμπιοι θεοί, στην ταραγμένη από κοινωνικές εξεγέρσεις και
αδερφοκτόνους πολέμους Ευρώπη; Την ανθρωπιά και τη δημοκρατία, που λίγο γνώριζε και
τόσο επιθυμούσε, χαραγμένες στο μάρμαρο;

«Τα άλλα μάρμαρα του Παρθενώνα; Ποια είναι η ιστορία τους, Ελένη;»
«Αυτά ταξίδεψαν οριστικά στη Μ. Βρετανία τον Φεβρουάριο του 1803 με το πλοίο
Braakel. Είχε θελήσει να πάρει και την πρόσταση του Ερέχθειου με τις Καρυάτιδες, αλλά δε
βρήκε πρόθυμο καπετάνιο να τις φορτώσει. Τα κλοπιμαία του Έλγιν αντιπροσωπεύουν
περισσότερο από το 1/2 από ό,τι απομένει από το γλυπτό διάκοσμο του Παρθενώνα που έχει
διασωθεί ως σήμερα: 75 μέτρα από τα αρχικά 160 μ., 15 από τις 92 μετόπες, 17 τμηματικές
μορφές από τα αετώματα.»
«Τελικά στόλισαν το σκωτσέζικο πύργο;»
«Το 1807 εκτέθηκαν για το κοινό στο σπίτι του λόρδου Έλγιν στο Park Lane. Η
έκθεση έκλεισε μετά από δύο χρόνια και παρέμεινε προσιτή μόνο σε προνομιούχους
επισκέπτες. Εξαιτίας της οικονομικής του δυσπραγίας ο Έλγιν σκεφτόταν να εκμεταλλευτεί
τη συλλογή μετατρέποντας το σπίτι του στο Park Lane σε ιδιωτικό μουσείο με εισιτήριο.
Άλλη σκέψη του ήταν να την κληροδοτήσει στο βρετανικό κράτος.»
«Πώς βρέθηκαν σε αυτό το Μουσείο;»
«Στις αρχές του 1810 το Μουσείο προσέγγισε τον Έλγιν προκειμένου να εξασφαλίσει
τη συλλογή.»
«Γιατί τόσα γρόσια, τόσα καράβια, τόσες αποστολές, σουλτάνοι και πρωθυπουργοί;
Τόσοι μαστόροι, βουτηχτάδες; Για να αποκτήσουν την αποτύπωση στην πέτρα μιας αργής
και απλής πομπής πολιτών δίπλα στα ζώα τους; Απλοί Αθηναίοι απεικονίζονται στη ζωφόρο,
άλλοι έφιπποι, άλλοι ξυπόλητοι πεζοί, άντρες με λιτούς χιτώνες και πεπλοφόρες γυναίκες.
Γιατί, Ελένη;»

Πήρα να περπατάω γύρω από το Μουσείο. Περίκλειστο στον αέρα και στο φως, έστω
του λονδρέζικου ουρανού. Ηγεμονικά απομονωμένο από την αλήθεια της ζωής.
Καγκελόφραχτο, στην αγωνία να ενθυλακώσει σπαράγματα των πολιτισμών του
πλανήτη: αποκτήματα δηλωτικά της κτητικής δύναμης της αποικιοκρατίας και της γηραιάς
Αλβιόνος σε πολιτισμούς πολιτικά πιο αδύναμους στην εποχή.
«Πρέπει να δείτε τα σχέδια του σπιτιού μου στη Σκωτία. Με απασχολεί η διαρρύθμιση
της οικοδομής. Σκέφτομαι να τοποθετήσω με εντυπωσιακό και όμορφο τρόπο τα
αντικείμενα που θα συγκεντρώσετε για μένα. Τα σχέδια προβλέπουν τη διακόσμηση της
μεγάλης αίθουσας με κίονες (…)». (Από επιστολή του Έλγιν στο G.B.Lusieri).
Μιμούμενο με αγγλοσαξωνική κουλτούρα ανυπέρβλητα σύμβολα πνεύματος.
Αποξηραμένοι κίονες, ακίνητοι πεσσοί, στατικά αετώματα, άψυχες κλίμακες. Μετέτρεψε τα
δροσερά και έμβια αρχιτεκτονικά όντα της δημοκρατικής Αθήνας σε στεγνά σύμβολα
μεγαλοπρέπειας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
Με τον ίδιο τρόπο που αντιπαρατίθενται ο αγράμματος στρατηγός Μακρυγιάννης με
τον εκλεπτυσμένο λόρδο Έλγιν. «Αυτείνοι (οι αρχαίοι Έλληνες) δεν τήραγαν να θησαυρίσουνε
μάταια και προσωρινά, τήραγαν να φωτίσουν τον κόσμο με φώτα παντοτινά.» (Από τα
Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη). «Πρέπει να συγκεντρωθούν όσο το δυνατόν
περισσότερα μάρμαρα. Έχω και άλλους χώρους που τα χρειάζονται. Δεν είναι ανάγκη, νομίζω,

