You are on page 1of 45

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΤΩΝ

Πρακτικά Ημερίδας

«Η ΑΛΩΣΗ ΤΟΥ 1453 ΚΑΙ


Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ»

30 Μαΐου 2010

Επετειακές Εκδηλώσεις της 557 η ς Επετείου


της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης το 1453

1
2
3
4
Ημερίδα

«Η ΑΛΩΣΗ ΤΟΥ 1453 ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ»

Σάββατο 29 Μαΐου 2010 - Ώρα: 18.00 - 20.30 μ. μ.

Δημαρχιακό Μέγαρο Παλαιού Φαλήρου


(Τερψιχόρης 51 & Αρτέμιδος)

• Χαιρετισμός από τον Δήμαρχο Παλιού Φαλήρου


και το Δ.Σ. της ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ.

Ομιλίες:

• Βλάσης Αγτζίδης (Ιστορικός):


«Ταυτότητες και ιδεολογικές αναζητήσεις πριν από την Άλωση».

• Κωνσταντίνος Χολέβας (Πολιτικός Επιστήμων):


«Η συνέχεια του Ελληνισμού και οι Αμφισβητίες»

• Λίνος Μπενάκης (Ιστορικός Φιλοσοφίας):


«Οι Φιλόσοφοι της Μ. Γ. Σχολής»

• Φώφη Ραπτοπούλου και Βίκυ Ξύδα Ράλλη (Σύλλογος


Πριγκηπιανών «Αγ. Γεωργ. Κουδουνάς) :
«Ρωμιοσύνης Πορεία»

• Μάχη Παϊζη-Αποστολοπούλου (Ιστορικός, Διευθ. Ερευνών στο


Εθν. Ίδρ. Ερευνών ):
«Επί ξυρού ακμής. Η κοινωνία των Ρωμιών
τις πρώτες δεκαετίες μετά την Άλωση».

5
6
Περιεχόμενα

Χαιρετισμός εκ μέρους του Δ.Σ. της Οι.Ομ.Κω, σελ. 8

Βλάσης Αγτζίδης (Ιστορικός): «Ταυτότητες και ιδεολογικές αναζητήσεις


πριν από την Άλωση», σελ. 9

Κωνσταντίνος Χολέβας (Πολιτικός Επιστήμων): «Η συνέχεια του


Ελληνισμού και οι Αμφισβητίες», σελ. 18

Λίνος Μπενάκης (Ιστορικός Φιλοσοφίας): «Οι Φιλόσοφοι της Μ. Γ.


Σχολής»,σελ. 21

Φώφη Ραπτοπούλου και Βίκυ Ξύδα Ράλλη (Σύλλογος Πριγκηπιανών «Αγ.


Γεωργ. Κουδουνάς) : «Ρωμιοσύνης Πορεία», σελ. 34

Μάχη Παϊζη-Αποστολοπούλου (Ιστορικός, Διευθ. Ερευνών στο Εθν. Ίδρ.


Ερευνών ):«Επί ξυρού ακμής. Η κοινωνία των Ρωμιών τις πρώτες
δεκαετίες μετά την Άλωση», σελ. 38

7
Χαιρετισμός εκ μέρους του Δ.Σ. της Οι.Ομ.Κω

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, την 29η Μαΐου 1453 από τους


Οθωμανούς, αποτέλεσε κομβικό γεγονός για την παγκόσμια ιστορία.
Μετά από την Άλωση, για το Γένος των Ελλήνων η απόφαση για επιβίωση
ταυτίστηκε με την συνέχιση των παραδόσεων τού κάτω από εξαιρετικά
αντίξοες συνθήκες. Το κύριο στήριγμα του Γένους προερχόταν από την
Ορθόδοξη Εκκλησία. Η φενάκη της αναμενόμενης, αλλά ουδέποτε
ερχόμενης, βοήθειας από την Δύση που για δύο αιώνες και πλέον η
βυζαντινή αυτοκρατορική εξουσία στήριζε τις ελπίδες της, έσβησε
ολοκληρωτικά. Η Δύση ζητούσε υποταγή που ταυτιζόταν με την
ολοκληρωτική απώλεια ύπαρξης ενώ παρά τις τρομερές αντίξοες
συνθήκες που επικρατούσαν κάτω από τον αλλόθρησκο κατακτητή,
πάντα έμενε ο «σπόρος» της αναζωογόνησης. Το Γένος συνέχισε την
ιστορική του παράδοση παρά τις φρικτές συνθήκες του παιδομαζώματος,
του κεφαλικού φόρου και της καθημερινής αβεβαιότητας που οφειλόταν
στην αυθαιρεσία του κατακτητή.
Σκοπός της ημερίδας αυτής είναι η προβολή της ιστορικής αλήθειας, ότι
παρά το μείζον τραγικό γεγονός της Άλωσης που οδήγησε στην απώλεια
ελεύθερης κρατικής οντότητας για τον Ελληνισμό, το καθαυτό Γεγονός
αποτέλεσε και τον «σπόρο» για την επιβίωση του Γένους, αφού η
αντίσταση στα τείχη της Βασιλεύουσας ήταν αντάξια της μάχης των
Θερμοπυλών. Η ζωντανή αυτή λαϊκή μνήμη αποτέλεσε την σπίθα για την
παλιγγενεσία του το 1821, αν λάβει υπόψη κανείς ότι οι επαναστάτες
εμπνεόντουσαν από το αντιστασιακό πνεύμα που επεκράτησε στα τείχη
της Πόλης την άνοιξη του 1453.
Ευχαριστίες εκ μέρους της Οι.Ομ.Κω οφείλονται στους αξιότιμους
εισηγητές που ευχαρίστως ανταποκρίθηκαν και τον Δήμο π. Φαλήρου για
την αμέριστη συμπαράσταση του στην πραγματοποίηση της Ημερίδας.

Νικόλαος Ουζούνογλου
Πρόεδρος του Δ.Σ. της Οι.Ομ.Κω

8
Ταυτότητες και ιδεολογικές αναζητήσεις πριν την
Άλωση

Βλάσης Αγτζίδης
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε η πρωτεύουσα του εκχριστιανισμένου
ελληνορωμαϊκού κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη, ως "Νέα Ρώμη" ή "Νέα Ιερουσαλήμ",
θα γίνει πρωτεύουσα αυτού του κόσμου.1 Βάση της βυζαντινής ταυτότητας. αιώνα
ήταν η ελληνική γλώσσα, η χριστιανική θρησκεία και από τον 7ο μ.Χ θα προστεθεί και
η απόκρουση των μουσουλμάνων. Βαθύτατα εμπεδωμένη ήταν η συνείδηση ότι
υπάρχει ένα χριστιανικό έθνος που πρέπει, όπως έγραψε ο Λέων ο ΣΤ, να δώσει τη
μάχη "…για το Θεό, για την αγάπη του Θεού, για όλο το έθνος και πάνω απ' όλα για τα
αδέλφια μας, που βρίσκονται κάτω από το ζυγό των απίστων, για τα παιδιά μας και τις
γυναίκες μας, για την πατρίδα μας. Να μην ξεχνούν να υπενθυμίζουν, ότι η μνήμη
εκείνων που έπεσαν για την ελευθερία των αδελφών μας είναι αιώνια και ότι ο πόλεμος
διεξάγεται εναντίον των εχθρών του Θεού."2

Η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ γράφει γι αυτό το νέο κράτος: "Η ελληνικότητα σα μάθημα
μεγαλοσύνης μαζί με τη Ρώμη θα ξαναβρεί προοδευτικά τίτλους ευγένειας στο ρωμαϊκό
χριστιανικό κράτος του Βυζαντίου. Ανανεωμένη από τα διδάγματα της νέας πνευματικής
χριστιανικής αρετής, η ελληνική παιδεία και εμπειρία, θα αποτελέσει προοδευτικά το
υπόβαθρο για το ξεκίνημα κάθε αναγέννησης, που μετά την πτώση της πόλης θα στηρίξει
τον ευρωπαϊκό νεότερο κόσμο. Στη διαχρονικότητα της ιστορίας, το Βυζάντιο, χάρη στον
ελληνοπρεπή και χριστιανομαθή ανθρωπισμό του, που θα στεριώσει με τον καιρό, θα
γίνει η μεσαιωνική Αυτοκρατορία του ανανεωμένου Ελληνισμού".3

Ο πληθυσμός αναγνωρίζει τον εαυτό του ως Ρωμαίο-Ρωμιό, όπως ακριβώς


συμβαίνει σε κάθε σημείο του τότε ελληνικού κόσμου. Ο όρος «Έλληνας» έχει
μετατραπεί σε θρησκευτικό όρο και έχει ταυτιστεί με τον «εθνικό», τον «ειδωλολάτρη»
από τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες εξαιτίας της σύγκρουσης του
μονοθεϊστικού χριστιανισμού με τον αρχαιοελληνικό παγανισμό. 4

Η ειρηνική περίοδος διαταράχτηκε από τις επιθέσεις των Περσών που θα


αρχίσουν από τα μέσα του 5ου αιώνα για να κορυφωθούν στις αρχές του 7ου. Την
περσική επιθετικότητα θα διαδεχθεί ένας νέος παράγοντας: το αραβικό ισλάμ, που με
επιδρομές θα προκαλέσει και πάλι αναστάτωση στο χώρο της Μικράς Ασίας. Η

1 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Αθήνα, εκδ. Ψυχογιός, 1988, σελ. 14.
2 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, ό.π., σελ. 40.
3 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Μοντερνισμός και Βυζάντιο, Αθήνα, εκδ. Ίδρμα Γουλανδρή Χορν, 1992, σελ. 30-31.
4 Ν. Γ. Σβορώνος, «Ανάλεκτα νεοελληνικής ιστορίας και ιστοριογραφίας», β’ έκδ., Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1985, σελ. 150.

9
εξουδετέρωση της περσικής απειλής από τον Ηράκλειο (610-640) συνέπεσε με την
ομαλή μετάβαση της εξουσίας στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τους
Λατίνους στους Έλληνες. Η ελληνική γλώσσα είχε παραμερίσει τη λατινική ακόμα και
από την εποχή του Ιουστινιανού. O Arnold Toynbee αναφέρεται σε «βυζαντινούς
Έλληνες» και σε «βυζαντινό ελληνικό πολιτισμό». Συμπεραίνει: «Τον 5ο αιώνα η
αυτοκρατορία συνέχισε να είναι κατ’ όνομα ρωμαϊκή, αλλά στην πραγματικότητα είχε
καταστεί ελληνική και παρέμεινε ελληνική». Ο Νίκος Σβορώνος θεωρεί ότι "…το
Βυζάντιο είναι στην ουσία περισσότερο συνέχεια των ελληνιστικών κρατών της
Ανατολής, παρά της Ρώμης" και διατυπώνει ευθαρσώς την άποψη ότι από την εποχή
των Μακεδόνων αυτοκρατόρων το Βυζάντιο εξελίσσεται σε "ελληνικό εθνικό κράτος".5

Ενδεικτικά στοιχεία για την ταυτότητα των Βυζαντινών είναι τα στερεότυπα που είχαν
διαμορφώσει για τους άλλους λαούς, τους «ξένους», τα οποία κατά κανόνα ήταν
αρνητικά και βασιζόταν στην αίσθηση της υπεροχής της ελληνικής τους παιδείας. Οι
Βυζαντινοί αποκαλούσαν τους λαούς αυτούς -Βουλγάρους, Ρώσους και Φράγκους- με
απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς όπως: "γένος άνευ τιμής και αξιοπρεπείας", "γένος
διεφθαρμένον", "λαός μηδαμινός και αιμοχαρής". Περιφρόνηση έδειχναν και προς μη
ελληνικούς λαούς που κατείχαν σημαντική θέση στην Αυτοκρατορία, όπως οι
Αρμένιοι. Για τους Βυζαντινούς, η συμπεριφορά των Αρμενίων ήταν αμφίβολη και
θεωρούνταν ως "ασταθείς και άπιστοι".6 Αρνητικά ήταν τα στερεότυπα για τους
Ιταλούς, Πέρσες κ.ά. Φυσικά, βαρύτεροι ήταν οι χαρακτηρισμοί για τα μουσουλμανικά
έθνη των Αράβων και των Τούρκων.

Παράλληλα βλέπουμε ότι ο όρος «Έλλην» σε διανοούμενους του βυζαντινού κόσμου


αρχίζει βαθμιαία να σημασιοδοτείται εθνικά, και να απαλλάσεται από το παλιότερο
θρησκευτικό περιεχόμενο. Εντοπίζεται από εκείνη την εποχή η ύπαρξη μιας πρώιμης
συνείδησης ελληνικότητας σε μορφωμένους βυζαντινούς κύκλους. Για παράδειγμα, ο
Κωσταντίνος Πορφυρογέννητος, αυτοκράτορας του Βυζαντίου κατά το πρώτο μισό του
10ου αι. μ.Χ. γράφει για τις ποντιακές πόλεις Σινώπη, Αμάσεια, Αμισό «Ελληνίδες εισίν
πόλεις», ενώ για το Θέμα Χαλδείας και την Τραπεζούντα «Ελλήνων εισίν αποικίαι».7 Το
φαινόμενο αυτό αποτυπώνεται και στους όρους που χρησιμοποιεί η Άννα Κομνηνή
(1083-1146) στο έργο της.8

Φαίνεται ότι από τους ύστερους, κυρίως, βυζαντινούς αιώνες και εντεύθεν οι
βυζαντινοί διανοούμενοι εμφορούνταν από ελληνική εθνική συνείδηση. Η περίοδος
όμως, όπου η νέα αυτή εθνική ταυτότητα θα πάρει μεγάλες διαστάσεις, θα ταυτιστεί με

5 Νίκος Γ. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, Αθήνα, εκδ. Πόλις, 2004, σελ. 33-35.
6 Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας , ό.π., σελ. 60-61, 133.
7 Ν. Γ. Σβορώνος, «Ανάλεκτα», ό,π., σελ. 153.
8 A. Τoynbee, Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, εκδ. Καρδαμίτσα, 1992, σ. 187 Για την κατανόηση εκείνης της εποχής και τις
ιδεολογικές προσλήψεις των μεσαιωνικών Ελλήνων σημαντικό είναι το έργο Γιώργος Καραμπελιάς, «1204. Η διαμόρφωση του
νεώτερου ελληνισμού», Αθήνα, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006.

10
τη χρονική στιγμή πριν την Άλωση, όταν η Κωσταντινούπολη είχε μετατραπεί σε πόλη-
κράτος κατά το παράδειγμα των ιταλικών εμπορικών πόλεων.

