You are on page 1of 112

Ανάλυση στο «Γιατί βαθιά μου δόξασα» Σικελιανός

Αθηνά Βογιατζόγλου,«Γιατί βαθιά μου δόξασα»:Η ρητορική στην υπηρεσία


του λυρισμού, Αφιέρωμα στον Σικελιανό, Νέα Εστία, τεύχος 1740,Δεκέμβριος
2001.

Άρθρο της Αθηνάς Βογιατζόγλου στη Νέα Εστία τεύχος 1740, Δεκεμβριος
2001 με τίτλο :«Γιατί βαθιά μου δόξασα»:

Η ρητορική στην υπηρεσία του λυρισμού (σ.950-951)αναφέρει:«Ας δούμε


πως σχηματίζεται ο 15στιχος κύκλος στον οποίο περιγράφεται η ένωση
ποιητή-σύμπαντος. Οι στίχοι 1 και 15 που τον ορίζουν, περιέχουν και οι δύο:
α) τη λέξη «γη», β) ένα ρήμα δημιουργίας σημαντικό(«δόξασα», «πλάθει») και
γ) ένα αιτιολογικό σύνδεσμο («γιατί», «τί»). Ο ποιητής που μέσα του δοξάζει
τη γη, «μιλά για »(δηλαδή επίσης δοξάζει) τη δημιουργική ενέργεια της ίδιας
της γης, η οποία, όπως κι αυτός, αενάως «πλάθει». Ο ποιητής, λοιπόν,
δημιουργεί τη γη, η οποία δημιουργεί τη «χτίση», σε συντακτικό επίπεδο,
εξάλλου το « γιατί» της δημιουργίας του λυρικού ποιητή συναρτάται με το «τί»
της κοσμικής δημιουργίας. Οι τρεις ομόκεντροι κύκλοι που σχηματίζουν στους
στίχους αυτούς( η γη βρίσκεται μέσα στον ποιητή και ο ποιητής μέσα στη
χτίση)κατ΄ουσίαν ταυτίζονται καθώς ποιητής και φύση είναι εκφάνσεις του
πλάθοντος και πλαθόμενου σύμπαντος, εκφραστής του οποίου είναι,
διαμέσου του ποιητικού λόγου, ο ποιητής. Όσο για το κέντρο του 15στιχου
κύκλου, που καταλαμβάνει ο στίχος 8, εμπεριέχει την ιδιαίτερα προσφιλή
στον Σικελιανό λέξη«σκοπός», η οποία υπογραμμίζει την τελεολογία του
ατομικού και κοσμικού δημιουργικού γίγνεσθαι. Η κεντρομόλος δύναμη που
κυριαρχεί στο πλαίσιο του κύκλου που περιγράψαμε, η οποία υπακούει στον
κοσμικό νόμο της βαρύτητας(ο νους ριζώνει, η πηγή αναπηδά και επιστρέφει
στο χώμα, η σκέψη βυθίζεται, η βροχή πέφτει στη γή και στα έγκατα του
ποιητή) στο τελευταίο δίστιχο παύει να υφίσταται: το σύννεφο του εφήμερου
διαλύεται, εξαερώνεται, η ζωή και ο θάνατος συναντώνται ο κύκλος του
χωροχρόνου έχει κοπεί».
«Γιατί βαθιά μου δόξασα» είναι ποίημα με βαρυσήμαντο περιεχόμενο. Το ίδιο
το ιδεολογικό φορτίο του ποιήματος έχει μετατραπεί σε πολύτιμη ποιητική ύλη
και εκφράζεται, παρά τους αφηρημένους όρους -κλειδιά που το συγκροτούν,
με λέξεις που του δίνουν απτό χαρακτήρα π.χ. ο νους ριζώνει όπως το
δέντρο, η χαρά είναι πηγή, η σκέψη βυθίζεται και αποκτά βάρος και αφή, η
στιγμή λάμπει σαν οπώρα αποκτώντας χρώμα, σχήμα, μυρωδιά και γεύση, ο
καρπός της εμπειρίας βρέχει, δροσίζοντας τα «χοϊκά σπλάχνα του ποιητή» και
τέλος ο θάνατος προσωποποιείται γίνεται αδελφός. Σελ.949-950 «Ο
εσωτερικός μικρόκοσμος του ποιητή και ο μακρόκοσμος της πλάσης
διευσδύουν ακατάπαυστα ο ένας στον άλλον και η κατάκτηση αυτής της
ενότητας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να πραγματωθεί αυτό που ο
Σικελιανός αποκαλεί «υπέρτατη βιολογική αρχή του Λυρισμού»:η «αρχή της
υπερβατικότητας » σύμφωνα με την οποία ο λυρικός δημιουργός κατορθώνει
να υπερβεί το χρόνο και τον τόπο ή την αμέσως αισθητή πραγματικότητα,
χωρίς για τούτο η ψυχή του να χάνει διόλου-απεναντίας-το συγκεκριμένο
έδαφος της ίδιας μες στην εποχή του θετικής ευθύνης, ενέργειας και
αποστολής. Στο τελευταίο δίστιχο πραγματοποιείται το σπάσιμο του κοσμικού
κύκλου και η θριαμβευτική διακήρυξη της υπέρβασης. Η στενή συνάρτηση
ένωσης και υπέρβασης της κοσμικής πραγματικότητας υπογραμμίζεται με την
εξαπλή ομοικαταληξία που ενώνει τις καταληκτήριες λέξεις των 14σύλλαβων
των δύο τελευταίων στροφών(πως-σκοπός-καρπός-φως-κρυφός- αδελφός)»
.Βλ.και Α. Σικελιανού, Πεζός Λόγος, τ.Γ, επιμ. Σαββίδης, Ίκαρος 1981 σ. 155,
162-3).
ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ: ΠΡΕΒΕΖΑ
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι


με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει


για να ζυγίση μια “ελλειπή” μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.


Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Tραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,


“Υπάρχω;” λες, κ' ύστερα “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους


αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

1
Το ποίημα "Πρέβεζα" το είχαμε στο δικό μου έτος στην τρίτη
εργασία και επειδή μαζί με τη διόρθωση μας έδιναν
σε όλα τα τμήματα ένα γενικό διάγραμμα των σωστών απαντήσεων
θα σας γράψω τι είχαμε πάρει σχετικά με το ποίημα αυτό.
Το ζητούμενο στο ένα σκέλος της εργασίας ήταν να εξετάσουμε
θέματα
που σχετίζονται με τη χρήση της γλώσσας, το ψυχολογικό υπόστρωμα
και την ποιητική στα ποιήματα "Πρέβεζα" του Καρυωτάκη και "Ιερά
Οδός" του Σικελιανού και να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο οι
δύο ποιητές αξιοποιούν και ερμηνεύουν εικόνες και σκηνές από τη
γύρω τους πραγματικότητα.

Οπότε σας γράφω όλα τα σχόλια που σχετίζονται με την "Πρέβεζα", γιατί
νομίζω ότι θα είναι πολύ βοηθητικά.

α. Γλώσσα: Στο ποίημα του Καρυωτάκη ο γλωσσικός κώδικας είναι μικτός:


βάση είναι η δημοτική αλλά περεισφρέουν αρκετά στοιχεία καθαρεύουσας και
της υπαλληλικής και γραφειοκρατικής γλώσσας. Έτσι το ποίημα διακρίνεται
από γλωσσικό ρεαλισμό, που αποτυπώνει τη γλωσσική πραγματικότητα που
βιώνει ένας δημόσιος υπάλληλος διορισμένος σε μια υπηρεσία της ελληνικής
επαρχίας στα μεσοπολεμικά χρόνια.

β. Ψυχολογικό υπόστρωμα: στην περίπτωση του Καρυωτάκη η πεισιθάνατη


διάθεση του ποιητικού υποκειμένου εμφανίζεται μέσα από μια σειρά εικόνων
και καταστάσεων της πραγματικότητας που το περιβάλλει. Το ποιητικό
υποκείμενο υποφέρει από το βίωμα της επαρχιακής πλήξης και ανίας και αυτό
καταγράφει ως το τέλος του ποιήματος. Ολόκληρο το ποίημα διαποτίζεται από
το αίσθημα του αδιεξόδου που φτάνει έως και το ενδεχόμενο της αυτοχειρίας,
ευδιάκριτο στην τελευταία στροφή.

2
γ. Ποιητική: Το ποίημα στηρίζεται στην παρατήρηση και την επιλεκτική
παρουσίαση σκηνών, εικόνων ή καταστάσεων από τη γύρω
πραγματικότητα. Η έμπνευση δηλαδή προέρχεται από ερεθίσματα που
γεννώνται στο ποιητικό υποκείμενο από την επαφή με το άμεσο περιβάλλον
του. Ο Καρυωτάκης εκφράζει την ασφυξία του ποιητικού υποκειμένου μέσα
στη μίζερη και ανούσια ζωή της επαρχίας. Τα περιστατικά που παρατηρεί και οι
καταστάσεις που βιώνει και τα οποία επιλέγει να καταγράψει, στόχο έχουν να
δικαιολογήσουν και να τεκμηριώσουν αυτή τη διάθεση και να προϊδεάσουν για
την τελική αντίδραση. Το ποίημα του Καρυωτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί
ειρωνικό, βιωματικό, ρεαλιστικό και απαισιόδοξο.