6
να σας υπενθυμίσω τη σημασία των μαρμάρων και των ιστορικών αντικείμενων». (Από
επιστολή του Έλγιν στο Lusieri)

Με είχες παρακαλέσει να έρθω στο σπίτι σου. Να δω καλά και να φωνάξω, όσο
καλύτερα μπορώ να εξηγήσω πόσο σε απαξιώνει, Επιχαρμίδη, η κράτησή σου σε αυτό το
Μουσείο και πόσο ψέμα είναι ότι αναδεικνύει τον πολιτισμό της Αθήνας, έστω ως κοινή
πολιτισμική κληρονομιά.
Διαγώνια ανεβαίνω τα σκαλιά του Παρθενώνα. Κανένα ίδιου ύψους με το άλλο. Τα
κατώτερα χαμηλότερα, για να φαίνονται από μακριά ισοϋψή με τα ανώτερα. Καμία οριζόντια
γραμμή ευθεία. Αναπνέουν με ελαφρά τυμπανοειδή καμπύλωση προς το κέντρο. Περνώ το
χέρι μου από τη βάση ως τον εχίνο του κιονόκρανου. Νιώθω στις παλάμες μου τους
σφονδύλους να διογκώνονται πάνω από το μέσον του κίονα και να μειώνεται η διάμετρος
προς την κορυφή του. Στροβιλίζομαι ανάμεσα στους κίονες του περιστύλιου, ολόγυρα στον
ορθογώνιο σηκό. Ίδιοι μοιάζουν, αλλά δεν είναι. Ούτε οι αποστάσεις μεταξύ τους. Κάθε ένας
στέκεται σε μια ελαφρώς διαφορετική απόκλιση από την κατακόρυφο προς το κέντρο της
σειράς. Υψώνω τα χέρια μου παράλληλα στις γραμμές τους. Οι κίονες, οι τοίχοι, το επιστύλιο
με τις μετόπες και τη ζωφόρο μειώνονται προς τα άνω και κλίνουν προς το εσωτερικό, ώστε
αν επεκτείνονταν νοερά ο ναός θα σχημάτιζε πυραμίδα.
Ενσωματώνοντας τις ιδιότητες της οπτικής, στο ναό εμπεριέχεται ο άνθρωπος, που
συνδιαλέγεται με οριακές έννοιες της φύσης στην πολικότητά τους: η γερά εμπεδωμένη
ανύψωση, η ελαφρότητα του στιβαρού όγκου, η κίνηση των στοιχείων που δημιουργούν τη
δομική στατικότητα. Το ανατρεπτικό παιχνίδι με τη βαρύτητα και την άνωση σε ένα
παλλόμενο σύνολο. Η μαθηματική καθαρότητα και η σαφήνεια της αρχιτεκτονικής έκφρασης
μαζί με την ελευθερία. Γιατί, όταν αφουγκράζεσαι τη φύση και τη φύση σου γίνεσαι ανοιχτός
στη ροή της ζωής και αβίαστα την αφομοιώνεις. Παρακολουθώ τον ήλιο στην ανατολή και τη
δύση του να βαπτίζει το μάρμαρο και να γράφει στις κλίμακες τις ώρες, τον αέρα και τη
θάλασσα στον ορίζοντα να κυκλοφορούν ανάμεσα στους κίονες, να ρέουν η ζωή της πόλης
και των εποχών μέσα από το περιστύλιο. Διαύγεια.
Εδώ ανήκεις. Σε χώρο αρμονικό με την αισθητική της ζωφόρου και συμβατό με τις
ποιότητες της κοινωνίας των πολιτών. Διότι δημοκρατία σημαίνει προπάντων συνομιλία. Με
ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Θητεία στην έκφραση και σαφήνεια στη γύμνια της. Τότε η
κυριαρχική αλαζονεία υποτάσσεται στον επικοινωνιακό λόγο. Αξίες δυσδιάκριτες στο
Μουσείο που σε κρατούν.
Περπάτησέ με στην πόλη σου, Επιχαρμίδη. Σε βλέπω να συζητάς με τους
φιλοσόφους στα καταστήματα της Αγοράς, να παρακολουθείς τους ρήτορες στην Πνύκα να
εξυφαίνουν λόγους για τη ζωή σου, να βαδίζεις στη σκιά του Παρθενώνα και του Ερεχθείου,
να παρακολουθείς στο θέατρο εμβριθείς τραγωδίες και καυστικές αριστοφανικές κωμωδίες,
να πίνεις κρασί από κύλικα με ολιγόγραμμες διηγήσεις.
Χρειαζόταν την Αγορά, το χώρο της συζήτησης, η δημοκρατία σας. Δεν εξαντλείτο
στο δικαίωμα ψήφου των ελεύθερων πολιτών για τα πολιτειακά ζητήματα και δεν είχε το
χαρακτήρα εξουσιοδότησης των πολιτικών. Επέβαλε τον ουσιαστικό δημοκρατικό λόγο που
στηριζόταν στην ανάπτυξη επιχειρημάτων. Καλλιεργούσε τη γεωμετρία της ρητορείας και
της σοφιστικής. Τέτοιο ήταν το επίπεδο των Αθηναίων. Προαπαιτούσε και δημιουργούσε
παράλληλα το θεατρικό λόγο, εμβαπτισμένο στη μουσική και την όρχηση. Παίδευε πολιτικά
με έργα μοναδικά, όπως οι Τρωάδες. Ήταν τότε που ο Ευρυπίδης τόλμησε να περιγράψει τον
ένδοξο, εθνικό πόλεμο των Ελλήνων ηρώων σας στην Τροία, ιδωμένο από την οπτική των
Τρωάδων γυναικών, ως αναίτια σφαγή και ανελέητο πόνο. Πόση ψυχική ελευθερία και
σεβασμός χρειαζόταν για μια τέτοια οπτική, που δεν έχει παράλληλη στη σύγχρονη
δραματουργία;
Δεν αρνούμαι ότι η δημοκρατία στην Αθήνα περιοριζόταν στους ελεύθερους πολίτες
κι εξαιρούσε τις γυναίκες και τους δούλους. Όμως ακόμα και σε αυτήν την κλίμακα δεν έχει
υπάρξει έκτοτε στην ιστορία αυτού του πλανήτη ένα αντίστοιχο πολιτισμικό φαινόμενο. Την
εποχή που οι αστοί της Ευρώπης θέλησαν να διεκδικήσουν τα στοιχειώδη δικαιώματά τους
από τις απολυταρχικές πολιτικές δομές στράφηκαν στην αρχαία Ελλάδα για ιδεολογική