Ο νέος ελληνισμός

Η ιστορική πορεία του πληθυσμού και οι μεταβολές στην ταυτότητα και την
αυτοαντίληψή του, εντάσσονται μέσα στο γενικότερο πλαίσιο της πορείας του
συνολικού νέου ελληνισμού. Ο όρος «νέος ελληνισμός» χρησιμοποιείται από το
συγγραφέα όχι σα μια στατική ιστορική μορφή, αλλά μ’ όλες τις πλούσιες και ποικίλες
επιδράσεις, που προκάλεσαν την ιδιοτυπία του όπως τις περιγράφει ο Κ. Δημαράς. Ως
«νέος ελληνισμός» περιγράφεται η μορφή εκείνη που διαμορφώνεται από τον 13ο
αιώνα, όταν ο Θεόδωρος Β’ Λάσκαρις ονόμαζε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας
«Ελλάδα» και θεωρούσε ότι οι ανατολικοί Ρωμαίοι ήταν εθνικά Έλληνες γράφοντας
χαρακτηριστικά «Ελλήνων χριστωνυμούμενον κλέος ου σβέννυται».9

Για το θέμα αυτό ο Απόστολος Βακαλόπουλος αναφέρει: «Είναι γεγονός αναμφισβήτητο


ότι την ιστορία του νέου ελληνισμού δεν την γνωρίζουμε ακόμη καλά, ιδίως τις αρχές της
και την περίοδο της τουρκοκρατίας, μολονότι οι ερευνητές πληθύνονται τα τελευταία
χρόνια, καθώς και οι συστηματικές εργασίες. Κι αυτό γιατί το υλικό είναι τεράστιο και
ποικίλο. Χρειάζεται μεγάλη υπομονή, κόπος και χρόνος πολύς, για να μελετηθούν οι
δημοσιευμένες ως τώρα ελληνικής πηγές, βυζαντινές ή μεταβυζαντινές, καθώς και οι
πλούσιες ξενόγλωσσες, και ν' αξιοποιηθούν οι ειδήσεις που εξακολουθούν ακόμη να
λανθάνουν μέσα τους. Ακόμη είναι ανάγκη να περισυλλεγή και να γίνη γνωστό το άφθονο
ανέκδοτο ιστορικό υλικό και να δημοσιευθή το πιο σημαντικό απ' αυτό, ώστε να γραφούν
ειδικές μελέτες και μονογραφίες για διάφορα ζητήματα ή για ορισμένες χρονικές
περιόδους και έτσι να γίνη η ιστορική σύνθεση όσο το δυνατόν πιο ακριβής και πλήρης.»10

Σημείο τομής στην πολιτική ιστορία της περιοχής είναι η δημιουργία ενός μεσαιωνικού
κράτους της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ως απόρροια της κατάληψης της
Κωσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους την άνοιξη του 1204. Οι σταυροφόροι
διέλυσαν τον κεντρικό ιστό του μοναδικού χριστιανικού κράτους της Aνατολής, που θα
μπορούσε να αποτελέσει ουσιαστικό εμπόδιο στο επεκτατικό Iσλάμ, αραβικό και
τουρκικό. H πράξη αυτή της καθολικής Δύσης θα υψώσει εφεξής αξεπέραστο τείχος
μεταξύ της δυτικής και ανατολικής χριστιανοσύνης και θα διευκολύνει την επικράτηση
των Tούρκων μουσουλμάνων. Mετά την κατάληψη της Πόλης, οι Eλληνες θα ιδρύσουν
τρία κράτη, ένα στα Bαλκάνια και δύο στη Mικρά Aσία. Mε κέντρα τη Nίκαια της
Bιθυνίας, την Hπειρο και την Tραπεζούντα του Πόντου θα ξεκινήσουν οι προσπάθειες

9 Κ. Μ. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος και πολιτισμός των Βυζαντινών, εκδ. Κυρομάνος, χ.χ., σελ. 157
10 Κ. Μ. Πλακογιάνης, ό.π. Χρήσιμο έργο για να κατανοηθεί ο νέος ελληνισμός είναι το βιβλίο Απόστολος Βακαλόπουλος, «Νέος
ελληνισμός: Οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους 1204 - μέσα του 15ου αι»., Αθήνα, εκδ. Σταμούλη, 2008.

11
για ανακατάληψη της πρωτεύουσας. Mακροβιότερο από τα τρία αυτά κράτη υπήρξε η
αυτοκρατορία της Tραπεζούντας, το οποίο θα επιζήσει 257 χρόνια. 11

Σημαντικοί διανοούμενοι θα διαμορφωθούν την εποχή που θα ακολουθήσει. Η


ταυτότητα των κατοίκων της Αυτοκρατορίας μπορεί να κατανοηθεί με τον τρόπο που
απευθύνονται σ’ αυτόν οι ηγέτες του και οι διανοούμενοί του. Υπάρχει πλέον
συνείδηση της εθνικής σημασίας που έχει ο όρος «Έλλην». Σε κείμενα του 15ου αι.
εμφανίζονται ως «Έλληνες» και ως «Γραικοί». Ένας σύγχρονος συγγραφέας του
Γεωργίου Τραπεζούντιου, που ζούσε στη Φλωρεντία, γράφει για τις αντιδράσεις τους με
το άκουσμα της πτώσης της Τραπεζούντας στους Οθωμανούς: «Τις ου θρηνήσει τας
ημετέρας συμφοράς; Οίχεται τα της βασιλείας Γραικών…».12 Το εντυπωσιακό με τον
Γεώργιο Τραπεζούντιο είναι ότι γνωρίζοντας από κοντά τους Λατίνους τους απέρριψε
πλήρως και έφτασε να θεωρεί ότι οι Έλληνες βρίσκονταν κοντύτερα στους Οθωμανούς.
Ήταν βέβαια η εποχή όπου μεγάλο μέρος της ιθύνουσας τάξης των Οθωμανών, αλλά
και του λαού, προερχόταν από εξισλαμισμένους βυζαντινούς. Ο Τραπεζούντιος
ανέπτυξε μια συγκριτική θεώρηση του χριστιανισμού με το ισλάμ και στο κείμενό του
"Παντοδαπή Δόξα" προέτρεπε τον Μωάμεθ να καταλάβει την Ευρώπη με αποτέλεσμα
να φυλακιστεί (Οκτώβριος 1466-Φεβρουάριος 1467)13

Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αναφέρεται ο Βησσαρίωνας στο Εγκώμιον


εις Τραπεζούντα, που γράφτηκε το 1436-37 και βρίσκεται στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της
Βενετίας.14 Στο κείμενο αυτό, ο Βησσαρίωνας έχει μια άριστη εποπτεία των ιστορικών
γεγονότων και φαίνεται να κατέχει τη μέχρι τότε γραμματεία. Αναφέρεται στην
ιστορία των Ελλήνων από την αρχαιότητα και στόχο έχει να εμφυσήσει την πίστη
στους σύγχρονούς του Τραπεζούντιους ότι μπορούν να αμυνθούν κατά των Τούρκων,
κατά το πρότυπο των αρχαίων Αθηναίων (ως Ιώνων) προγόνων τους. Η συνέχεια των
Ελλήνων θεωρείται δεδομένη και αδιαπραγμάτευτη. Ο Βησσαρίων θεωρεί ότι ευθεία
γραμμή χωρίς αλλαγές και ασυνέχειες συνδέει την Αθήνα, τη Μίλητο, τη Σινώπη και
την Τραπεζούντα. Οι όροι που χρησιμοποιεί είναι “Ελληνες” και “Ρωμαίοι”. Ενώ ο όρος
“Έλληνες” χρησιμοποιείται με ίδια σημασία από την αρχή έως το τέλος του κειμένου, ο
όρος Ρωμαίοι” διαφοροποιείται στη συνέχεια. Ενώ στην αρχή, κατά την εποχή της
ρωμαϊκής κατάκτησης του ελληνικού κόσμου, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τους
Έλληνες, στη συνέχεια και στην εποχή του Βυζαντίου παρουσιάζεται η “των Ρωμαίων
αρχή” ως δική μας.

11 Για τη μεσαιωνική Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας βλ. Jac. Ph. Fallmerayer, Geschichte des Kaiserthums von Trapezunt, (Ιστορία
της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας), 1827 (στα ελληνικά κυκλοφόρησε απ΄ τις εκδ. Κυριακίδη), Αλέξιος Γ. Κ. Σαββίδης, Οι
Μεγάλοι Κομνηνοί της Τραπεζούντας και του Πόντου, παράρτημα 25 Αρχείον Πόντου, Αθήνα, 2005.
12 Αχιλλέας Ανθεμίδης, «Η συμβολή του μεγάλου Βησσαρίωνα στη μετάδοση των κλασικών γραμμάτων στη Δύση», β’ έκδ.,
Θεσσαλονίκη, 1983, σελ. 13.
13 Κωνσταντῖνος Ν. Σάθας, Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς Γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων, Αθήνα, 1868, σ. 44-45.
14 Δημοσιεύτηκε το 1984 από τον Οδυσσέα Λαμψίδη στο “Αρχείον Πόντου”, τόμ. 39, σελ. 3-72. (John Monfasani, Byzantine Scholars
in Renaissance Italy: Cardinal Bessarion and other Émigrés, UK, εκδ. Aldershot, 1995.) Η επιρροή της Δύσης από τους
Βυζαντινούς διανοούμενους παρουσιάζεται στο: Gouguenheim, Sylvain, Ο Αριστοτέλης στο Μον-Σαιν-Μισέλ. Οι ελληνικές ρίζες
της χριστιανικής Ευρώπης, Αθήνα, εκδ. Ολκός, 2009.

12
Η μόνη διαφορά της αφήγησης του Βησσαρίωνα στο «Εγκώμιον….» (1436-37) από τη
αφήγηση του κατά 5 αιώνες μεταγενέστερου Παπαρηγόπουλου, είναι ότι τον όρο
“έθνος” τον χρησιμοποιεί με διαφορετική σημασία. Κάτι ως φύλα ή πληθυσμιακές
ομάδες. Δηλαδή οι Έλληνες κατά τον Βησσαρίωνα διακρίνονταν σε πολλά “έθνη”… Ο
Βησσαρίωνας θεωρείται από τους Δυτικούς ως ένας από τους διανοούμενους που
ετοίμασαν τη Δύση για να περάσει στην Αναγέννηση. Με την προσέγγιση αυτή του
Βησσαρίωνα, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα ενδιαφέρον φαινόμενο που εξελίσσεται τον
15ο αιώνα, όπου ισχύουν αυτούσιες οι σύγχρονες θεωρίες για την δημιουργία
ταυτότητας και συνείδησης. Η άποψη του Eric Hobsbawm για διαδικασίες που
εμφανίζονται στην ανθρώπινη ιστορία την εποχή της νεωτερικότητας, όπου υπάρχει
μια «ανασκοπική μυθολογία» που αναπτύσσεται σε μια συγκεκριμένη, απλώς εμπειρικά
αντιληπτή κοινότητα και την μετατρέπει σε μια φαντασιακή κοινότητα -που
αναπαράγεται ως παρελθόν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων και θεμελιώνει μια
εθνική ή εθνοτική ταυτότητα- θα μπορούσε να αναφέρεται πλήρως στο κείμενο αυτό
του Βησσαρίωνα. Μόνο που αυτό είναι αδύνατον, γιατί σύμφωνα με τις απόψεις αυτές,
οι συγκεκριμένες διαδικασίες του 15ου αιώνα δεν θα έπρεπε να υπάρχουν.15

Ενδιαφέρον έχει ότι ο Φαλμεράιερ, που έγραψε μια έγκυρη ιστορία της
Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, έχει μια αντίληψη αντίστοιχη με αυτή του
Βησσαρίωνα. Αποδέχεται τη συνέχεια των Ελλήνων και θεωρεί ότι το ελληνικό έθνος
υπήρχε διαρκώς και συνεχώς από τους ομηρικούς χρόνους, ως διακριτή οντότητα, χωρίς
ιδιαίτερες “μεταμορφώσεις”. Ο Φαλμεράιερ θεωρεί Έλληνες -με τη σημασία που δίνουν
οι δυτικοί του 19ου αιώνα- τους μεσαιωνικούς Ρωμιούς. Γράφει στον Πρόλογο του
Geschichte des Kaiserthums von Trapezunt (Μόναχο, 1827): «Η ιστορία της Αυτοκρατορίας
της Τραπεζούντας… οδηγεί τον αναγνώστη στο χρόνο, μέχρι το παρηκμασμένο ανάκτορο
του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου… Ο χαρακτήρας τους είναι τραγικός, όπως και η όλη
ιστορία της ελληνικής φυλής…».

Θα πρέπει να οριστεί τι ήταν εκείνη η "ελληνικότητα" που αναδύθηκε πολιτικά -


και όχι μόνο σε κλειστούς κύκλους διανοουμένων- πριν την Άλωση. Την ιστορική
εκείνη στιγμή, η Κωνσταντινούπολη είχε απωλέσει πλέον το σύνολο σχεδόν των
εδαφών του Βυζαντίου και είχε μετατραπεί σε πόλη-κράτος εμπόρων. Διαμορφώθηκε
μια ιδιότυπη πολιτική διαρχία και εμφανίστηκαν νέες αντιθέσεις. Η αδιαμφισβήτητη
έως τότε εξουσία της Εκκλησίας, που υπήρξε για αιώνες ο βασικός θεσμός της
Αυτοκρατορίας, αμφισβητήθηκε από την πολιτική εξουσία. Έτσι, κατά την
Κιουσοπούλου, προήλθε η σύγκρουση ενωτικών-ανθενωτικών. Οι ενωτικοί εξέφραζαν
την τάση των εθνικά Ελλήνων, ενώ οι ανθενωτικοί την παλιά θρησκευτική και
οικουμενική ρωμιοσύνη. Φαίνεται ότι εκείνη την πολύ πρώιμη εποχή διαμορφώθηκε
μια εθνική ταυτότητα που βασιζόταν στην ελληνικότητα και επεδίωκε την διαμόρφωση
της συγκρότησης μιας ξεχωριστής κοινότητας που είχε και εδαφικό προσδιορισμό. Η

15 βλ. E. J. Hobsbawm, “ Ethnicity and nationalism in Europe today”, περ. Anthropology today, vol. 8 , no. 1. 1992, σελ. 3

13
Τόνια Κιουσοπούλου στο εξαιρετικό έργο της με τίτλο «Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική
εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση» μεταξύ άλλων γράφει: “…Η ανάλυση των
σωζόμενων κειμένων επιβεβαίωσε αυτό που γνωρίζουμε, ότι, δηλαδή, λόγω της
ελληνοφωνίας του, κανένας λόγιος του 15ου αιώνα δεν αρνιόταν ότι ήταν Έλληνας. Η
διαφορά όμως στον τρόπο με τον οποίο οι λόγιοι προσέγγιζαν την ελληνικότητά τους
πήγαζε από το γεγονός ότι για τους Παλαιολόγους και τους οπαδούς τους η ελληνικότητα
συνιστούσε στοιχείο της πολιτικής τους ταυτότητας ή αντίστροφα, ότι η ελληνικότητα
προβαλλόταν ως το απαραίτητο στοιχείο για να συγκροτηθεί μία ξεχωριστή κοινότητα
που είχε και εδαφικό προσδιορισμό….”16

Το συναίσθημα αυτό, που κορυφώθηκε την περίοδο αυτή, θα υπάρξει στη


συνέχεια στους κόλπους των Ελλήνων φυγάδων της διασποράς και θα καταγραφεί ως
συνεχής παρουσία μιας ομάδας εμφορούμενης από εθνική συνείδηση. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση της Άννας Νοταρά, που μετά την Άλωση κατέφυγε στη Βενετία. Η
Άννα ήταν κόρη του Mεγάλου δούκα Λουκά Nοταρά, πρωθυπουργού του
Kωνσταντίνου Παλαιολόγου και το μόνο μέλος της οικογένειας που σώθηκε. Το 1499
ίδρυσε στην Βενετία μαζί με δύο άλλους τον Νικόλαο Βλαστό και τον Ζαχαρία
Καλλιέργη έναν από τους πρώτους εκδοτικούς οίκους ελληνικών βιβλίων.17 Και αυτό
δεν υπήρχε μόνο στους φυγάδες Έλληνες στα μεγάλα κέντρα της Ευρώπης και της
Ρωσίας αλλά και στη θρησκευτική ελληνόφωνη ηγεσία. Η παρακάτω περιγραφή σε
συνοδικό κείμενο ορθόδοξων πατριαρχών το 1716 είναι αποκαλυπτική της
αυτοαντίληψης που έχει η ελίτ των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για την
ταυτότητά: ««Πάλαι μεν Ελλήνων, νυν δε Γραικών και Νέων Ρωμαίων δια την Νέαν
Ρώμην καλουμένων»18.

