Professional Documents
Culture Documents
Άρθρο της Αθηνάς Βογιατζόγλου στη Νέα Εστία τεύχος 1740, Δεκεμβριος
2001 με τίτλο :«Γιατί βαθιά μου δόξασα»:
1
Το ποίημα "Πρέβεζα" το είχαμε στο δικό μου έτος στην τρίτη
εργασία και επειδή μαζί με τη διόρθωση μας έδιναν
σε όλα τα τμήματα ένα γενικό διάγραμμα των σωστών απαντήσεων
θα σας γράψω τι είχαμε πάρει σχετικά με το ποίημα αυτό.
Το ζητούμενο στο ένα σκέλος της εργασίας ήταν να εξετάσουμε
θέματα
που σχετίζονται με τη χρήση της γλώσσας, το ψυχολογικό υπόστρωμα
και την ποιητική στα ποιήματα "Πρέβεζα" του Καρυωτάκη και "Ιερά
Οδός" του Σικελιανού και να προσέξουμε τον τρόπο με τον οποίο οι
δύο ποιητές αξιοποιούν και ερμηνεύουν εικόνες και σκηνές από τη
γύρω τους πραγματικότητα.
Οπότε σας γράφω όλα τα σχόλια που σχετίζονται με την "Πρέβεζα", γιατί
νομίζω ότι θα είναι πολύ βοηθητικά.
2
γ. Ποιητική: Το ποίημα στηρίζεται στην παρατήρηση και την επιλεκτική
παρουσίαση σκηνών, εικόνων ή καταστάσεων από τη γύρω
πραγματικότητα. Η έμπνευση δηλαδή προέρχεται από ερεθίσματα που
γεννώνται στο ποιητικό υποκείμενο από την επαφή με το άμεσο περιβάλλον
του. Ο Καρυωτάκης εκφράζει την ασφυξία του ποιητικού υποκειμένου μέσα
στη μίζερη και ανούσια ζωή της επαρχίας. Τα περιστατικά που παρατηρεί και οι
καταστάσεις που βιώνει και τα οποία επιλέγει να καταγράψει, στόχο έχουν να
δικαιολογήσουν και να τεκμηριώσουν αυτή τη διάθεση και να προϊδεάσουν για
την τελική αντίδραση. Το ποίημα του Καρυωτάκη μπορεί να χαρακτηριστεί
ειρωνικό, βιωματικό, ρεαλιστικό και απαισιόδοξο.
3
χρήματα. Εδώ φαίνεται η ψυχική μετάπτωση αφού από τη μια δεν βλέπει
τίποτε πέρα από θάνατο, από την άλλη μιλά με βεβαιότητα για το άμεσο
μέλλον και φροντίζει για την εξασφάλισή του.
Ακολούθως σε χρόνο ενεστώτα διαλογίζεται στην προκυμαία της πόλης με τον
εαυτό του και η αβεβαιότητα στην ερώτηση ...υπάρχω;.... γίνεται βεβαιότητα
με την απάντηση ...δεν υπάρχεις..., φανερώνοντας μια αποστροφή για τη
ζωή, ένα υπαρξιακό αδιέξοδο.
Και ύστερα σε παρόντα πάλι χρόνο ο γύρω κόσμος και τα πρόσωπά του, με το
πλοίο στολισμένο να φτάνει στο λιμάνι με κάποιον επίσημο. Μια συνεχής
μετάπτωση στο χρόνο και στο αφηγηματικό πρόσωπο, δείχνει την αβεβαιότητα
και την ασφυκτική πραγματικότητα του ποιητή, που δεν μπορεί να αντιληφθει
αν ανήκει ή όχι σε αυτό το περιβάλλον, αν είναι κομμάτι από τον πληθυσμό
του ή αν είναι ένα ξένο σώμα που απορρίπτεται. Η τελική του αποστροφή για
τους ανθρώπους γύρω του, γίνεται σαρκασμός με τη σκέψη ότι ο θάνατος
ενός, θα συγκέντρωνε τους υπόλοιπους σε μια διασκεδαστική συνάθροιση
στην κηδεία του. Με τη διαπίστωση ότι θα διασκέδαζαν όλοι και
χρησιμοποιώντας πρώτο πληθυντικό τονίζει την ανομοιογένεια και την
αποστασιοποίηση των ανθρώπων μεταξύ τους, ενώ ο θάνατος από αηδία,
υπερτονίζει τη ρηχότητα, τη ματαιότητα και τον απωθητικό χαρακτήρα τους.