7
στήριξη αναφερόμενοι και μιμούμενοι επιδερμικά αξίες ενός πολιτισμού, όψεις του οποίου
ποτέ στην ιστορία τους δεν ανέπτυξαν.
Ναι, είναι η ιστορία που δεν είχαν. Και τη θέλουν.
«Ο Βοναπάρτης δεν έχει αποκτήσει παρόμοιο αντικείμενο από όλες τις κλοπές του
στην Ιταλία» (Από επιστολή του Έλγιν στο λόρδο Keith, αρχιναύαρχο της
Μεσογείου, που του ζητά να διατεθεί ένα πλοίο για να μεταφέρει στη Βρετανία την
ήδη τεμαχισμένη πρόσταση των Καρυάτιδων του Ερεχθείου.)
Κλέβω σημαίνει βίαια αρπάζω κάτι που δεν είναι δικό μου, κάτι που ανήκει σε
κάποιον άλλο, το κάνω κτήμα μου και το χρησιμοποιώ προς ίδιο συμφέρον. Άλλωστε αυτά
πια δεν είναι τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Απέκτησαν το ιδιοκτησιακό όνομα ενός Βρετανού
λόρδου, που τα αφαίρεσε, για να στολίσει το σπίτι του. Τον Ιούνιο του 1816 η Βρετανική
Βουλή των Κοινοτήτων ψήφισε το εξής διάταγμα:
«Ο ανωτέρω αναφερόμενος λόρδος συμφώνησε να πουλήσει τα γλυπτά αυτά δια το
ποσόν των τριάντα χιλιάδων λιρών, υπό τον όρο ότι όλη η παραπάνω αναφερόμενη
συλλογή θα παραμείνει αδιαχώριστη στο Βρετανικό Μουσείο και ανοικτή για
επιθεώρηση και θα φέρει την ονομασία “Ελγίνεια Μάρμαρα” και ο ανωτέρω
αναφερόμενος λόρδος και κάθε πρόσωπο που θα αποκτά τον τίτλο του λόρδου του
Έλγιν θα πρέπει να προστίθεται στους επίτροπους του Βρετανικού Μουσείου».
Ξέρεις, Επιχαρμίδη, λένε ότι είσαι κοινή πολιτιστική κληρονομιά προστατευμένη και
σε προσιτή θέα για το διεθνές κοινό εδώ που βρίσκεσαι. Αυτόκλητοι θετοί γονείς.
«Κάθε χρόνο εκατομμύρια επισκέπτες, χωρίς εισιτήριο, θαυμάζουν την τέχνη των
γλυπτών και κατανοούν πώς η αρχαία Ελλάδα επηρέασε και επηρεάστηκε από άλλους
πολιτισμούς που συνάντησε». (Από την ιστοσελίδα του Βρετανικού Μουσείου).
Άραγε σε ποιο βαθμό ενδιαφέρονται και είναι σε θέση να αναδείξουν τις ποιότητές
της; Είναι εντυπωσιακό σε μια χώρα που πρωτοστατεί διεθνώς στη Μουσειολογία και στη
Μουσειακή Εκπαίδευση, οι εκθέσεις των αρχαιοτήτων στο εθνικό Μουσείο της να
παραμένουν τόσο στατικά παραδοσιακές, σαν τους παλιούς ζωολογικούς κήπους που
κρατούσαν τα ζώα σε κενά κλουβιά. «Τα μνημεία δεν μιλούν από μόνα τους». Ούτε ο πιο
εξειδικευμένος ιστορικός δε θα μπορούσε να καταλάβει τις σχέσεις μεταξύ των πολιτισμών
από εκθέματα σε χώρο κενό και βουβό. Χωρίς να τοποθετηθούν θεματικά και νοηματικά σε
συσχετισμένες ενότητες, να εξηγηθούν με εστιασμένα κείμενα και εικόνες, να
αναπαρασταθούν με οπτικοακουστικά μέσα είναι άδηλες οι σχέσεις των εκθεμάτων.
«Το Μουσείο αναδεικνύει τη σημασία τους για τον πολιτισμό του κόσμου και
επιβεβαιώνει το παγκόσμιο κληροδότημα της Αρχαίας Ελλάδας». (Από την ιστοσελίδα
του Βρετανικού Μουσείου).
Άραγε πώς; Οι εκθέσεις των αρχαιοτήτων του Μουσείου αγνοούν τις αρχές της
σύγχρονης Μουσειολογίας. Προφανώς επειδή και έτσι εκπληρώνουν αυτό που σημαίνουν:
την απόκτηση συμβόλων των κλασικών αξιών. Τα υπόλοιπα ή δεν είναι κατανοητά ή δεν
έχουν ενδιαφέρον. Οι φερόμενοι θεματοφύλακες υιοθέτησαν στοιχεία του πολιτισμού της
αρχαίας Αθήνας ως στεγνές μορφές, όπως μπορούσαν να τα κατανοήσουν με το πολιτισμικό
υπόβαθρό τους. Εσύ όμως εχεις μητέρα, Επιχαρμίδη, οικογένεια και πατρίδα.
Τα γλυπτά πρόσωπα στο Βρετανικό Μουσείο δεν είναι παρά η άηχη έκθεση των
ομιλούντων μορφών της Ακρόπολης. Δεν είναι μόνο ότι τους λείπει το φως και η διαφάνεια
του αττικού τοπίου. Αποκομμένα από το πολιτισμικό πλαίσιό τους και γι’ αυτό φιμωμένα
στέκονται αιχμάλωτα και δεν αποκαλύπτουν την αλήθεια και τις αξίες τους.
«Δεν είναι πια δυνατόν να αναπλαστούν με οποιαδήποτε αληθινή έννοια. Μόνο
εικονικά.». «Μια καλύτερη λύση είναι η ψηφιακή αναπαράσταση, η οποία θα δώσει
μια πιο σύνθετη αίσθηση του πώς θα ήταν τότε.» (Θέσεις του Βρετανικού Μουσείου,
BBC News, 12.09.2007 και 23.03.2004).
Μέχρι εκεί φτάνει η φαντασία των αυτοαποκαλούμενων θεματοφυλάκων της κοινής
πολιτιστικής κληρονομιάς; Πώς θα μπορούσε ένα Μουσείο να αποκαλύψει και να μυήσει
βιωματικά τον επισκέπτη πολίτη της παγκόσμιας κοινότητας στις αξίες της αρχαίας Αθήνας
και απτά να δείξει τη σχέση με τη δική του ζωή; Ώστε να κατανοήσει την ουσία της κοινής
πολιτιστικής κληρονομιάς και μάλιστα χωρίς λόγια και κείμενα;