Η ύπαρξη αυτού του διακριτού ιδεολογικού ρεύματος θα λειτουργήσει ως


καταλύτης και θα ευνοήσει την μετάβαση από την εθνότητα στο έθνος. Οι Έλληνες
περιγράφονται ως «Γραικοί» από πλήθος περιηγητών των σκοτεινών χρόνων της
ισλαμικής κυριαρχίας.19 Θα υπάρξει έτσι μια πρώιμη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής
κοινότητας , που θα διεκδικήσει πλέον την καταστροφή της απολυταρχικής
οθωμανικής εξουσίας. Η νεωτερικότητα θα εισβάλει στο χώρο της καθ’ ημάς
μουσουλμανικής Ανατολής μεταξύ άλλων και μέσα από τα κινήματα των απόκληρων
χριστιανών. Σημαντικό στοιχείο για την κινητοποίηση των λαϊκών στρωμάτων ήταν η

16 Το ζήτημα της ελληνικότητας και της συνείδησης λίγο πριν την Άλωση της Πόλης το αναπτύσσει υποδειγματικά η Τόνια
Κιουσοπούλου στο βιβλίο της «Βασιλεύς ή Οικονόμος. Πολιτική εξουσία και ιδεολογία πριν την Άλωση“, εκδ. Πόλις, 2008.
17 Κωσταντίνος Σάθας, «H πρώτη εκ Bενετίας Eλληνική Tυπογραφία», περ. Mελέτη 1905.
18 Ιωάννης Ν. Καρμίρης, Τα δογματικά και τα συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τομ. Β’ Αθήνα 1953, σ. 789
19 Χαρακτηριστικό είναι ένα απόσπασμα ενός περιηγητή του 1632 στην Ανατολή, που μας παραθέτει η Μαρία Τοντόροβα. Στο
“Ταξίδι στο Λεβάντε”, ο Henry Blout λάτρης των Οθωμανών (που τους αποκαλεί Τούρκους, εννοώντας όμως τους οθωμανούς
μουσουλμάνους) περιγράφει με την εθνική τους ονομασία τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες που συνάντησε: «τους Γραικούς,
τους Αρμένιους, τους Φράγκους, τους Αθίγγανους, τους Ιουδαίους…» (A voyage into the Levant. Α Breife relation of a Journey,
lately performed by Master H.B.Gentleman, Λονδίνο, Andrew Crooke, 1636)

14
ταξική τους τοποθέτηση, εφόσον ήταν οι καταπιεσμένοι και περιφρονημένοι κοινωνικά
πληθυσμοί.

Η πιθανότητα ύπαρξης ενός προ-έθνους εκείνη την εποχή δεν συνάγεται μόνο από
τα κείμενα της διανοούμενης ελίτ. Υλικό όπου διακρίνεται το λαϊκό συναίσθημα
υπάρχει και βρίσκεται στη λαογραφία. Τέτοιο υλικό συνιστούν εκφράσεις που
βρίσκονται σε ακριτικά ποντιακά τραγούδια όπως: ” Καλώς, καλώς το παληκάρ’ / τον
Έλλενον τον νέον”, ή “Έπαρ’ υι’ε μ’ την σπάθην σου / τ’ ελλενικόν κοντάριν’, ή “Πείτε το
τ’ αδέλφια μ’ ‘ τους Έλλενους” ή “Δρακέλλενας, τραντέλλενας / ρωμαίικον παληκάρι” ή
«Την Πόλιν όντας όριζεν ο Έλλεν Κωσταντίνον». Στο χώρο του Πόντου ο όρος αυτός
παρέμεινε εν χρήσει στο λαϊκό λόγο, κυρίως σε θέση επιθέτου που σήμαινε ο «ήρωας»,
ο «πολύ γενναίος άνδρας».20Λαογράφοι όπως η Άλκη Κυριακίδη-Νέστορος
υποστηρίζει ότι “Σ’ όλον τον ελληνικό χώρο κανείς άλλος δεν ονόμαζε τον εαυτό του
Έλληνα”. Νομίζω όμως ότι τη συγκεκριμένη εποχή ο όρος “Έλλην-Έλλεν” για το λαό
έχει μετατραπεί επίσης σε επίθετο και σήμαινε ο “ήρωας” ή ο “πάρα πολύ γενναίος”.»21
Πάντως και να διατηρήθηκε ως εθνωνύμιο μέχρι το Μεσαίωνα -πράγμα συμβατό με το
συνολικό ρεύμα της εποχής πριν την Άλωση- στη συνέχεια, όσον αφορά τη λαϊκή του
χρήση, εξαφανίστηκε. Πιθανόν να αναπαραγόταν εφεξής μέσω της παιδείας,
δεδομένου ότι από τα μέσα του 17ου έχουμε τη δημιουργία σχολείων σε πολλά μέρη
του τότε ελληνικού κόσμου. Όμως δε φαίνεται να διατηρήθηκε ως εθνοτικός
προσδιορισμός στο λαό, στον οποίο είχε επικρατήσει η ονομασία «Ρωμαίος-Ρωμιός».

Στις αρχές του 14ου αιώνα, μετά την ολοκλήρωση της κατάκτησης της δυτικής
Μικράς Ασίας από τους Τουρκομάνους εισβολείς φαίνεται ότι υπήρχαν ακόμα πολλοί
Έλληνες. Το εθνωνύμιο «Ελληνας» ως «Γιουνάν» φαίνεται ότι υπάρχει σε χρήση και
στους μουσουλμάνους διανοούμενους παράλληλα με το «Ρωμαίος-Ρουμ». Ο Άραβας
περιηγητής Ιμπν Μπατούτα γράφει για την περιοχή: «Ονομάζεται Ρουμ γιατί ήταν δική
τους χώρα στο παρελθόν, και από κει προέρχεται το αρχαίο Ρουμ και οι Γιουνάνις (δηλ. οι
Έλληνες). Αργότερα κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους, αλλά πάρα πολλοί
χριστιανοί εξακολουθούν να ζουν υπό την προστασία των Τουρκομάνων μωαμεθανών».22
Ενδιαφέρον έχει ότι οι Σελτζούκοι ποτέ δεν ονόμασαν το κράτος "Τουρκία" αλλά,
αντιθέτως, Diyar-I Rum, δηλαδή "Τόπο των Ρωμιών", ενώ τη μεγαλύτερη διοικητική
περιφέρεια του κράτους τους που είχε πρωτεύουσα το Ικόνιο, ανατολικά έφτανε μέχρι
την Άγκυρα και τη Καισάρεια και δυτικά ως το Δορύλαιο, vilayet-I Yunani, δηλαδή
"Ελλάδα".23

20 Α. Κυριακίδου-Νέστορος, «Ρωμιοί, Έλληνες και Φιλέλληνες», Λαογραφικά Μελετήματα, τόμ. Ι, εκδ. ΕΛΙΑ, Αθήνα, 1989, σελ.
224.
21 Γιώργος Βελούδης, O J. P. Fallmerayer και η γένεση του ελληνικού ιστορισμού, εκδ. Μνήμων, Αθήνα, 1982, σελ. 19.
22 Σπύρος Βρυώνης, ό.π., σελ. 542.
23 Νεοκλής Σαρρής, ό.π., σελ. 47.

15
Σήμερα, η έννοια του Ρωμιού για τους περισσότερους μελετητές είναι συνώνυμη της
λέξης ‘Έλληνας Όπως γράφει η Μαρία Τοντόροβα «Για τους οθωμανούς κυρίαρχους, η
περιοχή ήταν ‘Ρουμ-ελί’ –η Ρωμυλία- που κατά λέξη σημαίνει ‘η χώρα των Ρωμαίων’,
δηλαδή των Ελλήνων». Βέβαια ο όρος «Έλληνας» έχει κι αυτός τις δικές του περιπέτειες
με τη διαφορετική σύλληψη από διαφορετικές ομάδες του ελληνικού ή ρωμαίικου ή
γραικικού πληθυσμού. Ο Γεώργιος Φατζέας στο έργο του «Γραμματική Γεωγραφία»
(Βενετία, 1720) χρησιμοποιεί ως συνώνυμα τους όρους «Ρωμαίοι», «Γραικοί» και
«Έλληνες».

Η ταύτιση αυτή υπάρχει μέχρι σήμερα σε πληθυσμούς, όπως οι σοβιετικοί Πόντιοι και
Μαριουπολίτες, που δεν έχουν υποστεί την επιβολή των νέων σημασιών, είτε μέσα από
την εκπαιδευτική διαδικασία, είτε μέσα από ιδεολογικές παρεμβάσεις απόρροια της
εποχής του έθνους-κράτους.24

Συζητώντας για το έθνος

Με αφορμή την εμφάνιση ενός ελληνικού πρωτο-έθνους εντός του ρωμαίικου


ορθόδοξου γένους, κατά την περίοδο πριν την Άλωση, βρισκόμαστε σε ένα δημιουργικό
διάλογο με τις νέες θεωρητικές αντιλήψεις περί του σύγχρονου έθνους και του
χρονικού σημείου εμφάνισής του στο ιστορικό προσκήνιο, όπως αναφέρθηκε
παραπάνω μ’ αφορμή τη διατύπωση ενός θεωρητικού μοντέλου από τον Eric
Hobsbawm. Για τη διαδικασία μετάβασης από την εθνότητα στο έθνος και τον τρόπο
ανασυγκρότησης του εθνοτικού ιστορικού υλικού, χρήσιμες είναι οι παρατηρήσεις που
κατατέθηκαν κατά καιρούς στο πλαίσιο της συζήτησης για το αν το έθνος προηγείται
του εθνικισμού ή το αντίθετο.

Σχετικές είναι και οι απόψεις που υποστηρίζουν ότι το έθνος, στη νεωτερική εκδοχή της
εννοίας του, αποτελεί μεν συνέχεια των παραδοσιακών προνεωτερικών εθνικών
ομάδων, επιδέχεται όμως και έναν μετασχηματισμό, που οφείλεται και στις απαιτήσεις
της νεότερης βιομηχανικής κοινωνίας και στην απομάκρυνση από την παλαιά,
θρησκευτικού τύπου, μορφή συνείδησης. Το έθνος, αποτελεί μια νέα κοινότητα σε
σχέση με την παραδοσιακή κοινότητα.25 Πάντως στην ελληνική περίπτωση υπάρχει
μια ιδιομορφία. Υπάρχουν ουσιαστικές αποκλίσεις στο ελληνικό παράδειγμα από το
μοντέλο που εισηγείται η γραμμική-κατασκευαστική αντίληψη ότι η ιδεολογία του
εθνικισμού οδηγεί στη διαμόρφωση έθνους που βασίζεται σ’ ένα επινοημένο σύνολο

24 Αναφορά της Μαρία Τοντόροβα, «Τα Βαλκάνια: από την ανακάλυψή τους στην ‘κατασκευή’ τους», στο Εθνικό Κίνημα στα
Βαλκάνια, Αθήνα, εκδ. Θεμέλιο, 1996, σελ. 77.

25 Νίκος Δεμερτζής, «Πότε δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος», εφημ Το Βήμα, 6-2-2005, Πέτρος Θεοδωρίδης, Μεταμορφώσεις της
ταυτότητας, Θεσσαλονίκη, εκδ. Αντιγόνη, 2004, Διονύσιος Α.Ζακυθηνός, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική
Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών, 1974. Ν. Βλάχος, «Ο Θεσσαλός λόγιος Δημήτριος Αλεξανδρίδης (Τυρναβίτης)
εκδότης του 'Ελληνικού Τηλεγράφου' (1812-1836)», Αθήνα, 1976.

16
ιδεολογικών κανόνων και ιστορικών αναπαραστάσεων, όπου το φαντασιακό στοιχείο
μετατρέπει το «άδειο» κύριο σημαίνον σε πραγματική ουσία. Με βάση αυτή την
αντίληψη δεν μπορεί να εξηγηθεί πώς είναι δυνατόν να υπάρχει η αντίληψη περί
συνέχεια των Ελλήνων τον 16ο αιώνα, όταν ο Ιέραξ στο «Χρονικόν περί την των Τούρκων
βασιλείας» παραλληλίζει τους υπερασπιστές της Κωσταντινούπολης με τους 300 του
Λεωνίδα.

Δεν μπορεί επίσης να εξηγηθεί το πώς είναι δυνατόν πολλές δεκαετίες πριν τη
συγκρότηση εθνικού κράτους και την εμφάνιση του Παπαρηγόπουλου να έχει γραφεί η
ιστορία του ελληνικού έθνους, όπως στο έργο του Δημητρίου Αλεξανδρίδη «Ελληνικός
Καθρέπτης» (Βενετία, 1806) να αναφέρεται σε έναν ενιαίο πληθυσμό από τα
προομηρικά χρόνια ως τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος συγγράφεας προσθέτει το 1807 σε μια
μετάφραση μιας «Ιστορίας της Ελλάδος» κι ένα τρίτο τόμο με την ιστορία της
Ρωμανίας, δηλαδή του Βυζαντίου.

Φαίνεται ότι υπάρχει εθνική συνείδηση συγκροτημένη σε συγκεκριμένους κύκλους


διανοουμένων πολύ πριν την εμφάνιση της νεωτερικότητας. Η πρώιμη αυτή εθνική
συνείδηση διαδίδεται στη συνέχεια και επικρατεί στις ρωμαίικες μάζες όταν οι
ιστορικές συνθήκες το επιτρέπουν. Μετά τη δημιουργία του ελληνικού εθνικού κράτους
στις αρχές του 19ου αιώνα, κωδικοποιείται με το παπαρηγοπούλειο σχήμα, το οποίο
όμως μ’ έναν παράδοξο τρόπο το βρίσκουμε να πρωτοεκφράζεται 4 αιώνες πριν, από
τους βυζαντινούς διανοούμενους του 15ου αιώνα.