Η πένθιμη και απαισιόδοξη προοπτική του Καρυωτάκη παρουσιάζονται


σε όλο τους το εύρος. Κάθε τι γύρω του είναι θάνατος. Τα πουλιά που
πετούν στα κεραμίδια ....χτυπιούνται... γιατί η ζωή είναι πόνος και θάνατος.

Οι γυναίκες που κάνουν έρωτα σαν να καθαρίζουν κρεμμύδια, απαξιώνουν


τον ανθρώπινο πόθο και το συναίσθημα, σε βαρετή και επίπονη καθημερινή
ρουτίνα. Ακόμη και η φύση με τη θάλασσα και τον ήλιο, από ζωογόνες πηγές
έχουν γίνει πηγές θανάτου.
Κάθε εικόνα του περιβάλλοντος δημιουργεί την αποστροφή του ποιητή:
Ο αστυνόμος, ο δάσκαλος, τα λουλούδια σε ένα μπαλκόνι, είναι θάνατος μέσα
στο ψυχικό του αδιέξοδο. Αποστασιοποιημένος από τον περίγυρό του
παρατηρεί και ερμηνεύει τον κόσμο του, με την ισοπεδωτική διαπίστωση της
νεκρής πραγματικότητας.
Αμέσως μετά τοποθετει τον εαυτό του μέσα σε αυτήν την πραγματικότητα,
αλλάζοντας το πρόσωπο της αφήγησης σε πρώτο πληθυντικό
...θ' ακούσουμε τη μπάντα...αναφερόμενος στην εορταστική ρουτίνα της
Πρέβεζας.
Στη συνέχεια σε πρώτο ενικό "υποδύεται" έναν κάτοικο της πόλης που μας
πληροφορεί για τη δική του ρουτίνα και τη φροντίδα να αποταμιεύσει

3
χρήματα. Εδώ φαίνεται η ψυχική μετάπτωση αφού από τη μια δεν βλέπει
τίποτε πέρα από θάνατο, από την άλλη μιλά με βεβαιότητα για το άμεσο
μέλλον και φροντίζει για την εξασφάλισή του.
Ακολούθως σε χρόνο ενεστώτα διαλογίζεται στην προκυμαία της πόλης με τον
εαυτό του και η αβεβαιότητα στην ερώτηση ...υπάρχω;.... γίνεται βεβαιότητα
με την απάντηση ...δεν υπάρχεις..., φανερώνοντας μια αποστροφή για τη
ζωή, ένα υπαρξιακό αδιέξοδο.
Και ύστερα σε παρόντα πάλι χρόνο ο γύρω κόσμος και τα πρόσωπά του, με το
πλοίο στολισμένο να φτάνει στο λιμάνι με κάποιον επίσημο. Μια συνεχής
μετάπτωση στο χρόνο και στο αφηγηματικό πρόσωπο, δείχνει την αβεβαιότητα
και την ασφυκτική πραγματικότητα του ποιητή, που δεν μπορεί να αντιληφθει
αν ανήκει ή όχι σε αυτό το περιβάλλον, αν είναι κομμάτι από τον πληθυσμό
του ή αν είναι ένα ξένο σώμα που απορρίπτεται. Η τελική του αποστροφή για
τους ανθρώπους γύρω του, γίνεται σαρκασμός με τη σκέψη ότι ο θάνατος
ενός, θα συγκέντρωνε τους υπόλοιπους σε μια διασκεδαστική συνάθροιση
στην κηδεία του. Με τη διαπίστωση ότι θα διασκέδαζαν όλοι και
χρησιμοποιώντας πρώτο πληθυντικό τονίζει την ανομοιογένεια και την
αποστασιοποίηση των ανθρώπων μεταξύ τους, ενώ ο θάνατος από αηδία,
υπερτονίζει τη ρηχότητα, τη ματαιότητα και τον απωθητικό χαρακτήρα τους.
Ο κοινωνικός περίγυρος του Καρυωτάκη αποτελεί έτσι μια επιπλέον αιτία της
υπαρξιακής του απελπισίας. (η ρηχότητα και ο απωθητικός χαρακτήρας των
ατόμων φαίνεται ολοκάθαρα στο παράδειγμα του αστυνόμου με τη μερίδα του
φαγητού που υπάρχει και ως υποσημείωση. Η μίζερη αντίδραση και η
αλαζονική συμπεριφορά του ατόμου που κατέχει εξουσία, εξοργίζει όχι μόνο
την απαισιόδοξη φύση του Καρυωτάκη αλλά και κάθε άνθρωπο με στοιχειώδη
αξιοπρέπεια).