8
Ένα Νέο Μουσείο που συνομιλεί με τον άνθρωπο, με τις ρίζες του, με τις ανάγκες
του, εξίσου με το σώμα και την πνευματικότητά του. Που οι αρχιτεκτονικές επιλογές του
συνδιαλέγονται με αιώνια φιλοσοφικά ερωτήματα. Που ενσωματώνει τις αέναες μεταβολές
του φωτός στις ώρες, σβήνει τα όρια των χρονικών περιόδων, αναιρεί τη βαρύτητα, καταργεί
τα περιγράμματα του χρηστικού και του πνευματικού και αναδομεί τις συντεταγμένες του
πλανητικού χώρου. Χωρίς να χάνει τη γαλήνη. Τίποτε κραυγαλέο, τίποτε αλαζονικό.
Ανοιχτότητα στη συνομιλία, απλότητα και ειλικρίνεια. Ένα Νέο Μουσείο με σώμα: βάση,
κορμό και επίστεψη. Κλασικές ιδέες μετουσιωμένες σε σύγχρονη αισθητική.

Σε χαρμόσυνη μέρα μαζί θα περπατήσουμε. Στους πρόποδες της Ακρόπολης


κατεβαίνοντας σκαλιά σα σε εσωτερική πορεία θα πλησιάσουμε το Νέο Μουσείο. «Γι’ αυτά
πολεμήσαμε». Ούρειος άνεμος η βροντώδης φωνή του αγράμματου στρατηγού Μακρυγιάννη
στους δυο στρατιώτες που στην εξαθλίωσή τους ήθελαν να πουλήσουν αρχαία μάρμαρα.
Ρίζες. Μαζί με τους πολίτες αυτού του κόσμου θα εμπεδώσουμε την ύπαρξή μας στα
θεμέλια αρχαίων ανώνυμων κατοικιών. Θα μετρήσουμε κάτω από τα βήματά μας τις κοινές
καταβολές σε μια γειτονιά της αρχαίας Αθήνας.
Επαναπροσδιορισμός. Καθημερινά θα εκτυλίσσεται η ανασκαφή. Μέσα από ένα
άνοιγμα στο παρελθόν, που οι καμπύλες του διαστέλλονται, η αρχαιολογική σκαπάνη θα
συνεχίζει να αποκαλύπτει τις μνήμες, δραστικά ζωντανεύοντας τη μουσειακή εμπειρία.
Πατώντας σε γυάλινους πίνακες πάνω από τα δηλωτικά ερείπια τα πόδια μας θα αιωρηθούν.
Καταλύοντας τα όρια του χθες και του σήμερα βιωματικά θα συγχωνευθούν οι χρονικές
στιγμές. Μετέωροι θα βρεθούμε κάτω από το στέγαστρο, που προφυλάσσει την παγκόσμια
φωλιά, ενώ ταυτόχρονα ανατρέπει οπτικά οικείες διαστάσεις του χώρου: έντεκα πεσσοί που
συγκλίνουν ελαφρά προς το κέντρο επαναλαμβάνουν πάνω από το κεφάλι μας το βασικό
μοτίβο των κιόνων του Παρθενώνα. Ανατρεπτικά, σε οριζόντιο τώρα επίπεδο, ως προέκταση
του στέγαστρου. Σαν τεράστια δάχτυλα τείνουν να αγγίξουν τον Ιερό Βράχο και σα χορδές
άρπας με μουσικότητα μας οδηγούν. Η βαρύτητα ξαναζυγίζεται, προς την είσοδο του