-----------------------------

17
Η Συνέχεια του Ελληνισμού και οι Αμφισβητίες

Κωνσταντῖνος Χολέβας

Μέσα σέ ὅλη τήν πνευματική σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας παρατηροῦμε ὁρισμένους
διανοητές νά ἀμφισβητοῦν τή συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί νά ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Νέος
Ἑλληνισμός «κατασκευάσθηκε» τόν 19ο αἰῶνα καί ὅτι ἡ σχέση μας μέ τούς Ἀρχαίους
Ἕλληνες καί τό Βυζάντιο-Ρωμανία εἶναι μύθος «ἐθνικιστικός». Βεβαίως στή χώρα μας
ἔχουμε καί ὀρθῶς ἐλευθερία ἐκφράσεως. Ὅμως ἡ ἀνησυχία μας αὐξάνεται ὅταν τέτοιες
ἀνιστόρητες ἀπόψεις ἐκφράζονται ἀπό συγγραφεῖς σχολικῶν βιβλίων καί ἀπό στελέχη
πού διορίζονται σέ καίριες δημόσιες θέσεις. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δογματίζουν
αὐθαιρέτως καί ἀγνοοῦν ἤ διαστρέφουν τίς πάμπολλες ἱστορικές πηγές, οἱ ὁποῖες
ἀποδεικνύουν τήν ἐθνολογική καί πολιτιστική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
ὑπενθυμίζουμε μερικές χρήσιμες ἱστορικές ἀλήθειες:
Μπορεῖ τό Βυζαντινό κράτος νά ἦταν πολυεθνικό καί ὁ Αὐτοκράτωρ νά
διατηροῦσε γιά πολιτικούς λόγους τόν τίτλο «Βασιλεύς Ρωμαίων», ὅμως μέσῳ τῆς
παιδείας καί τῆς γλώσσας τό κράτος διεκήρυττε τήν ἑλληνικότητά του. Ἡ Αἰνειάδα τοῦ
Βιργιλίου, τό ἔπος τῆς λατινικῆς Ρώμης, οὐδέποτε ἐδιδάχθη σἐ ὁποιαδήποτε βαθμίδα
τῆς ἐκπαιδεύσεως, ἐνῷ ἀντιθέτως μικροί καί μεγάλοι μάθαιναν ἀπό στήθους τά
Ὁμηρικά ἔπη.
Τό 1250, μετά τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Σταυροφόρους,
ὁ Αὐτοκράτωρ τῆς Νικαίας Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης γράφει πρός τόν Πάπα
Νικόλαο Θ΄ ὅτι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί Αὐτοκράτορες χρησιμοποιοῦν τόν τίτλο
«Βασιλεύς Ρωμαίων», ἀλλά κατάγονται ἀπό τό ἀρχαῖο γένος τῶν Ἑλλήνων, τό ὁποῖο
γέννησε τή σοφία τοῦ κόσμου. Προσθέτει δέ ὅτι στούς Ἕλληνες ἐδόθη ἀπό τόν Μέγα
Κωνσταντῖνο ἡ Πόλις καί ὅτι οἱ οἰκογένειες Δούκα καί Κομνηνῶν εἶναι ἑλληνικές. (1)
Κατά τή συγκινητική τελευταία ὁμιλία του πρός τούς πολιορκημένους στίς 28-5-
1453 ὁ Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος -ὅπως καταγράφει ὁ Φραντζῆς- χαρακτηρίζει τούς
ὑπηκόους του ἀπογόνους Ἑλλήνων καί Ρωμαίων καί τήν Κωνσταντινούπολη
καταφύγιο τῶν Χριστιανῶν, «ἐλπίδα καί χαράν πάντων τῶν Ἑλλήνων».
Στή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ ἑλληνική συνείδηση διατηρεῖται στίς ψυχές
τῶν κατατατρεγμένων προγόνων μας χάρις κυρίως στούς ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες.
Γύρω στό 1700 ὁ φλογερός ἱεροκῆρυξ καί Ἐπίσκοπος Κερνίτσης καί Καλαβρύτων Ἠλίας
Μηνιάτης ὁμιλῶν στή Βενετία παρακαλεῖ ὡς ἑξῆς τήν Παναγία: «Ἕως πότε
πανακήρατε Κόρη τό τρισάθλιον Γένος τῶν Ἑλλήνων ἔχει νά εὑρίσκεται εἰς τά δεσμά
μιᾶς ἀνυποφέρτου δουλείας....». (2)
Κατά τήν περίοδο αὐτή χρησιμοποιοῦνται καί τά τρία χαρακτηριστικά
ὀνόματα:Ἕλλην, Ρωμηός, Γραικός. Τό Γραικός στό στόμα τῶν ξένων δέν ἔχει πάντα
θετική σημασία, ὅμως χρησιμοποιεῖται καί ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους Ἕλληνες
συγγραφεῖς. Π.χ. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στά τέλη τοῦ 18ου αἰῶνος ὀνομάζει

18
τήν Ἑλλάδα Γραικία (3). Τήν σύνθεση καί τῶν τριῶν ὀνομάτων βλέπουμε στό ποίημα
«Ἅλωσις Κωνσταντινουπόλεως» τοῦ Ἐπισκόπου Μυρέων Ματθαίου τό 1619:
Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον στό γένος τῶν Ρωμαίων....
Ὦ, πῶς ἐκαταστάθηκε τό γένος τῶν Ἑλλήνων...
Σ’ἐμᾶς εἰς ὅλους τούς Γραικούς νά ἔλθῃ τούτ’ τήν ὥρα. (4)

Οἱ Ἕλληνες ἀκόμη καί μέσα στή δυστυχία καί τή μερική ἀγραμματωσύνη λόγῳ
δουλείας- δέν λησμονοῦν τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές ρίζες τους. Ἀπό τό 1529 μέχρι τό 1821 τό
δημοφιλέστερο λαϊκό ἀνάγνωσμα εἶναι «Ἡ Φυλλάδα τοῦ Μεγαλέξανδρου» πού θυμίζει
τή δόξα τῶν Ἑλλήνων Μακεδόνων. Στούς νάρθηκες πολλῶν ναῶν καί μοναστηριῶν
ζωγραφίζουν οἱ ἁγιογράφοι τούς ἀρχαίους Ἕλληνες σοφούς γιά νά δείξουν στό
ἐκκλησίασμα καί στούς μαθητές τῶν Κρυφῶν Σχολειῶν ποιά εἶναι ἡ πραγματική
καταγωγή τους. Λίγα χρόνια πρίν ἀπό τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση οἱ ναυτικοί μας
τοποθετοῦν στά πλοῖα τους ὡς ἀκρόπρωρα τά κεφάλια μεγάλων μορφῶν τῆς
Ἀρχαιότητος, ὅπως τοῦ Θεμιστοκλέους κ.ἄ.
Ἀλλά καί ἡ σύνδεση μέ τή βυζαντινή Ρωμηοσύνη ( ὁ ὅρος ἀπό τή Νέα Ρώμη-
Κωνσταντινούπολη) παραμένει σταθερή καί διατρανώνει τή συνέχεια τοῦ
Ἑλληνισμοῦ. Τά Συντάγματα τῶν Ἐθνοσυνελεύσεων τοῦ Ἀγῶνος (1821-1827)
καθιερώνουν ὡς νομοθεσία τῆς Νέας Ἑλλάδος «τούς νόμους τῶν Χριστιανῶν ἡμῶν
Αὐτοκρατόρων». Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας, ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς ἐλεύθερης
Ἑλλάδος, θεσμοθετεῖ τήν Ἑξάβιβλο τοῦ Κωνσταντίνου Ἀρμενοπούλου, ἕναν βυζαντινό
κώδικα τοῦ 1345, ὡς τό ἀστικό δίκαιο τῆς χώρας καί τοῦτο ἴσχυσε μέχρι τό 1946!
Οἱ ἀγωνιστές τοῦ 1821 αἰσθάνονταν ὅτι συνεχίζουν καί τήν ἀρχαία ἑλληνική καί
τή βυζαντινή παράδοση. Σέ ἰταλική ἐφημερίδα τοῦ 1821 ἀναφέρονται τά λόγια τοῦ
Ἀθανασίου Διάκου ὅτι ἀγωνίζεται «γιά τόν Χριστό καί γιά τόν Λεωνίδα» (5). Καί ὁ
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συζητῶντας μέ τόν Ἄγγλο Ναύαρχο Χάμιλτον θεωρεῖ ἑαυτόν
ὡς συνεχιστή τοῦ Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, ὁ ὁποῖος οὐδέποτε συνθηκολόγησε, καί
χαρακτηρίζει τό Σοῦλι καί τή Μάνη μαζί μέ τούς κλεφταρματολούς ὡς τή φρουρά τοῦ
τελευταίου Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος.
Εἶναι, λοιπόν, ἀντεπιστημονική θέση καί φανατική ἰδεοληψία ἡ προσπάθεια νά
μᾶς πείσουν κάποιοι ὅτι δῆθεν μέχρι τό 1821 δέν ξέραμε ποιοί εἴμαστε καί ὅτι ὁρισμένοι
διανοητές δημιούργησαν ἕνα τεχνητό νεοελληνικό ἔθνος. Ὅσοι ψάχνουν γιά τεχνητά
ἔθνη ἄς μήν ματαιοπονοῦν ἀλλοιώνοντας τήν ἐλληνική Ἱστορία. Ἄς κοιτάξουν λίγα
πρός βορρᾶν καί θα βροῦν τό τεχνητό «μακεδονικό ἔθνος» τῶν Σκοπίων. Ἐμεῖς θά
μελετοῦμε τήν ἱστορική ἀλήθεια χωρίς φόβο καί πάθος καί θά διατηροῦμε τήν
ἑλληνική μας συνείδηση ἐνθυμούμενοι ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δεχόμαστε τόν
γνήσιο πατριωτισμό καί ἀπορρίπτουμε τά δύο ἄκρα:Τόν ἐθνοφυλετισμό καί τόν
ἐθνομηδενισμό.

(1) Ἀπ. Βακαλοπούλου, Πηγές Ἱστορίας τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, Α΄τόµος,


Θεσσαλονίκη 1965, σελ. 50-53.

19
(2) Πρωτοπρ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ἐκδόσεις ΑΚΡΙΤΑΣ, Ἀθήνα
1988, σελ. 207.
(3) Στό ἔργο του «Ὁμολογία Πίστεως». Κυκλοφορεῖται ἀπό τήν Ἱερά Μητρόπολη
Παροναξίας σέ πανομοιότυπη ἔκδοση τῆς Α΄ ἐκδόσεως
τοῦ 1819, Νάξος 2009.
(4) Ἀνθολογεῖται στή «Βυζαντινή Ποίηση» τοῦ Γεωργίου Ζώρα. Τό βρῆκα στό βιβλίο
τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ:1204, ἡ Διαμόρφωση τοῦ Νεωτέρου Ἑλληνισμοῦ,
Ἐναλλακτικές Ἐκδόσεις, Ἀθήνα 2007 ( Β΄ἔκδοση), σελ. 44.
(5) Κωνσταντίνου Σάθα «Ἕλληνες Στρατιῶται ἐν τη Δύσει», ἐκδόσεις
ΦΙΛΟΜΥΘΟΣ, Ἀθήνα 1993, σελ. 65.

20
Η Διδασκαλία της Φιλοσοφίας στην Μεγάλη του
Γένους Σχολή. Οι περιπτώσεις του Γεωργίου
Σχολαρίου-Γενναδίου Β’ και του Θεοφίλου
Κορυδαλλέως

Λίνος Μπενάκης
Κυριακή 23 Μαΐου 2010 στο Σισμανόγλειο Μέγαρο του Ελληνικού Προξενείου στην
Κωνσταντινούπολη* και Σάββατο 29 Μαίου 2010
στο Δημαρχείο Παλαιού Φαλήρου (με συντομεύσεις)

Σεβαστό και αξιότιμο ακροατήριο, πολυαγαπητοί φίλοι της Πόλης και εκδρομείς-
προσκυνητές από την Ελλάδα,

Αποδέχθηκα, όπως ακούσατε, από την πρώτη στιγμή την πρόσκληση, παρά το γεγονός
ότι είχα να έλθω στην Κωνσταντινούπολη περισσότερο από 25 χρόνια από μία
εσωτερική αναστολή, γιατί δεν ήξερα πόσο θα αντέξω τις συγκινήσεις, που φέρνει η
μεγάλη πρωτεύουσα του Βυζαντίου και του Ελληνισμού. Σήμερα όμως είμαι πολύ
ευτυχής.
Θα προσπαθήσω να είμαι επιγραμματικός, γιατί ο χρόνος δεν είναι πολύς και στην
πραγματικότητα το θέμα που έδωσα ανταποκρίνεται σε ένα Σεμινάριο πολλών
εβδομάδων. Είναι τόσο το υλικό, το ήξερα βέβαια, αλλά το συνειδητοποίησα καθώς
προετοίμαζα τις σημειώσεις μου. Έτσι λοιπόν θα περιορισθώ σε κάποιες πτυχές του
θέματος, που καταδεικνύουν όμως την ιστορική σημασία που έχουν προσωπικότητες,
οι οποίες συνδέονται άμεσα με την Μεγάλη του Γένους Σχολή. Βεβαιότατα, πρώτιστη
προσωπικότητα, ιστορική προσωπικότητα, είναι ο ιδρυτής της ο Γεώργιος Σχολάριος, ο
μετέπειτα Πατριάρχης Γεννάδιος ο Β’. Δεν υπήρξε βέβαια ο ίδιος σχολάρχης και
διδάσκαλος, αλλά στο πνεύμα του εργάστηκαν όσοι έκαναν το ίδρυμα αυτό να είναι
για αιώνες ένα λαμπρό εκπαιδευτικό καθίδρυμα με διαστάσεις πολύ πέρα από την
Βασιλεύουσα. Θα μνημονεύσουμε πρώτα απλώς για την ιστορία τον δάσκαλο του
Γενναδίου, τον πρώτο σχολάρχη και σπουδαίο λόγιο με θεολογικό και φιλοσοφικό
έργο, τον Ματθαίο Καμαριώτη.
Θα ξεκινήσω με την προβολή μερικών διαφανειών για το πρόσωπο του Γενναδίου του
Β’. Επειδή έχω το προνόμιο και την χαρά να σας δείξω ένα απόκτημα εντελώς
καινούργιο, μοναδικό, το οποίο προστίθεται στα όσα γνωρίζαμε. Και θα μου επιτρέψετε
να πω ότι είναι μία παγκόσμια πρώτη αυτό. Θα προτάξω όμως μερικά πολύ
στοιχειώδη βιογραφικά. Ο Γεώργιος Σχολάριος γεννήθηκε στην Πόλη από Θεσσαλούς
γονείς το 1400. Σπούδασε κοντά σε καλούς δασκάλους, ήταν φιλομαθέστατος και
γλωσσομαθέστατος, έμαθε πολύ νωρίς πολύ καλά Λατινικά, εγνώρισε την λατινική

21
θεολογία και λατινική παιδεία από πρώτο χέρι και εξελίχθηκε σε έναν ανώτατο
διοικητικό αξιωματούχο στην εποχή της Αυτοκρατορίας του Ιωάννου Παλαιολόγου του