Ο κοινωνικός περίγυρος του Καρυωτάκη αποτελεί έτσι μια επιπλέον αιτία της
υπαρξιακής του απελπισίας. (η ρηχότητα και ο απωθητικός χαρακτήρας των
ατόμων φαίνεται ολοκάθαρα στο παράδειγμα του αστυνόμου με τη μερίδα του
φαγητού που υπάρχει και ως υποσημείωση. Η μίζερη αντίδραση και η
αλαζονική συμπεριφορά του ατόμου που κατέχει εξουσία, εξοργίζει όχι μόνο
την απαισιόδοξη φύση του Καρυωτάκη αλλά και κάθε άνθρωπο με στοιχειώδη
αξιοπρέπεια).
4
σκληρότητα της επαρχιακής ζωής που επιδεινώνει το υπαρξιακό του αδιέξοδο.
Η γλώσσα του ποιήματος είναι δημοτική με αρκετά στοιχεία της αυστηρής
γραφειοκρατικής γλώσσας που ο ποιητής χρησιμοποιούσε ως δημόσιος
υπάλληλος. Οι λέξεις ...βάσις.., Πρεβέζης..., κατάθεσις, είναι μερικά δείγματα
που ο Καρυωτάκης πολλές φορές χρησιμοποιούσε για να διακωμωδήσει το
πομπώδες ύφος της γραφειοκρατίας που απρόθυμα υπηρετούσε, αλλά και
γιατί ήθελε να ενσωματώσει στην ποίησή του τη γλώσσα που αναγκαστικά
χρησιμοποιούσε, φτάνοντας στη βαθμιαία απομάκρυνσή του από τη δημοτική.
Και αυτό ήταν άλλο ένα δείγμα της αποτυχία της ποίησής και των ιδανικών
της να υπερπηδήσουν την πεζή πραγματικότητα, ζητούμενο επιτακτικό στην
ποίηση του Καρυωτάκη.
Η Πρέβεζα αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό της ζωής του Καρυωτάκη και το
ομώνυμο ποίημα εκ των υστέρων μοιάζει περισσότερο με την προαναγγελία
του θανάτου του. Η εκεί δυσμενής μετάθεσή του και το περιβάλλον της, μέσα
στο οποίο δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί και πόσο μάλλον να
αφομοιωθεί, αποτέλεσαν όπως όλα δείχνουν το τελειωτικό χτύπημα στην
ευαίσθητη και ταραγμένη ψυχή του. Το αίσθημα της αδικίας εκ μέρους των
ανωτέρων του και η έλλειψη οποιουδήποτε ιδανικού, του προκάλεσαν όπως
γράφει στο αποχαιρετιστήριο γράμμα του, αποκρουστικά συναισθήματα για
κάθε πραγματικότητα. Η συμβουλή όμως που άφησε ως υστερόγραφο μαζί με
το τελευταίο του γράμμα, να μην προσπαθήσει δηλαδή όποιος ξέρει κολύμπι
να αυτοκτονήσει στη θάλασσα, δείχνει ότι μέχρι την τελευταία του στιγμή δεν
έχασε τον σαρκασμό του, παρέμεινε στο ίδιο κλίμα με την ποίηση που
υπηρέτησε όλα του τα χρόνια και τελικά έναν άνθρωπο που είχε αίσθηση του
χιούμορ, που κατά παράδοξο τρόπο προέρχονταν από την ίδια την αίσθηση
της ματαιότητας.
5
Στη νεοελληνική φιλολογία ο ρεαλισμός δεν είναι πράγμα νέο. Κατέχει σχεδόν
ολόκληρη τη σφαίρα της πεζογραφίας μας. Ολίγην όμως από τη σφαίρα της ποιήσεως.
Αλλ' ο ρεαλισμός μας υπήρξεν, έως εδώ και λίγα χρόνια, ηθογραφικός. Δηλαδή
γραφικός, ζωγραφικός, περιγραφικός, εξωτερικός, παρμένος από τη ζωή της επαρχίας,
ή μάλλον του βουνού και του υπαίθρου ολοένα και περισσότερο ασύγχρονος,
ακατανόητος για τη Ζωή της πολιτείας, κ' αδιάφορος.
Αυτήν την εποχή έζησε κι ο Καρυωτάκης. Κι αυτήν έγραψε. Ο ρεαλισμός του είναι ο
γραφειοκρατικός. Έτσι ζουν άλλως τε κι αυτοί που τον διαβάζουν. Κι έτσι τους
αντιπροσωπεύει.