Μουσείου.
Το σπιτικό. Στις προθήκες των παρυφών της Βάσης του Μουσείου χρηστικά
καθημερινά αντικείμενα από την οικιακή ζωή και τις γαμήλιες τελετές, σηματοδοτούν
πανανθρώπινες ανάγκες έρωτα και συμβίωσης. Μαζί θα γονατίσουμε στα πρώτα σκαλιά
μπροστά στην αναπαράσταση του εθίμου της ταπεινής προσφοράς στους θεούς πάνω στο
θεμέλιο του σπιτιού: ευτελή μικρά αγγεία εμπεριέχουν σε ίσες δόσεις τη χαρά του σπιτικού,
την αγωνία της ζωής, την ανάγκη του θείου και την προσδοκία της γονιμότητας. Δεν λείπει
ούτε ένα μνημείο του χρήματος, αληθινό και οικείο στοιχείο της πολιτισμικής μας
συγγένειας.
Άνοδος. Με δέος θα ατενίσεις την αίθουσα των Κλιτύων, βαθμίδες που παραπέμπουν
στα Προπύλαια. Η φαρδιά κλίμακα, ένα στοιχείο που προσδίδει αλαζονική μεγαλοπρέπεια
στη νεοκλασική αρχιτεκτονική, εδώ διακρίνεται από την επίγνωση του μέτρου της
ανθρώπινης φύσης. Θα το δεις.
Ο άνθρωπος και η πόλη του. Άνω θρώσκοντας θα πορευτούμε στον Κορμό του
Μουσείου. Στην αίθουσα του πρώτου ορόφου αρχαϊκές κόρες ντυμένες με πολύπτυχους
πέπλους και νεαροί κούροι αντανακλούν τη ζεστασιά της κοινότητας. Κοντά στο ύψος του
θεατή χωρίς να είναι ισοϋψείς, με τονισμένη την ατομικότητά τους. Σα σε βόλτα στην
κοντινή αρχαία Αγορά θα περπατήσουμε ανάμεσά τους. Σε περίοπτη θέση ομοίωμα χάλκινου
πλοίου. Ένα από τα έργα του ανθρώπου. Απέναντι γλυπτές μορφές από τους μύθους της
ίδρυσης της αρχαίας πόλης.
Αναπάντεχα οι τοίχοι ανοίγουν και οι πολυκατοικίες της σύγχρονης Αθήνας με τις κεραίες
των τηλεοράσεων με ειλικρίνεια παίρνουν τη θέση τους. Ένα Μουσείο τέτοιων αξιών δεν
έχει ανάγκη να εξωραΐσει. Μόνο διηγείται. Η ζωή της σύγχρονης πόλης μέσα από γυάλινους
πίνακες χωρίς μεταλλικά πλαίσια εισβάλλει ανάμεσα στις μορφές της ιστορίας αναδομώντας
την αντίληψη του τι είναι αλήθεια και παρόν και τι είναι τηλε-οπτική προβολή. Το φως που
διαχέεται σε όλο το χώρο με εκφραστικότητα διαβάζει, κινεί και μεταβάλλει τα πρόσωπα και
τις θέσεις στις ώρες. Με διαφάνεια ενοποιεί το εξωτερικό με το εντός προετοιμάζοντας την
κορύφωση στην πνευματικότητα.