*Εκδήλωση οργανωμένη από τον Σύλλογο Φίλων της ΜΓΣ Αθηνών


** « « « « την Οι.Ομ.Κω.

22
Η’. Ώς την εποχή εκείνη είχε ήδη σημαντικό συγγραφικό έργο - θα το ακούσετε σε λίγο
- και είχε το προνόμιο να συνοδεύσει τον Αυτοκράτορα το 1438-39 στην πολύ
γνωστή,την περιώνυμη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας για την ελπιζόμενη Ένωση
των Εκκλησιών και την στήριξη του κινδυνεύοντος από την Ανατολή Βυζαντίου. Ο
Σχολάριος την εποχή εκείνη συμπαθούσε τη Δύση, εγνώριζε πολύ καλά τις επιδόσεις
της. Εγνώριζε πολύ καλά το έργο του μεγίστου θεολόγου και φιλοσόφου, του Θωμά του
Ακυνάτη, του οποίου χρησιμοποιούσε τις μεταφράσεις των έργων του, που είχαν ήδη
προηγηθεί από τον Δημήτριο Κυδώνη κι έκανε κι ο ίδιος μεταφράσεις πολλών
σημαντικών μερών της Θεολογίας του και, κυρίως, σχολιασμού των αριστοτελικών
έργων, καθώς και άλλων Λατίνων σημαντικών θεολόγων και φιλοσόφων. Επήγε
λοιπόν με μία περίεργη διάθεση να βοηθήσει τον Αυτοκράτορα στις σκληρές
διαπραγματεύσεις, όπως και άλλοι βυζαντινοί λόγιοι, όπως ο περίφημος Γεώργιος
Γεμιστός Πλήθων από τον Μυστρά, με τον οποίο και συνταξίδεψε, όταν επιβιβάστηκε
στο πλοίο από την Ναύπακτο για τη Φερράρα. Εκεί και οι δύο αυτοί σπουδαίοι λόγιοι,
συγκροτημένοι θεολόγοι και δεινοί φιλόσοφοι, διεπίστωσαν ότι δεν υπήρχε ειλικρινής
διάθεση από τη Δύση και πολύ γρήγορα μετε-στράφησαν, ας το πω έτσι, σε
«ανθενωτικούς». Δεν υποστήριξαν δηλαδή τις θέσεις που είχαν προταθεί,
εγκατέλειψαν τον Αυτοκράτορα μόνο του, περίπου, με κάποιους άλλους δευτέρας
σημασίας συμβούλους και επέστρεψαν εις τα ίδια με τη βεβαιότητα, ότι δεν πρόκειται
να έρθει από τη Δύση καμία ουσιαστική βοήθεια. Η αγωνία του Σχολαρίου ήταν να
στηριχθεί το Γένος στις δικές του δυνάμεις. Αυτές θα ήταν βασικότατα η Εκκλησία.
Επιστρέφοντας στην Κωνσταντινούπολη το 1440, παραιτήθηκε από όλα τα αξιώματα -
άλλωστε δεν τον είχε πλέον στη συμπάθειά του ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης - και
αποφάσισε να γίνει μοναχός. Έγινε λοιπόν το 1440 μοναχός και εγκατοίκησε σε μία
από τις περιφερειακές μικρές μονές της Βασιλεύουσας. Εκεί τον βρήκε η καταστροφή.
Το 1453 ένας αγαπημένος ανεψιός του, ο Θεόδωρος Σοφιανός, πολεμώντας στα κάστρα
της Πόλης και τραυματισμένος κατέφυγε στο μοναστήρι του και μαζί αποφάσισαν να
διαφύγουν, αλλά συνελήφθησαν αιχμάλωτοι και εστάλησαν στην Ανδριανούπολη
στην υπηρεσία ενός Οθωμανού αξιωμα-τούχου. Εκεί τον βρήκαν οι σύμβουλοι του
Μεχμέτ του Β’, όταν αναζήτησαν έναν επικεφαλής της Χριστιανικής Ορθόδοξης
Εκκλησίας για το αξίωμα του Πατριάρχου. Τι είχε συμβεί ? Ο προηγούμενος
Πατριάρχης Αθανάσιος ο Β’, φιλενωτικός, για λόγους υγείας είχε πάει στη Ρώμη, όπου
απέθανε. Προφανώς στο μεσοδιάστημα αυτό ο Πατριαρχικός Θρόνος ήτανε ορφανός,
δεν παραδίδεται όνομα άλλου Πατριάρχου, πλην του προηγουμένου του Αθανασίου,
του Μητροφάνη (αναφέρω το όνομα και θα ακούσετε για ποιο λόγο), ο οποίος επίσης
φιλενωτικός, είχε πεθάνει πριν από την ανάρρηση του Αθανασίου, δηλαδή πριν από το
1451/52. Από την Ανδριανούπολη λοιπόν, την αιχμαλωσία, μετά από εξαγορά, όπως
γινόταν τότε, ο Σχολάριος έφθασε στην Κωνσταντινούπολη, συναντήθηκε με τον
Πορθητή και δέχθηκε, υπό όρους πολύ ευνοϊκούς, τον Πατριαρχικό Θρόνο. Οι όροι
ήσαν εξαιρετικά ευνοϊκοί επειδή, πέραν των όσων είναι γνωστά, ότι δηλαδή πήρε τα
προνόμια να διοικεί την Εκκλησία, να διορίζει τους Επισκόπους, να μορφώνει και να
καθοδηγεί τον κλήρο, είχε και μια ειδική μεταχείριση, να μην πληρώσει στον Σουλτάνο
καμία φορολογική εισφορά. Αυτό είναι μοναδικό. Όλοι οι άλλοι Πατριάρχες αργότερα

23
έπρεπε να πληρώσουν στο Σουλτάνο για να πάρουν τη θέση του Πατριάρχη. Τον
Ιανουάριο του 1454 έγινε η εγκατάστασή του στον Πατριαρχικό Θρόνο, όπου έμεινε έως
το 1456, όταν υποχρεώθηκε σε παραίτηση, διότι γεγονός είναι, το λέει και ο ίδιος στις
επιστολές του, ότι ουδέποτε επεδίωξε αυτόν τον Θρόνο, δεν ήταν ο χαρακτήρας του
φιλόδοξου ανθρώπου, που θέλει ηγετικό ρόλο. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν η
απόδοση του θεσμού και θα σας μιλήσω για αυτό αμέσως σε λίγο. Έτσι λοιπόν, έχουμε
στη σταδιοδρομία του δύο παραιτήσεις και τρεις επανεκλογές. Στο μεσοδιάστημα
κατέφυγε πάλι στη συγγραφή, στη μελέτη, στην επιστολογραφία την πολύ σημαντική
προς παράγοντες της μεταβυζαντινής πλέον ζωής, και κατέληξε μετά την τελευταία
του παραίτηση το 1469 (αφού εν τω μεταξύ είχε ένα μικρό διάστημα εγκαταβιώσει στη
Μονή Βατοπεδίου στο Άγιον Όρος) στην Μονή του Τιμίου Προδρόμου Σερρών, όπου και
απέθανε το 1472. Εκεί είναι και ο τάφος του. Αυτά πολύ σύντομα τα βιογραφικά, για να
σας δείξω τώρα τις διαφάνειες, και θέλω και να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο το πολύ
πρόσφατο εύρημά μας. Η πρώτη διαφάνεια δείχνει μία τοιχογραφία στην δεξιά είσοδο
του Καθολικού (το λεγόμενο Μακρυναρίκι) της Μονής του Τιμίου Προδρόμου Σερρών.
Η ακτινοβολία του πρώην Πατριάρχου ως εγκαταβιώσαντος στην Μονή Προδρόμου με
το σημαντικό συγγραφικό και το κηρυγματικό του έργο οδήγησε κάποιον, αρκετά καλό,
αγιογράφο βυζαντινής τεχνοτροπίας να τον απεικονίσει το 1630 πιθανότατα μαζί με
τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ΄ Παλαιολόγο, έχοντας ανάµεσά τους την Θεοτόκο και
τους αγίους Ιωάννη τον Πρόδρομο και Ιωάννη τον Θεολόγο.
Παρακαλώ να δούμε την επόμενη διαφάνεια. Αυτό είναι το εύρημα. Το βλέπετε για
πρώτη φορά. Προέρχεται από έναν ελληνικό κώδικα της Οξφόρδης, της Συλλογής
Barocci, του 15ου αιώνος, είναι δηλαδή χειρόγραφο περίπου σύγχρονο του Γενναδίου ή
10-20 χρόνια το πολύ μετά το θάνατό του. Απεικονίζει τον πατριάρχη καθήμενο στον
Πατριαρχικό Θρόνο και επιχειρούντα να αναγνώσει την επιγραφή, η οποία ήτο κατά
την παράδοση χαραγμένη στη λάρνακα του Αυτοκράτορος Μεγάλου Κωνσταντίνου.
Κατά την παράδοση, όταν μεταφέρθηκε από το γιο του Κωνστάντιο η σωρός του
Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Κωνσταντινού-πολη, χαράχθηκε στη λάρνακα μία
κρυπτογραφική επιγραφή, μη αναγνώσιμη. Γιατί ; Διότι έλειπαν όλα τα φωνήεντα από
τις λέξεις της περίπου δέκα στίχων επιγραφής. Ο πρώτος ο οποίος διαβασε την
επιγραφή, κατά την παράδοση, είναι ο Γεννάδιος. Αυτό προκύπτει από το επόμενο
κείμενο της συλλογής του κώδικα της Οξφόρδης, ο οποίος είναι ένας σύμμεικτος
κώδικας, πολύ περίεργης σύνθεσης. Αρχίζει με πέντε πατερικά κείμενα των μεγάλων
Πατέρων, Χρυσοστόμου, Γρηγορίου Ναζιανζηνού, κ.λ.π., ακολουθούν πέντε
φιλοσοφικά κείμενα (Πλωτίνος, Αριστοτέλης, σχόλια στον Αριστοτέλη), ακολουθεί η
Περιήγησις Ελλάδος και μετά έρχονται πέντε κείμενα μικρά των λεγομένων χρησμών.
Ξέρετε, ότι στο τέλος της εποχής του Βυζαντίου άνθησε η χρησμολογία. Φαίνεται ότι ο
Γεννάδιος είχε μία συμπάθεια, ας το πούμε έτσι, σε αυτήν την παρα-επιστήμη. Προς
Θεού, δεν έχει καμία σχέση με τη μοιρολατρεία ή την αστρολογία κ.λ.π. Απλούστατα,
ηρέσκετο ο Γεννάδιος, και προκύπτει και από την Χρονογραφία του κυρίως, που άφησε
ημιτελή στη Μονή Προδρόμου, πεθαίνοντας 1472, να υπολογίζει, παραδείγματος χάριν,
το γεγονός ότι πρώτος αυτοκράτωρ ήταν ο Κωνσταντίνος, τελευταίος αυτοκράτωρ ο
Κωνσταντίνος, και οι δύο είχαν μητέρα τους Ελένη. Πρώτος Πατριάρχης

24
Κωνσταντινουπόλεως τότε Μητροφάνης, τελευταίος (περί-που) Μητροφάνης. Πόσα έτη
από τότε ώς τότε, αυτά περίπου αποτελούσαν αντικείμενο κάποιας παρα-
απασχόλησης. Αυτή η συλλογή των χρησμών συνδέει, λοιπόν, την περίφημη, περίεργη,
ακατανόητη επιγραφή στη λάρνακα του Μεγάλου Κωνσταντίνου με την εξής φράση:
«Ταύτα τα γράμματα ευρέθησαν εις μνημείον μαρμαρένιον (sic) του τάφου του
Μεγάλου Κωνσταντίνου. Εξηγήθη ταύτα ο μέγας Πατριάρχης Σχολάριος». Και αρχίζει,
«Τη πρωτη της Ινδίκτου η βασιλεία» κλπ, κλπ. Στο προηγούμενο φύλλο το λευκό, το
verso, είναι η απεικόνιση. Είναι η λάρνακα ανοιγμένη, διακρίνεται ο σκελετός του
αυτοκράτορος, κι αυτό μας θυμίζει βέβαια το γνωστό «Τίς βασιλεύς ή στρατιώτης, η
πλούσιος ή πένης, δίκαιος ή αμαρτωλος… τα οστά τα γεγυμνωμένα», που μας φέρνει
σε μία άλλη προσέγγιση του προβλήματος του θανάτου. Ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να
μελετήσουμε πιο έγκυρα αυτό το εύρημα, το οποίο συνδέεται με το γεγονός ότι στον
κώδικα αυτόν έχουμε ένα κείμενο του Μάρκου Ευγενικού. Δεν τον ανέφερα ώς τώρα.
Είναι μία πολύ σημαντική προσωπικότητα, δάσκαλος του Σχολαρίου και μέντοράς του,
που τον επηρέασε στην στην υιοθεσία της ησυχαστικής διδασκαλίας του Γρηγορίου
Παλαμά, για την οποία θα μιλήσω σε λίγο.

Ο Πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος μετά του Αυτοκράτορος Ανδρονίκου


Παλαιολόγου Β’ (τοιχογραφία εις την δεξιά είσοδο του Καθολικού της Μονής Τίμιου
Προδρόμου Σερρών (1680).

25
Πώς φθάσαμε στο εύρημα του κώδικα της Οξφόρδης ; Στο πλαίσιο μιας μεγάλης
νέας προσπάθειας, που οργανώθηκε πριν από δύο χρόνια στην Αθήνα, να εκδώσουμε
το σύνολο των έργων του λατίνου Θωμά του Ακυνάτη, που μεταφράστηκαν ελληνικά
στο Βυζάντιο πριν από την Άλωση. Ένδεκα τόμοι με τις μεταφράσεις
προγραμματίζονται και έξι τόμοι με τα αντιρρητικά και τα φιλοδυτικά κείμενα της
εποχής. Είναι ένα μεγαλεπίβολο πρόγραμμα, που έχει ξεκινήσει καλά και έχουμε από-
κτήσει 120 χειρόγραφα από τα 180, που έχουμε εντοπίσει, διότι το ενδιαφέρον των
Βυζαντινών στο τέλος της Αυτοκρατορίας ήταν πολύ έντονο για τη Δύση, με
σημαντικούς μεταφραστές, και τον ίδιο τον Σχολάριο στα πρώτα του χρόνια.
Υπολογίζουμε ότι δύο τόμοι θα είναι έργα Σχολαρίου, δηλαδή μεταφράσεις έργων του
Θωμά, όχι μόνο θεολογικών αλλά κυρίως φιλοσοφικών, δηλαδή σχολίων στον Αριστο-
τέλη. Έτσι λοιπόν, ψάχνοντας για τον Μάρκο Ευγενικό στον κώδικα της Οξφόρδης,
βρήκαμε το πορτραίτο αυτό, το οποίο σας παρουσιάζω και χαίρομαι που μπορώ και το
κάνω για πρώτη φορά στη Μεγάλη του Γένους Σχολή.
Ακολουθεί μια άλλη απεικόνιση πολλή γνωστή σε εσάς, αλλά θα σας πω τώρα και εδώ
μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία … Είναι ο περίφημος πίνακας του Gentile Bellini, του
Βενετού ζωγράφου, ο οποίος εστάλη από την Σινιορία της Βενετίας το 1479 στην
Κωνσταντινούπολη να ζωγραφίσει τον Σουλτάνο και τις προσωπικότητες της εποχής
του. Ο Bellini, λοιπόν, δεν πρόλαβε το Γεννάδιο βέβαια (το 1479 είναι 7 χρόνια μετά το
θάνατό του) και φαντάστηκε την σκηνή της επίδοσης των προνομίων από τον Μεχμέτ
τον Β’ στον Πατριάρχη Γεννάδιο, με ένα τοπίο πολύ ενδιαφέρον, ένα κτίριο
ημιβυζαντινό, με συνοδούς σε στολές της εποχής. Αυτός ο πίνακας είχε μία περίεργη
ιστορία, κατέληξε στη συλλογή του Λόρδου Crawford στο Λονδίνο και από εκεί μετά σε
κάποιο από τα βρετανικά Μουσεία σήμερα, αλλά, ακούστε, ο Πρεσβευτής στην Αγγλία
της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Κωνσταντίνος Μουσούρος Πασάς (όπως ξέρετε την
εποχή εκείνη οι αξιωματούχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήσαν Έλληνες)
εντόπισε τον πίνακα αυτόν στο Λονδίνο και παρήγγειλε δύο αντίγραφα, φωτογραφικά.
Το ένα το έστειλε στο Φανάρι. Πρέπει κάπου να είναι, θα το απέκτησε αρχικά η
Μεγάλη του Γένους Σχολή και πρέπει να είναι τώρα σε κάποιο από τα δώματα του
Φαναρίου - δεν μπόρεσα να το διερευνήσω. Το δεύτερο αντίγραφο περιήλθε από τους
απογόνους του Μουσούρου στον σπουδαίο συλλέκτη, τον Ιωάννη Γεννάδιο και μαζί με
τις πολλές συλλογές του είναι σήμερα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη των Αθηνων. Όπου
λοιπόν, δημοσιεύεται το έργο του Bellini με την ένδειξη Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, δεν
αποδίδει την αλήθεια. Το πρωτότυπο είναι στο Λονδίνο. Ο πίνακας της Γενναδείου
Βιβλιοθήκης είναι φωτογραφικό αντίγραφο, πολύ προηγμένης τεχνολογίας για την
εποχή του, μιλάμε για το 1866. Τότε έγινε η ενέργεια του Μουσούρου. Και είναι
εκπληκτικής απόδοσης … Παρακαλώ να δείξετε την επόμενη διαφάνεια, που είναι
φωτογραφία προχθεσινή από την Γεννάδειο. Και την λεπτομέρεια στην επόμενη
διαφάνεια. Εδώ, ο Πατριάρχης με τον σταυρό αριστερά και το χέρι να ατενίζει προς το
μέλλον με αισιοδοξία, με προσμονή, με αυτοπεποίθηση. [Κοντά σ’ αυτές τις διαφάνειες
εικόνων, που απεικονίζουν πολύ χαρακτηριστικά τον Πατριάρχη μας, προσθέτω τώρα
στην έντυπη έκδοση της Ομιλίας μου και άλλους εντυπωσιακούς πίνακες, που