Στην Πρέβεζα ο ποιητής φανερώνει σε όλο της το εύρος τη δυσαρμονία του με


το περιβάλλον και την πραγματικότητά του, καθώς και το συναίσθημα της
απελπισίας που του προκαλεί. Η ρεαλιστική του αφήγηση, η ειρωνεία και ο
σαρκασμός λειτουργούν ως κοινωνική καταγγελία για την μιζέρια και την

4
σκληρότητα της επαρχιακής ζωής που επιδεινώνει το υπαρξιακό του αδιέξοδο.
Η γλώσσα του ποιήματος είναι δημοτική με αρκετά στοιχεία της αυστηρής
γραφειοκρατικής γλώσσας που ο ποιητής χρησιμοποιούσε ως δημόσιος
υπάλληλος. Οι λέξεις ...βάσις.., Πρεβέζης..., κατάθεσις, είναι μερικά δείγματα
που ο Καρυωτάκης πολλές φορές χρησιμοποιούσε για να διακωμωδήσει το
πομπώδες ύφος της γραφειοκρατίας που απρόθυμα υπηρετούσε, αλλά και
γιατί ήθελε να ενσωματώσει στην ποίησή του τη γλώσσα που αναγκαστικά
χρησιμοποιούσε, φτάνοντας στη βαθμιαία απομάκρυνσή του από τη δημοτική.
Και αυτό ήταν άλλο ένα δείγμα της αποτυχία της ποίησής και των ιδανικών
της να υπερπηδήσουν την πεζή πραγματικότητα, ζητούμενο επιτακτικό στην
ποίηση του Καρυωτάκη.
Η Πρέβεζα αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό της ζωής του Καρυωτάκη και το
ομώνυμο ποίημα εκ των υστέρων μοιάζει περισσότερο με την προαναγγελία
του θανάτου του. Η εκεί δυσμενής μετάθεσή του και το περιβάλλον της, μέσα
στο οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί και πόσο μάλλον να
αφομοιωθεί, αποτέλεσαν όπως όλα δείχνουν το τελειωτικό χτύπημα στην
ευαίσθητη και ταραγμένη ψυχή του. Το αίσθημα της αδικίας εκ μέρους των
ανωτέρων του και η έλλειψη οποιουδήποτε ιδανικού, του προκάλεσαν όπως
γράφει στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του, αποκρουστικά συναισθήματα για
κάθε πραγματικότητα. Η συμβουλή όμως που άφησε ως υστερόγραφο μαζί με
το τελευταίο του γράμμα, να μην προσπαθήσει δηλαδή όποιος ξέρει κολύμπι
να αυτοκτονήσει στη θάλασσα, δείχνει ότι μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν
έχασε τον σαρκασμό του, παρέμεινε στο ίδιο κλίμα με την ποίηση που
υπηρέτησε όλα του τα χρόνια και τελικά έναν άνθρωπο που είχε αίσθηση του
χιούμορ, που κατά παράδοξο τρόπο προέρχονταν από την ίδια την αίσθηση
της ματαιότητας.

Η ζωή του Καρυωτάκη έφερε τη μελαγχολία του. Η μελαγχολία του, την


ταραγμένη φαντασία -- τη δίψα του αντι-λογικού, του φαουστικού. Η φαντασία έφερε
τις Ελεγείες. Οι Ελεγείες έφερεαν τις Σάτιρες. Οι Σάτιρες την αυτοκτονία. -- Αλλιώς
δεν μπορούσε να γίνει.

5
Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν
ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως.
Αλλ' ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή
γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας,
ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος,
ακατανόητος για τη Ζωή της πολιτείας, κ' αδιάφορος.

Ο ρεαλισμός, ο αστικός ρεαλισμός του πραγματικού περιβάλλοντός μας,


επρόβαλε καθαρός στην ποίηση, με το έργο του Καβάφη.

Με την ποίηση του Καρυωτάκη αυτός ο ρεαλισμός έγινε νεοαστικός.

Ποια είναι η πλατύτερη, η χαρακτηριστικώτερη, η συνηθέστερη πλευρά του νεοαστικού


ρεαλισμού, το ξέρομε όλοι: είναι η ιεραρχία, η υπαλληλία, το γραφείο, η
γραφειοκρατία.

Στην πρώτη περίοδο των Νεοελληνικών Γραμμάτων, την Επτανησιακή, ο


άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο ευγενής, ο ευπατρίδης. Στη δεύτερη περίοδο,
την αθηναϊκη -- κλασική και ρωμαντική -- είν' ο λόγιος. Στην τρίτη, την
προπολεμική, είν' ο δημοσιογράφος. Στην τετάρτη, την μεταπολεμική (η
κατάπτωση συνεχίζεται) ο άνθρωπος των γραμμάτων είναι ο υπάλληλος.

Αυτήν την εποχή έζησε κι ο Καρυωτάκης. Κι αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο
γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι αυτοί που τον διαβάζουν. Κι έτσι τους
αντιπροσωπεύει.

You might also like