9
Η μύηση. Με στροφή 23 μοιρών διαφοροποιείται ο ανώτατος όροφος και
ευθυγραμμίζεται με το Ναό της Παρθένου. Επαναλαμβάνοντας τις διαστάσεις του σηκού μια
συμπαγής ορθογώνια στήλη αποτελεί τον πυρήνα ολόκληρου του Μουσείου και γίνεται η
βάση γύρω από την οποία εκτίθενται σε φυσικές διαστάσεις οι μετόπες, η ζωφόρος και τα
αετώματα του Παρθενώνα. Τα γλυπτά των επιστυλίων του ναού η Επίστεψη του Μουσείου.
Γύψινα εκμαγεία στη θέση των ακρωτηριασμένων μελών και σε αναμονή της ένωσης των
αυθεντικών μορφών με τον πνευματικό πυρήνα τους: σε απόσταση αναπνοής και σε ανοικτή
συνομιλία με το μητρικό ναό, το ριζωμένο στην Αγορά Ιερό Βράχο, τον ελληνικό ουρανό και
την Αθήνα όλων μας.
Σαν στα Ελευσίνια Μυστήρια η μύηση εδώ είναι προσωπική και μη ανακοινώσιμη. Ορατή
είναι μόνο η διάφανη διαδρομή στην αίθουσα και αισθητή η κατάργηση των συμβάσεων του
χωροχρόνου.

Ετοιμάσου, Επιχαρμίδη. Γυρίζεις στην πατρίδα. Η εικόσορος με τους κωπηλάτες σε


περιμένει έτοιμη, αμφιέλισσα και κορωνίς, αμφίκυρτη και ακροστολισμένη, στον Τάμεσι.
Ερέτες, σηκώστε τα κουπιά.
Το ταξίδι της λήθης στη χώρα των Λωτοφάγων και της απώλειας του προσώπου στο νησί της
Κίρκης έχει τελειώσει. Δε σου αξίζει να είσαι ένα Ελγίνειο μάρμαρο.
Δεν έχεις πια να περάσεις άλλες Σειρήνες που σου τραγουδάνε την τιμή που σου κάνουν και
πόσο διάσημος γίνεσαι μένοντας σε βουβό Μουσείο. Ούτε η Καλυψώ σε κρατάει πια με το
ματζούνι της κοινής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Γυμνός θα έρθεις. Οδυσσέας, ναυαγισμένος και δίχως πλοίο, με χαμένους συντρόφους και
βαθιά χαραγμένος στις αμμουδιές της Ελλάδας. Όπως συχνά στην ιστορία του ο Έλληνας.
Έχεις θέση. Στην κοινότητα της ζωφόρου. Που φέρει τη ζωή σου. Από όπου βίαια τότε
αποκολλήθηκες. Έχεις χώρο. Μέσα σε ένα απαλό κέλυφος, στεγανό από τα μολυσμένα νέφη
κάθε εποχής. Κατοικία σου στην Ακρόπολη του ανθρώπινου πολιτισμού μέγαρο αυθύπαρκτο.
Μουσείο διάφανο στη ροή του ανθρώπινου χρόνου και στην αλήθεια του άχρονου φωτός και
γι’ αυτό ζωντανό. Πρόσωπο με πρόσωπο με τη μήτρα σου.
Εδώ είναι η θέση σου.