26
φωτογράφησα στους χώρους της Μεγάλης του Γένους Σχολής την επομένη της
Ομιλίας].
Και έρχομαι τώρα να σας εξηγήσω, γιατί θα μείνω μόνο στον Σχολάριο-Γεννάδιο
και σε έναν ακόμη από τους Δασκάλους της Μεγάλης του Γένους Σχολής. Θέλω
πραγματικά να τονίσω κάποια γεγονότα ιστορικά πολύ μεγάλης σημασίας για την
πορεία του Γένους. Βέβαια η Σχολή ονομάσθηκε αρχικά «Πατριαρχική Ακαδημία» από
τον Σχολάριο. Δεν είμαι βέβαιος για το πότε πήρε τον τίτλο της «Μεγάλης του Γένους
Σχολής». Στο πνεύμα του όμως προέκυψε ο όρος Γένος, γι αυτό δεν έχουμε καμία
αμφιβολία. Στο πνεύμα του ιδρυτή της η Πατριαρχική Ακαδημία μετονομάστηκε σε
Μεγάλη του Γένους Σχολή, διότι υπηρετούσε τις τύχες του Έθνους, του Γένους. Τί
έχουμε να αποδώσουμε και για ποιο λόγο πρέπει να θεωρήσουμε το Γεώργιο Σχολάριο-
Γεννάδιο τον Β’ ιστορική προσωπικότητα ; Αφήνω κάποιους χαρακτηρισμούς, που είναι
προϊόν ευνοϊκής, θα έλεγα, μεταχείρισης, όπως «θρυλική φυσιο-γνωμία». Το διάβασα
προ ημερών σε μια βιβλιοκρισία για ένα καινούργιο βιβλίο, διδακτορική διατριβή στο
Παρίσι για τον Σχολάριο από μία πολύ καλή νέα Γαλλίδα επιστήμονα, για την οποία
θα σας πω παρακάτω κάτι περισσότερο. Γιατί; Διότι έχουμε τη μεγάλη, τη σκληρή
πραγματικότητα, ποιο δρόμο θα ακολουθούσε το Γένος με την Εκκλησία του και με την
Παιδεία του ; Ο ένας δρόμος θα ήταν η πρόσδεση στο άρμα της Δυτικής Καθολικής
Εκκλησίας. Θα άλλαζαν όλα τα δεδομένα. Η Θεολογία θα ήταν ακαδημαϊκή, θα
στηριζόταν στην Φιλοσοφία, στην Λογική, στην λογική επεξεργασία των δογμάτων, κι
ακόμη θα ήτανε «κρατική», θα ήτανε κατευθυνόμενη. Η άλλη μεγάλη επιλογή θα
ήτανε να παραμείνει η Ορθοδοξία στο δρόμο του Ησυχασμού, του Παλαμισμού,
δηλαδή στην πιο γνήσια μορφή της ορθόδοξης δογματικής και λειτουργικής πράξης. Η
Ορθοδοξία είναι λειτουργική πράξη, δηλαδή ενσωματώνει στη Θεία Λειτουργία, το
Κήρυγμα, πολύ σημαντικό έργο των κληρικών, των ιεροκηρύκων, που πρέπει να είναι
καταρτισμένοι κατάλληλα, με βάση την γνώση της Γραφής και την ερμηνεία της από
τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας. Είναι ο λόγος λοιπόν, και βεβαιότατα η
τελετουργική πράξη με το μέλος και βέβαια με την εικόνα, που κατακλύζει τους
ορθόδοξους ναούς και εμπνέει τους πιστούς. Αυτά τα στοιχεία έπρεπε να συντηρηθούν
και η προσπάθεια του νέου Πατριάρχη ήταν πρώτον να οργανώσει τον κλήρο. Ο
κλήρος τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, τον τελευταίο αιώνα είχε υποστεί πολύ
μεγάλη φθορά. Οργίαζε η σιμωνία. Τι θα πει αυτό ? Εξαγορά της θέσης. Πληρώνω και
γίνομαι αρχιμανδρίτης ή ενοριακός ιερέας. Την πάταξε αυτήν την κακοδαιμονία ο
Γεννάδιος. Και φρόντισε να μορφώνεται ο κλήρος, να είναι σε θέση να κάνει το
κήρυγμα. Και καλλιέργησε τον λόγο μέσω των θεολόγων υπό την επιρροή του
Πατριαρχείου και ταυτοχρόνως ενίσχυσε την γενική παιδεία του ελληνικού Γένους, την
γλώσσα, έγραψε ο ίδιος μία Γραμματική (ένα από τα πρώτα του έργα). Ερμήνευσε σε
ποιμαντικούς λόγους θεολογικά προβλήματα, έκανε πλήθος λόγων ασκητικών,
ποιμαντικών, όπως είπα, και βεβαιότατα για προβληματισμούς θεολογικούς, που
απασχολούσαν την εποχή. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα, στα οποία του οφείλουμε
πραγματικά θεμελιώδη θεολογική προσέγγιση, είναι το πρόβλημα της Προνοίας, Θεία
πρόνοια και προορισμός. Την εποχή εκείνη την αρκετά ταραγμένη έπρεπε να
υπάρχουν κάποια γερά στηρίγματα. Ο Σχολάριος έγραψε πέντε λόγους Περί προνοίας

27
με θεολογική προσέγγιση και με αρχαιοελληνική προσέγγιση, για να εξηγήσει πως
έβλεπαν οι φιλόσοφοι την περίφημη ειμαρμένη, ως αναγκαιότητα φυσική και όχι
αιτιοκρατική, δεσμευτική της ελευθερίας του ανθρώπου. Ξεκαθάρισε τα θέματα αυτά
κατά τρόπο πρακτικό και αντέκρουσε τον παλαιό και μόνιμο αντίπαλό του, τον
Πλήθωνα, τον φιλόσοφο του Μυστρά. Και ο Ματθαίος Καμαριώτης έγραψε Κατά
Πλήθωνος περί Ειμαρμένης. Ο Πλήθων δεν ήτο εναντίον της Προνοίας και του
προορισμού από τη Θεία Δύναμη. Αντίθετα, ήταν «ειμαρμένιος», όπως τον αποκάλεσε
κάποιος αργότερα, δηλαδή, επίστευε στην απόλυτη αιτιοκρατία, η οποία δεσμεύει και
τον ίδιο τον Δημιουργό-Θεό, ο οποίος δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτό που είναι το
φυσικά τέλειο. Αυτό φυσικά δεν μπορούσε να γίνει δεκτό από την Ορθόδοξη Θεολογία.
Ο Σχολάριος αντέκρουσε την επιχειρηματολογία του Πλήθωνος, όπως και άλλοι
θεολόγοι, ο Ματθαίος Καμαρτιώτης σε θεολογικό επίπεδο, ο Βησσαρίων σε επίπεδο
αρχαιοελληνικό, και κυρίως ο Σχολάριος, όπως σας είπα σε πολλαπλό επίπεδο για να
δείξει την σχέση της Προνοίας με την αναγκαιότητα, πάντα όμως με απόλυτο σεβασμό
στην ελευθερία του ανθρώπου. Το Γένος την εποχή εκείνη είχε απόλυτη ανάγκη από
στηρίγματα και το κήρυγμα του Σχολαρίου ήταν ότι η Θεία Πρόνοια μας άφησε στα
χέρια του αλλόθρησκου Κατακτητή, έχουμε όμως την ευκαιρία να αντιπαραταχθούμε
και να οργανώσουμε τις βάσεις της δικής μας επιβίωσης. Και αυτό έγινε, και αυτό
κράτησε 400 χρόνια.
Στην αντιπαράθεσή του με τον Πλήθωνα, που δεν ήταν μόνο σε επίπεδο του
συγκεκριμένου προβληματισμού αλλά σε γενικότερο επίπεδο, όπως είναι κυρίως στο
φιλοσοφικό επίπεδο η προτίμηση του Πλάτωνος έναντι του Αριστοτέλους, οφείλουμε
τα πολλά κείμενα κατά Πλήθωνος. Είναι μια θεματική, που επηρέασε την Δύση
ευεργετικά, για άλλους βέβαια λόγους. Πέρα λοιπόν από την αντιπαράθεση αυτή, η
προσωπικότητα του Πλήθωνος αποτελούσε μια άλλη, μια τρίτη οδό. Το κήρυγμα της
επιστροφής στον αρχαίο ελληνισμό, με την θρησκεία του συμπερι-λαμβανομένη, ως
στήριγμα για την επιβίωση του ελληνικού Γένους, αυτό ήταν η δική του φιλοσοφία. Ο
Σχολάριος λοιπόν πολέμησε τον Πλήθωνα και όχι μόνο εκείνος, και πολλοί άλλοι.
Ποια είναι η πρώτη ιστορική διαπίστωση ? Η μεν πολιτική, εκκλησιαστική, θεολογική,
πνευματική, εκπαιδευτική του Σχολαρίου επέζησε και έσωσε τον Ελληνισμό, ενώ ο
Πλήθων ξεχάστηκε. Κανείς δεν τον αναφέρει καθόλου ποτέ πριν από τα μισά του 19ου
αιώνα, όταν ένας αλεξανδρινός θεολόγος τον ανέσυρε από την αφάνεια και μας
παρουσίασε μια πρώτη θετική προσέγγιση. Το περίεργο είναι ότι έκτοτε, από τα μέσα
του 19ου αιώνος δηλαδή, έχουμε μια μεγάλη αναβίωση του ενδιαφέροντος για τον
Πλήθωνα με μελέτη των έργων του, με εκδόσεις (και εγώ ο ίδιος είμαι συντελεστής
αυτής της αναγέννησης και έχω εκθέσει το γιατί, χωρίς να υπερβαίνουμε την ιστορική
αλήθεια), ενώ οι επιστημονικές εργασίες για τον Γεώργιο Σχολάριο–Γεννάδιο τον Β’
είναι πολύ λίγες. Για την ακρίβεια ηταν μέχρι πριν από δέκα–δεκαπέντε χρόνια
ελάχιστες. Τόσο που πιστεύω ότι είχε ξεχαστεί αυτή η σημαντική φυσιογνωμία. Αλλά
τα πράγματα αλλάζουν σιγά-σιγά και είμαστε τώρα πολύ πιο κοντά στο έργο του. Και
βέβαια πρέπει να αναφέρω κάτι πολύ σημαντικό, το γεγονός ότι μία ομάδα δύο
Γάλλων και ενός Έλληνος επιστημόνων εξέδωκαν το 1928 έως το 1936 σε οκτώ τόμους
όλα τα έργα του Σχολαρίου. Η έκδοση δεν είναι βέβαια επαρκής, δεν αποτελεί πρότυπο

28
με σύγχρονα κριτήρια έκδοσης και αδικεί τον Σχολάριο. Επιπλέον, ο Έλληνας
συνεργάτης, ο Σιδερίδης πέθανε πολύ γρήγορα, το 1929, και το όνομά του φαίνεται
στους οκτώ τόμους ως συνεργάτου, γιατί είχε προετοιμάσει κάποιες εργασίες, αλλά οι
άλλοι δύο είναι Καθολικοί, στελέχη της Καθολικής Εκκλησίας, ο ένας Επίσκοπος

Η συνάντηση Πατράρχου Γενναδίου και Μωάμεθ Β’ του Πορθητού Έργο του Ιταλού
Ζωγράφου Gentile Bellini (1480)

29
Κορίνθου και ο άλλος Αυγουστινιανός μοναχός. Αυτοί δεν περιορίστηκαν μόνο στην
έκδοση των έργων (μία καλή για την εποχή, αλλά όπως είπα ανεπαρκής για τα
σημερινά δεδομένα, διότι δεν είναι κριτική η έκδοση, δεν δίνει τις πηγές και έχει πολλές
άλλες ελλείψεις), αλλά αρθρογράφησαν και αδίκησαν τον Σχολάριο. Τον
χαρακτήρισαν με μια «ετικέτα», από τις εύκολες, ανθενωτικό και του απέδωσαν
ευθύνες για πολλά τάχα δεινά της μεταβυζαντινής ελληνικής πραγματικότητος. Είναι
ανάγκη να επαναληφθεί η έκδοση αυτή, αν βρεθούν οι κατάλληλοι επιστήμονες και τα
μέσα. Τότε θα επανορθώσουμε πολλά. Και βέβαια ακούσατε τους αριθμούς, οκτώ
τόμοι. Αλλά το έργο του Σχολαρίου ξεπερνάει τους 150 τίτλους. Αν προσθέσουμε και
τις περίπου πενήντα επιστολές, καταλαβαίνετε τι συγγραφικό όγκο έχουμε !

Να αναφερθώ εδώ σύντομα και στον κατάλογο των χειρογράφων του Γενναδίου. Ο
πατριάρχης αντέγραφε ο ίδιος τα δικά του έργα, όταν ήθελε να τα στείλει σε μαθητές
και φίλους. Έχουμε 34 αυτόγραφα στις βιβλιοθήκες του κόσμου, στο Παρίσι, στο
Βατικανό και σε τρία μοναστήρια του Αγίου Όρους. Παρεπονείτο ότι δεν είχε μαθητές
και συνεργάτες να του αντιγράψουν τα έργα. Τα αντέγραφε λοιπόν ο ίδιος με ένα
γραφικό χαρακτήρα εξαιρετικά φροντισμένο, σαν να είναι τυπογραφικά γράμματα
μικρού μεγέθους. Και έχουμε συνολικά 110 αντίγραφα των χειρογράφων του, από
άλλα χέρια, σε διάφορες βιβλιοθήκες της Ευρώπης σήμερα, πράγμα που σημαίνει ότι
το έργο του είχε μεγάλη διάδοση και επιρροή.