Κοιτάζω τις σανίδες του κύτους του «Μέντορα» προς το πρυμνιό ποδόστημα. Σε
ποια θέση ήταν τα βράχια που χτύπησε; Μήπως κάπου σε όλη αυτήν τη διαδρομή μέχρι να
αρχίσει να βουλιάζει, ή έστω τότε, η δέκατη έβδομη κασέλα έφυγε σε δική της πορεία; Είχα
ρυθμίσει τον άξονα της πυξίδας μου νοτιοδυτικά του βυθισμένου σκαριού. Εκεί σκόπευα να
ψάξω για τη χαμένη κασέλα, κατά μήκος των βράχων της ακτογραμμής.
Υπάρχει κάτι ακόμα ελεύθερο, ανέγγιχτο, Επιχαρμίδη, εδώ που ψάχνω;
Πες μου. Θέλω να το βρω. Θέλω να ξέρω, αν υπάρχει.
Κάτι που γλύτωσε την υποταγή, την αποξένωση, τη θλίψη, τη σκοτεινιά;
Το χρειάζομαι. Διάφανο, καθαρό, απλό, φωτεινό, αδιαπέραστο και απέραντο.
Προσπερνώντας το πεδίο του ναυαγίου ενώνω τον αντίχειρά μου με το δείκτη
σχηματίζοντας κύκλο, σήμα για τους άλλους δύτες ότι όλα είναι καλά. Συμβουλεύομαι στην
πινακίδα μου τη διαδρομή που έχω σχεδιάσει να κάνω σήμερα.
«Ίρις, έλα κοντά μου. Βοήθησέ με. Χρειάζομαι το ελαφρύ άγγιγμά σου. Τύλιξέ με
στον πέπλο σου και οδήγησέ με, με ασφάλεια. Μπορείς; Μπορείς ακόμα να πετάς; Μπορείς
να φέρνεις τα μηνύματα των θεών στους ανθρώπους; Προφυλάσσοντάς τους από επώδυνες
επιλογές, δείχνοντάς τους δρόμους της χαράς;»
Ήσουν άτυχη. Όταν ο λίθος που περιγράφει την παράδοση του πέπλου στην Αθηνά,
ράγισε κατά τη μεταφορά του από την Ακρόπολη κι έσπασε στη μέση, έμεινες εσύ με το Δία
και την Ήρα και αποχωρίστηκε η Αθηνά με τις κόρες που της προσφέρουν τον πέπλο. Αν
έμενε ολόκληρο το μάρμαρο, εξαιτίας του βάρους του, δε θα μπορούσαν τότε να το
ανασύρουν από τον πυθμένα των Κυθήρων και θα έμενες στη γη σου. Ή δεν είναι μόνο η
Ελλάδα η γη σου; Ίρις, χωρίστηκες τότε από τους ανθρώπους. Αποκομμένη τώρα στο λίθο
των θεών μπορείς ακόμα να έρθεις κοντά μας;»

10
Τότε ένιωσα το φτερούγισμά της. Την είδα την Ίριδα να πετάει μπροστά και στα
δεξιά μου. Μια σκιά που διακρίνεται πάνω από την άμμο του βυθού να πλαταγίζει τα φτερά
της. Ανασηκώνεται, κινείται λίγο και ξαναπλαγιάζει στην άμμο.
Μαγνητίζομαι προς τα εκεί. Τη βλέπω. Ένα μεγάλο σελάχι κυματίζοντας καμπυλόγραμμα τα
πτερύγιά του διαγράφει το κυανό. Διαγράφει το κενό γύρω μου και με οδηγεί σε κυκλοτερείς
τροχιές. Με παρασύρει. Επιταχύνω. Κινείται πιο γρήγορα. Επιμένω. Με ένα αιφνίδιο τίναγμα
μακριά από μένα χώνεται μέσα στην άμμο.
Πού; Να μην το χάσω από τα μάτια μου. Οι κόκκοι άμμου έχουν κατακαθίσει στον πυθμένα.
Πού είναι; Μικρές σκιές ανασηκώνονται ελαφρά από την άμμο, σύρονται παράλληλά της και
κάθονται πάλι παίρνοντας το χρώμα της: οι γλώσσες. Επίπεδος φαίνεται ο βυθός, αλλά δεν
είναι. Πολιτείες ολόκληρες της υποθαλάσσιας ζωής κτισμένες κάτω από την άμμο του. Νάτα,
διακρίνω τα μάτια του. Λίγο εξέχουν πάνω από την άμμο. Κατευθύνομαι βιαστικά. Τινάζεται
απότομα το μεγάλο ζώο. Διώχνει την άμμο από τη ράχη του και ωκύαλο εξαφανίζεται στον
ευρύ πόντο. Στη θέση του μια γούβα σκαμμένη στο βυθό, δίπλα σε μια συστάδα βράχων.
Ο ρυθμικός ήχος του αποσυμπιεστή μου με προειδοποιεί. Ώρα μηδέν: τέλος του
επιτρεπόμενου χρόνου μου στο βυθό. Παίρνω στην παλάμη μου το μανόμετρο και το γυρίζω
προς το φως, για να δω την πίεση. Πενήντα ατμόσφαιρες. Πρέπει να ανέβω.
Σε μια τελευταία ματιά διακρίνω ένα λευκό βότσαλο στο κέντρο της γούβας. Θα το
κρατήσω, φυλακτό της συνάντησής μου με την Ίριδα. Μμμ. Είναι μεγαλύτερο από βότσαλο.
Χώνω τα δάχτυλα με το γάντι μου στην άμμο. Το καθαρίζω βιαστικά. Μοιάζει γωνία,
ορθογώνιου μαρμάρινου λίθου. Τραβάω το μαχαίρι από την κνήμη μου, το βυθίζω στην
άμμο, να νιώσω όσο πιο βαθιά μπορώ τη μορφή του. Ο αποσυμπιεστής μου χτυπάει διαρκώς.
Έχω αργήσει. Η μύτη του μαχαιριού μου ακουμπάει σε κάτι έξεργο. Ανάγλυφο;
Συγκλονίζομαι. Να κρατήσω τη θέση. Να ανέβω τώρα. Να κάνω στάση
αποσυμπίεσης στα έξι μέτρα. Τρία λεπτά. Και στα τρία μέτρα. Χάνω τον επιτρεπόμενο
χρόνο.

Καβαλάρηδες ήρθαν στο όνειρό μου. Έφιπποι Αθηναίοι.


Ποδοβολητό των πέτρινων ίππων. Λευκά πρόσωπα με τη διαφάνεια του μάρμαρου. Η
απαλότητα των μυών λαξεμένη στο στήθος τους. Γραμμένη η ελαφρότητα των νεανικών
προσώπων.
Άρχισαν να ψιθυρίζουν. «Δήμητρα, μη μας αφήσεις.» Ψίθυροι που πύκνωναν, «Δήμητρα, μη
μας αφήσεις», σαν τον αέρα στους καλαμιώνες της Στυμφαλίας, σαν τις πνοές πολλών αυλών
μαζί. Φύσαγαν μες στα αυτιά μου, μέχρι που έγιναν δεινή θύελλα μισγομένων φθόγγων.
Τύλιξαν το πρόσωπό μου με παγωμένες ταινίες. Βρεγμένες, κόκκινες. Σφράγισαν τα μάτια
μου. «Μη, μη τη μύτη μου», ψέλλισα. Χάνω την ανάσα μου, απεγνωσμένα ουρλιάζω χωρίς
κανένα φθόγγο. Διάπλατα ανοίγω το στόμα. Μόνο σιωπή. Κινώ το κεφάλι μου σπασμωδικά
από τον αυχένα. Ουρλιάζω απ’ τα σπλάχνα μου, μήπως βγει επιτέλους η φωνή.
Να με ακούσουν. Να με ακούσουν.
Ένα λιγνό φως, σαν αρχαιοελληνικού λύχνου, μικρή αστραπή που δυναμώνει. Ο καλπασμός
σβήνει με ένα ρυθμικό σούρσιμο. Μαρμάρινης διαύγειας μέλη, νεανικής καθαρότητας στήθη,
ραδινά σκέλη, σφικτοί γλουτοί, ευλύγιστα δάκτυλα, ζωντανά πέλματα περνούν μπροστά μου.
Σμιλεμένα σε ορθογώνιους λίθους. Αισθητική, που μορφοποιήθηκε σε ηθική μιας πολιτείας.
Μορφές όμορφες. Και όμαιμες με κάθε άνθρωπο. Έτσι όπως είναι ο πυρήνας του.
Ώστε υπάρχουν, ακόμα, φυλαγμένες στο Αιγαίο του ανθρώπινου γένους. Στη
θάλασσα της ψυχής μου. Ανέγγιχτες. Όπως τις κουβαλάω μέσα μου. Κάτω από τα κύματα
του ανθρώπινου πόνου, μακριά από τις φυκάδες της διαπλοκής φτηνών επιθυμιών, πίσω από
τη λάσπη της μικρότητας και της λησμοσύνης των αξιών. Προφυλαγμένες μες στην άμμο του
ομηρικού οίνοπα πόντου. Της θάλασσας που φαίνεται σαν το κρασί.

19 Ιουλίου 2009. Εφημερίδα Ελευθεροτυπία. Η επόπτρια της έρευνας της Εφορίας


Ενάλιων Αρχαιοτήτων Αγγελική Σίμωσι δήλωσε: «Εμείς το ξέραμε, καθώς ούτε η δική μας
αποστολή το 1985 υπήρξε καρποφόρα. Όπως διαπιστώθηκε στο Κέντρο Λίθου, όπου στείλαμε
δείγματα από έντεκα πετρώματα, μάρμαρο δεν ήταν, δυστυχώς, κανένα τους.»

11

You might also like