Πρέπει να κλείσω εδώ και να έρθω αμέσως σε μία άλλη μεγάλη προσωπικότητα με
πάρα πολύ σύντομο τρόπο. Νομίζω ότι ξεκαθάρισα τι οφείλουμε στον Πατριάρχη
Γεννάδιο. Οφείλουμε την επιβίωση του Γένους, μέσω της Εκκλησίας και της Παιδείας, η
οποία στηρίχθηκε στην πιο σωστή και πιο ορθή παράδοσή της, την ορθόδοξη παράδοση
των Μεγάλων Πατέρων μέσα από το έργο του Παλαμά και των μαθητών του. Από τη
Σχολή πέρασαν κι άλλοι διάσημοι Φιλόσοφοι. Ένας εξ αυτών είναι ο Θεόφιλος
Κορυδαλλεύς. Ήταν μόνον δύο χρόνια σχολάρχης στην Μεγάλη του Γένους Σχολή,
αλλά σημάδεψε κι αυτός την εποχή του, διότι υπήρξε μαθητής ενός σπουδαίου Ιταλού
Φιλοσόφου στο Πανεπιστήμιο της Padova, του Cezare Cremonini, σύγχρονου του
Γαλιλαίου, που ήταν στην Πίζα, γύρω στο 1630. Ο Cremonini, πολύ ικανός
αριστοτελικός φιλόσοφος, εκήρυξε το σύνθημα «πίσω στον αυθεντικό Αριστοτέλη,
μακριά από τις λατινικές μεταφράσεις και τα σχόλια των Λατίνων, του Θωμά και των
άλλων και μακριά από τους Άραβες και τα σχόλια του Αβερρόη και του Αβικέννα, οι
οποίοι αλλοιώνουν το έργο του Αριστοτέλους και το παρουσιάζουν κατά τη δική τους
φιλοσοφική τοποθέτηση». Ο Κορυδαλλεύς ήταν λαμπρός μαθητής του, έμεινε μερικά
χρόνια κοντά του. Όταν ήλθε στην Ελλάδα εδημιούργησε σπυδαία Σχολή, αυτό που
ονομάσθηκε Κορυδαλλισμός. Όλοι οι μαθητές του στα ανώτερα Σχολεία της Ελλάδος,
που είναι πάμπολα την εποχή εκείνη, από την Πατριαρχική Σχολή της
Κωνσταντινουπόλεως, την Σμύρνη, την Τραπεζούντα, την Θεσσαλονίκη, την
Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους, τα Γιάννενα, το Βουκουρέστι και το Ιάσιο και τις
άλλες πόλεις ήσαν μαθητές του. Τόσο μάλιστα ταυτίστηκε η διδασκαλία του
Κορυδαλλέως με την ορθή διδασκαλία του Αριστοτέλους, ώστε όταν προέκυψε μία

30
καταδίκη για κακοδοξία του Μεθοδίου Ανθρακίτη από τη Σύνοδο της
Κωνσταντινουπόλεως και όταν μετά από δύο χρόνια αναγνωρίστηκε ότι ήταν προϊόν
συκοφαντίας η κατηγορία καταδίκης και αποκαταστάθηκε ο φιλόσοφος, προστέθηκε η
φράση, ότι είναι ελεύθερος να διδάσκει «συνοδά τῶ Κορυδαλλεῖ». Ήταν λοιπόν η
επίσημη διδασκαλία της Εκκλησίας ο Κορυδαλλισμός. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι
διέσωσε την αυθεντική ελληνική αριστοτελική παράδοση στα μεγάλα Σχολεία και
στην Επτάνησο και στα Ιωάννινα και όλοι οι μαθητές του (και έχουμε πάρα πολλά
ακόμη ανέκδοτα έργα τους, του Γεωργίου Βλάχου, του Γεωργίου Κορεσσίου και άλλων),
έχουν την ίδια κατεύθυνση, η οποία ήταν μεγάλης ιστορικής σημασίας για το
χαρακτήρα της Ελληνικής Φιλοσοφίας.
Δύο λέξεις ακόμη για δύο άλλες περιπτώσεις, αρκετά σημαντικές, και αξιοπερίεργες.
Υποδιδάσκαλος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή υπήρξε ο Νικόλαος Ζερζούλης. Κανείς
από εσάς δεν έχει ακούσει το όνομα αυτό, είμαι βέβαιος. Τον ανασύραμε από την
αφάνεια. Μετσοβίτης φιλόσοφος. Ξεκίνησε σε μεγάλη ηλικία, ανικανοποίητος από τα
σχολεία των Ιωαννίνων και πήγε στη Βενετία και δραχμοδίαιτος εκεί πέρα κατόρθωσε
να σπουδάσει Λατινικά, Μαθηματικά, Φυσική, Ιατρική και γύρισε στην πατρίδα του
σπουδαίος δάσκαλος. Από το Μέτσοβο πήγε στα Γιάννενα, από τα Γιάννενα πήγε στην
Κωνσταντινούπολη. Τον έκαναν αμέσως υποδιδάσκαλο στην Μεγάλη του Γένους
Σχολή. Έμεινε δύο χρόνια. Γιατί; Διότι προήχθη σε Διευθυντή της Αθωνιάδος
Ακαδημίας, και - ακούστε-ακούστε - το 1750 ο Νικόλαος Ζερζούλης διδάσκει στην
Αθωνιάδα Ακαδημία αυθεντικό Νεύτωνα ! Μεταφράζει το έργο του Μπούσεμπρεγκ,
ενός λαμπρού Ολλανδού μαθητή του Νεύτωνος, από τα Λατινικά στα Ελληνικά
(σώζεται το χειρόγραφο στη Βιβλιοθήκη του Ιασίου της Ρουμανίας) και διδάσκει πρώτος
από όλους τους άλλους Ευρωπαίους (ούτε στη Γερμανία δεν ηταν ακόμη γνωστός ο
Νεύτων, ούτε στη Γαλλία, ούτε στην Ιταλία), πρῶτος λοιπόν ο Νικόλαος Ζερζούλης
διδάσκει στην Αθωνιάδα Ακαδημία του Αγίου Όρους Νευτωνική Φυσική.
Τέτοιους ανθρώπους και τέτοια μυαλά είχαμε την εποχή εκείνη, που πέρασαν από τη
Μεγάλη του Γένους Σχολή. Κλείνω με ένα τελευταίο όνομα: Κωνσταντίνος Κούμας.

31
Κώδιξ Οξφόρδης Baracci 145 (15ος αιώνας)

32
Πάμε στο 1814. Δύο χρόνια ήτανε Σχολάρχης στην Μεγάλη του Γένους Σχολή ο
Κούμας. Τον μετεκάλεσε ο Πατριάρχης της εποχής εκείνης από τη Σμύρνη, όπου
δίδασκε με μεγάλη επιτυχία. Ένας πάνσοφος λόγιος με σπουδές στη Βιέννη, με πολύ
πλούσιο συγγραφικό έργο (τέσσερις τόμοι Ιστορία της Φιλοσοφίας, ένδεκα τόμοι
Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων κ.α.)., Δεν έμεινε περισσότερο από δύο χρόνια
στην Μεγάλη του Γένους Σχολή. Διότι είχε ανησυχίες και φιλοδοξίες και ξαναπήγε
στην Βιέννη και στην Λειψία για σπουδές και συγγγραφές και σταδιοδρόμησε πλέον
στο εξωτερικό, στέλνοντας όμως τα βιβλία του στην Σμύρνη και σε άλλα ελληνικά
σχολεία.

33
«Ρωμιοσύνης Πορεία»

Φώφη Ραπτοπούλου και Βίκυ Ξύδα Ράλλη


Λόγος που εκφωνήθηκε από την πρόεδρο κ.Φ.Ραπτοπούλου και αντιπρόεδρο κ.Β.Ξύδα-
Ράλλη του Συλλόγου Πριγκηπιανών «Άγιος Γεώργιος ο Κουδουνάς» κατά την
εκδήλωση για την ʼλωση της Κων/πολης που διοργάνωσε η ΟΙ.ΟΜ.ΚΩ .

Πριν από τον άνθρωπο, που σέρνει πίσω του το φόβο, τι χαρά, το μόχθο, την αγωνία,
τα όνειρα…. Ήτανε λέει …το χάος. Το ακαταμέτρητο τίποτα! Ξάφνου, ως πνοή θετικής
ενέργειας, η αγάπη, το διαπέρασε πέρα ως πέρα για να αναριγήσει το σύμπαν και να
μπει σε τροχιά η μηχανή του χρόνου.

Η έφορη μήτρα της μάνας γης μπορούσε πλέον να κυοφορεί, να τρέφει, να ωριμάζει
όλα της τα γεννήµατα κι΄ όταν πλησιάζει η ώρα να τα αφήνει να κουρνιάσουν στην
αγκαλιά της . Ουρανός και θάλασσα, Τιτάνες και τιτανίδες, κύκλωπες, εκατόγχειρες
και γίγαντες σ΄ένα ανελέητο αγώνα επικράτησης, ως που η Ρέα και ο
Κρόνος δαμάσουν την νυπότακτη φύση της. Η μυθική τους συνεύρεση
απέδωσε σύντοµα τους πρώτους έξι θεϊκούς καρπούς, κι΄ απ΄ αυτούς µόνον ο
Δίας μετά από διαμάχες και περιπέτειες πολλές, έμελε να ορισθεί
κυρίαρχος εξουσιαστής θεών και ανθρώπων. Οι θεοί θα τιμωρούσαν την ασέβεια των
θνητών κι΄ αυτοί πάλι θα υπέμειναν τα δεινά, πληρώνοντας ακριβά τη λαχτάρα για
ελευθερία του νου, που φρόνιμα στοχάζεται αναζητώντας τα σωστά και τα ωφέλημα
.Ως τη στιγμή που οι μοναδικοί επιζήσαντες του εκδικητικού κατακλυσμού, η Πύρρα
και ο Δευκαλίωνας, ροβολήσουν τις πλαγιές του Παρνασσού , καθώς η Αττική γη
απορροφούσε σταλιά-σταλιά τη θεϊκή οργή για να ξαναπάρει η ζωή τα πάνω της.
Καινούργια βλαστάρια, νέα γενιά ανθρώπων. Το ζευγάρι απέκτησε δύο γιούς,
τον Έλληνα και τον Αμφικτύωνα και λέγεται πώς από κείνον τον πρώτο γιό, κρατά η
σκούφια μας. Οι Έλληνες , το κεντρικό ποτάµι, µ΄ όλους παραποτάµους,
τους καταρράκτες και τα ρυάκια του, τους Κυκλαδίτες, τους Δωριείς,
τους Μυκηναίους, τους Ίωνες, πάνω στον ομφαλό της γης, οι παλαιοί συντοπίτες μας,
θα γίνουν το πνευματικό λίπασμα για να βλαστήσει και να καρποφορήσει πολιτιστικά
όλος ο τότε κόσµος. Εδώ θ΄ αναπτυχθεί ο λόγος, η ποίηση, το μέτρο, η μουσική, η
αρμονία, το θέατρο και η φιλοσοφία. Εδώ θα γεννηθεί η έννοια της δημοκρατίας, της
ελευθερίας του Ολυμπισμού. Οι πόλεις κράτη με προεξάρχουσες Αθήνα και Σπάρτη
θα βρεθούν στο απόγειο της δόξας τους. Θα φέρνουν συχνά στα ταπεινά μέτρα τους
Ολύμπιους και αυτοί θα μεγαλουργούν. Θα μάχονται υπέρ βωμών και εστιών, θα
εκστρατεύουν ως τα βάθη της Μικράς Ασίας, θα απλώνονται πάνω στον παρθενικό
τάπητα της Μεσογείου. Από καιρού εις καιρόν έριδες και ενδοδιαμάχες θα
αναστέλλουν την πρόοδο. Ο Αλέξανδρός ο Μακεδών ο Μέγας και η μετέπειτα
Ελληνιστική περίοδος θα ρίξουν αυλαία πάνω στη σκηνή του αρχαίου κόσμου, γιατί τα

34
επιτεύγματα μιας εποχής ακμάζουσας έφθασαν πια, στο τέλος τους και οι Θεοί των
αιωνίων εφήβων, έγειραν να κοιμηθούν μακάριοι! Πεπεισμένοι, πως τίποτα πιο
θαυμαστό δεν θα μπορούσε να προσφέρει το μέλλον. Μετά την υποταγή του
Ελλαδικού κόσμου από τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και τη παραχώρηση του
δικαιώματος του Ρωμαίου πολίτη σ’ όλη την επικράτεια, οι Έλληνες αποκαλούνται
πλέον Ρωμαίοι διατηρώντας την επωνυμία και κατά τη Βυζαντινή περίοδο. Όταν δε η
διδασκαλία του Χριστού γίνεται θρησκεία και ανεβαίνει στο θρόνο να συμβασιλεύσει
με τον εκάστοτε αυτοκράτορα, ο όρος Έλληνας ή εθνικός είναι συνυφασμένος με τον
ειδωλολάτρη. Πολύ αργότερα κατά τα μέσα του 11ου αιώνα χρησιμοποιείται και πάλι
με την αρχική του έννοια. Σήμερα ο Ελληνορθόδοξος Ρωμιός απολαμβάνει τον
πολυσήμαντο τίτλο του κληρονομικώ δικαιώματι !

Οι αιώνες διαβαίνουν, εναλλάσσονται οι γενεές και η ιστορία εξελίσσεται ηλικιακά


μαζί με τον άνθρωπο. Μεγαλώνει, ωριμάζει, γερνά Αρχαιότητα, η αθώα παιδική ηλικία
της Ευρώπης. Ακολουθεί ο μεταβατικός μεσαίωνας, κρύβοντας μέσα του υποταγή,
περισυλλογή, σπουδή, μετάνοια. Είναι η εποχή που η Ευρώπη εκπαιδεύεται.. Και να
που η αναγέννηση ξεπροβάλει δειλά δειλά για να γιορτάσει την εφηβεία
της, συγκλονισμένη από το ανανεωτικό άνεμο που σαρώνει τον 14ο αιώνα της!
Συμπίπτει με τη στιγμή που αφήνοντας την ύστατη πνοή της, η
χιλιόχρονη αυτοκρατορία του Βυζαντίου, κληροδοτεί τα δικαιώματα της
πνευματικής περιουσίας της στη Δύση, μ’ όλο το θησαυροφυλάκιο γνώσης,
σοφίας, παιδείας και τέχνης διατηρημένο κάτω από το απόκοσμο, μυστηριακό φως της
Χριστιανικής θεώρησης των πραγμάτων! Η δύουσα γηραιά αυτοκράτειρα
ανατολή, θαμπώνει την ανατέλλουσα νεαρά δεσποσύνη Δύση. Μόνο που τώρα δεν
αποσύρεται μακαρίως στο κοιτώνα της. Την περιμένουν δεινά και κατατρεγμοί και το
ξέρει. Τα μαγιάτικα ρόδα του 1453 βάφονται με κόκκινο του αίματος μέσα στο
περιτοιχισμένο θυσιαστήριο. Βρισκόμαστε στην εποχή όπου παίχτηκε ένα από τα
μεγαλύτερα δράματα της παγκοσμίας ιστορία;, το πιο καθοριστικό και μοιραίο συμβάν
που άλλαξε την πορεία της Ρωμιοσύνης. Με σεβασμό και δέος στη μνήμη
του Αυτοκράτορα Παλαιολόγου και των τελευταίων τραγικών υπερασπιστών της
πόλης, όπου ο τιμημένος θάνατος που επέλεξαν έγινε σύμβολο στη συνείδηση του
γένους, παραθέτουμε λίγα σπαράγματα από ένα χρονικό γραμμένο γύρω στα (1513-
1530) που βρέθηκε στον βαρβερινό κώδικα της βιβλιοθήκης του Βατικανού. Η φωνή του
ανώνυμου λαϊκού πεζογράφου απηχεί ως τις μέρες μας τη λαϊκή παράδοση της
Άλωσης :

ΧΡΟΝΙΚΟ
(Από Χρονικό περιόδου 1513-1532 ανώνυμου λαϊκού πεζογράφο, του Βαρβερινού
Κώδικα ,της Βιβλιοθήκης του Βατικανού)

« Και έσωσε και ετελείωσε ο Βασιλεύ την ομιλία του. Ακόμη είπε και τούτο:
Ετοιμαστήται την αύριο , οπού είναι η ημέρα του πολέμου. Και ωσάν ηκούσανε τα

35
λόγια του Βασιλέως, επήρανε θάρσος και αφήσανε πάσαν άλλη ένοια και
ετοιμάστηκαν και εδώσανε τόπους να πολεμούσι οι ζωναράτοι και τριβούνοι και οι
καπετανέοι και εκάμανε όλη τη νύκτα καλές Βίγλες, οπού εξημέρωνε ημέρα Τρίτη και
είτανε όλοι έτοιμοι εις τα τειχία και εις τους πύργους. Και είχανε τις πόρτες κλεισμένες
δια να μην ημπορεί τινάς να εβγεί από τη χώρα.Και οι Τούρκοι εσύρνασι τα μάγγανα
κοντά εις τα τειχία. Ομοίως εσύρνασι και τα αμάξια τα καταστιλάτα και τις σκάλες και
άλλα πράματα πολεμικά. Εφέρασι και την αρμάδα τους στα μέρη του Γιαλού, και
το γιοφύρι το ξύλινο κοντά εις τα τείχη του Γιαλού, και εβάλασι όλους τους γέρους και
αχαμνοίς Τούρκους ομηρός εις τον πόλεμο και τους δυνατοίς από πίσω. Τότε ωσάν
ετοιμάστηκαν αρχίσανε τον πόλεμο από το μεσόνυκτο και οι Ρωμαίοι αντιστέκανε έως
οπού εξημέρωσε και βγήκε ο ήλιος.Τότε ανεβήσανε από το γιοφύρι το ξύλινο από τη
μερέα του Γιαλού και απετούσανε τις σαΐτες και ερχοντήσανε ωσάν το σύγνοφο. Και οι
Ρωμαίοι τους ερίξανε κάτω από τα τειχία και ερίχνασι απάνω εις τους Τούρκους
κοντάρια και μπαλίστρες όσο εδυνόντησαν.Και αλαργάρανε τους εχθρούς. Και
εγινόντησαν μεγάλες φωνές και σύχησες. Και όσο πλέο εσκοτωνόντησαν, τόσο πλέο
εστριμώνανε να ανεβούνε εις τα τειχία.Και άλλοι εφέρνασι βοήθεια εις τους
πολεμιστάδες. Και η κακή τύχη ηθέλησε και ελαβώθη ο καπετάνιος Γουστινιάς, με μια
σαιτέα εις τα σαγόνια και έτρεχε το αίμα εισέ όλο του το κορμί και δεν εμίλησε
λόγο να βάλει άλλον εις τον τόπο του, μόνε άφησε τον πόλεμο κι έφυγε κρυφά δια να
μη τζακιστούνε οι συντρόφοι του. Και εμπήκανε οι εχθροί μέσα. Και ο Βασιλεύ, ωσάν
έμαθε ότι ελαβώθη ο καπετάνιος, επήγαινε με αναστεναγμό και ερώτα που να τον
ευρεί. Τότε πήρανε οι Τούρκοι θάρσος πολύ και οι Ρωμαίοι εδειλιάσανε πολλά.Και οι
ελεεινοί Ρωµαίοι, αµή ελιγοστεύανε και δεν µπορούσανε ν΄αντισταθούνε εισέ τόσο
πλήθος Τούρκων, και ήτανε και χαλασμένο το τειχίο από τις λουμπάρδες.. Από κεί
ανέβη το πλήθος των εχθρών και εσέβαιναν ωσάν μια θάλασσα φουσκωμένη από
πολύ άνεμο, ωσάν το μελίσσι το αμέτρητο και επολεμούσανε δυνατά δια να
καταβαλούσι τους Ρωμαίους. Και ο δυστυχισμένος βασιλεύ είπε μεγάλη τη φωνή: Ώ
κακότυχος εγώ εχάθη η χώρα εχάθη η Βασιλεία μου… Οϊμέ , δεν ενε τίνας να μου
πάρει τη ζωή μου; Και αποκεί εκαβαλίκεψε με τους οικιακούς του, και εδιάβη εις το
πλήθος των Τουρκών μαζί με Θεόφιλο τον Παλαιολόγο, τον ανιψιό του και
εκόψανε πολλούς Αγαρηνούς.Αμή τι ημπόριε να κάμει εις το ελίσσι το αμέτρητο;
Λέγουσι ότι πολλή ώρα τους αντίστεκε να μην εμπούνε παραμέσα και επειδή τον
τριγύρησε το πλήθος, του εδώσανε με μια τζάτα και τον εκόψανε δυο κομμάτια.Το
όµοιο έκαµε κι ο Ιωάννης Νταλµάτης και έκαµε κι΄αυτός ωσάν τον Αχιλλέα και
εσκότωσε πολλούς εχθρούς. Και πολλοί Χριστιανοί ωσάν είδανε ότι έμπήκανε οι
Τούρκοι εις τη χώρα, εκοιτάζανε να φεύγουνε από τις πόρτες της χώρας και από τη
στρίμωξη του φευγιού αποθάνασι πολλοί.Ω μέγα κακό εις τη δυστυχισμένη
Κωνσταντινούπολη. Ακόμη ο ήλιος δεν ήτανε καλά σηκωμένος από την ανατολή, όπου
δεν ήτανε δύο ώρες της ημέρας και οι Τούρκοι επεριλάβανε την ελεεινή Πόλη και
εκείνοι όπου εμπήκανε εις τη χώρα, όσοι Χριστιανοί αντιστέκανε με τα άρματα τους
όλους τους εκόφτανε και όσοι επροσκυνήσανε, τους εκάμνανε σκλαβους και τους
γέροντες τους αχαμνούς τους εκόφτανε. Τότε εδράμανε εις την Αγία Σοφία και την
εκουρσέψανε, και επήρανε τις αγίες εικόνες και τις ετζακίζανε και τις

36
ετζαλαπατούσανε και τους αγίους τους ζωγραφισμένους τους εβγάλανε τα ομάτια
τους.
Μετά την Άλωση, η υποδουλωμένη Ρωμιοσύνη θα σηκώνει το σταυρό της σ΄έναν
ατέρμονα δρόμο μαρτυρίου. Θα σταυρώνεται αρκετές φορές σε διάστημα 557 χρόνων,
θα αγωνίζεται, θα ασφυκτιά, μα πάντα, θα βρίσκει χαραμάδες καθαρού οξυγόνου για
να εισπνέει. Το Βυζαντινό αρχοντολόι που είχε προπολού εγκαταλείψει τη
Βασιλεύουσα οσμιζόμενο τη καταστροφή θα εγκατασταθεί και θα διαπρέπει σε
Ιταλία, Μυστρά, Βενετία. Οι Κων/πολίτες όσοι γλύτωσαν από το λεπίδι και τα
σκλαβοπάζαρα της Ανατολής, θα σκορπίσουν σαν τη γύρη, να βρουν πρόσφορο έδαφος
για να ριζώσουν. Θα καταφύγουν στη Χίο, τη Μυτιλήνη, τη Κύζικο, την Κύπρο, τη
Κρήτη, το Μοριά, ενώ στις λιγοστές εντός των τειχών Ρωμαίικες ψυχές που θα βρουν
παρηγοριά γύρω από μία- δύο εκκλησίες, ο διορατικός Μεχµέτ ο Β΄θα επιτρέψει να
οργανωθούν ως Ρωμαίικη μειονότητα υπό τον διορισμένο Πατριάρχη τους. Ήταν τα
ζωντανά και πολύτιμα εκτεθειμένα λάφυρα της προσωπικής του συλλογής. Θα
επιβιώσουν και όχι μόνο, παρά τις μετακινήσεις πληθυσμών, παρά τις στρατολογήσεις
, τους εξισλαμισμούς, τις κακουχίες, τις αρπαγές γυναικών. Θα επιβιώσουν, πότε με
ευεργετικά φιρμάνια κάποιου σουλτάνου, πότε με τη διπλωματικότητα ενός
εμπνευσμένου Πατριάρχη. Οι καταφερτζήδες Γραικορωμιοί θα εισχωρήσουν στο
Σαράι, θα ανελιχθούν σε καίρια διοικητικά πόστα και μέσα από κει θα βοηθήσουν την
ομογένεια.Θα επιβιώσουν, διαφυλάττοντας Χριστιανική πίστη και παράδοση.

Γύρω από το θρυλικό Φανάρι θα συσπειρωθεί όλη η πνευματική ελίτ και από κει θα
ανάψει το φιτίλι για την επανάσταση και την ανασύσταση του νέου Ελληνικού
Κράτους.Το τρελό Μιλέτι με το δραστικό από το κύτταρο εκείνου του πρώτου Έλληνα
δεν λέει να ξεθυμάνει και επιμένει ακόμα να ζει. Αυτοκαταστροφικό, εγωκεντρικό,
απερίσκεπτο, δολοπλόκο, αλλά ταυτόχρονα αγέρωχο και τόσο συναρπαστικό, όταν
φτάνει μέχρι το ακρονύχι του γκρεμού έτοιμο να αφανιστεί και σώζεται!! Δεν ξέρουμε
πως αλλά σώζεται !!

Ρωμιοσύνης πορεία. Μέσα στο δαιδαλώδη μονοπάτια του παγκοσμίου χάρτη πάνω σε
χώμα Ελληνικό, αλλά και σε κάθε γωνιά του πλανήτη, με ακατάλληλους οδηγούς για
την ώρα, χωρίς όραμα και πυξίδα.

Καιρός η Ελληνική μας συνείδηση να διαιτητεύσει με στόχο κοινές εκκινήσεις και


τερματισμούς. Συμπορευτές και με συνειδήσεις των λαών που ζυμωθήκαμε. Με την
παιδεία, την τέχνη, την πιστήμη και τον ανθρωπισμό στο πλευρό μας ας
ξαναχαράξουμε πορεία!! Παντοδύναμος θεός αλλά και ο Γιός της Πυρράς και του
Δευκαλίωνα μαζί μας!!

37
∂¶Ι •Àƒ√À ∞∫ª∏™

^∏ ÎÔÈÓˆÓ›· ÙáÓ ƒˆÌÈáÓ Ùd˜ ÚáÙ˜ ‰ÂηÂٛ˜ ÌÂÙa ÙcÓ ≠∞ψÛË

30 ª·˝Ô˘ 1453. ≠√Ï· Âr¯·Ó Èa ÙÂÏÂÈÒÛÂÈ ì µ·ÛÈÏÂ‡Ô˘Û· «ë¿Ïˆ».


§›ÁÔ ÚdÓ ï \ΙÛÌ·cÏ Âr¯Â οÓÂÈ ÌÈaÓ àfiÂÈÚ· ‰È·Ú·ÁÌ¿Ù¢Û˘ Ìb
ÙÔf˜ ÔÏÈÔÚÎË̤ÓÔ˘˜ ηd ÁÈa Óa ÙÔf˜ ›ÛÂÈ Óa ·Ú·‰ÒÛÔ˘Ó ÙcÓ
¶fiÏË, Û‡Ìʈӷ Ìb ÙeÓ Ã·ÏÎÔÎÔÓ‰‡ÏË, ÙÔf˜ ÂrÂ: «\∂d ͢ÚÔÜ
àÎÌɘ ñÌÖÓ, ó˜ ïÚÄÙÂ, Ùa Ú¿ÁÌ·Ù· öÛÙËλ1. √î µ˘˙·ÓÙÈÓÔd
àÚÓ‹ıËÎ·Ó Î¿ı ‰È·Ú·ÁÌ¿Ù¢ÛË, ηd ì ∫ˆÓÛÙ·ÓÙÈÓÔ‡ÔÏË öÂÛÂ
àe Ùc ‰‡Ó·ÌË ÙáÓ ùψÓ.
^∏ Ó¤· ̤ڷ qÙ·Ó âÊÈ·ÏÙÈÎc ÁÈa ÙÔf˜ ηÙÔ›ÎÔ˘˜ Ù˘. √î àÒÏÂȘ
Ûb àÓıÚÒÈÓ˜ ˙ˆ¤˜, Ûb ÂÚÈÔ˘Û›Â˜ àÏÏa ηd Ûb ÔÏÈÙÈÛÌÈÎa àÁ·ıa
öÌÔÈ·˙·Ó àÓ˘ÔÏfiÁÈÛÙ˜. ™‡Ìʈӷ Ìb Ùc Ì·ÚÙ˘Ú›· ÙÔÜ ¢Ô‡Î·:
«∆a˜ ‚›‚ÏÔ˘˜ ê¿Û·˜... Ù·Ö˜ ê̿ͷȘ ÊÔÚÙËÁÒÛ·ÓÙ˜, ê·ÓÙ·¯ÔÜ ÙFÉ
àÓ·ÙÔÏÂÖ Î·d ‰‡ÛÂÈ ‰È¤ÛÂÈÚ·Ó»· âÓá ï ∫ÚÈÙfi‚Ô˘ÏÔ˜ ÁÈa Ùe ἴ‰ÈÔ ı¤Ì·
ÛËÌÂÈÒÓÂÈ g˜ «‚›‚ÏÔÈ îÂÚ·d ηd ıÂÖ·È, àÏÏa ηd ÙáÓ ö͈
Ì·ıËÌ¿ÙˆÓ... ·î ÌbÓ ˘Úd ·Ú‰›‰ÔÓÙÔ, ·î ‰b ηÙÂ·ÙÔÜÓÙÔ»2.
^øÛÙfiÛÔ Î¿ÔÈÔÈ Ôf Âr¯·Ó ἴÛˆ˜ ÙcÓ „˘¯Ú·ÈÌ›·, ÛÙd˜ ‰‡ÛÎÔϘ
·éÙb˜ ÛÙÈÁ̤˜, Óa ÛÎÂÊıÔÜÓ Ìb ¬ÚÔ˘˜ ÔÏÈÙÈÎÔf˜ ÌÔÚÔÜÛ·Ó Óa
âÏ›˙Ô˘Ó ¬ÙÈ Ùa Ú¿ÁÌ·Ù· ‰bÓ ıa öÌÂÓ·Ó ÁÈa ηÈÚe öÙÛÈ: iÓ ï ÛÎÔe˜
ÙáÓ Î·Ù·ÎÙËÙáÓ qÙ·Ó Óa âÎÌÂÙ·ÏÏ¢ÙÔÜÓ ù¯È ÌfiÓÔ Ùa ≿ÊË Î·d Ùd˜
ÏÔ˘ÙÔ·Ú·ÁˆÁÈÎb˜ ËÁb˜ ÙáÓ ¯ˆÚáÓ Ôf η٤Ϸ‚·Ó Ìb Ùc
‰‡Ó·ÌË ÙáÓ ¬ψÓ, àÏÏa Óa âÎÌÂÙ·ÏÏ¢ÙÔÜÓ Î·d ÙÔf˜ àÓıÚÒÔ˘˜
Ôf Ùa ηÙÔÈÎÔÜÛ·Ó, ñÉگ âÏ›‰· g˜ ì ÔÏÈÙÈÎc âÍÔ˘Û›· ÙáÓ
ηٷÎÙËÙáÓ ÁÚ‹ÁÔÚ· ıa àÓ·˙ËÙÔÜÛ ÙÚfiÔ˘˜ Óa âÓۈ̷ÙÒÛÂÈ ÙÔf˜
¯ÚÈÛÙÈ·ÓÈÎÔf˜ ÏËı˘ÛÌÔ‡˜. K·d ¬ÛÔÈ qÙ·Ó ÚÔÈÎÈṲ̂ÓÔÈ Î·d Ìb
ÔÏÈÙÈÎc ç͇ÓÔÈ·, ÌÔÚÔÜÛ·Ó ἴÛˆ˜ Óa âÓÈÛ¯‡ÛÔ˘Ó Ùd˜ âÏ›‰Â˜ ÙÔ˘˜
·éÙb˜ Ìb ‰‡Ô âÈϤÔÓ ÛÙÔȯÂÖ·: Ùe ÚáÙÔ qÙ·Ó ì ÔÏÈÙÈÎc
‰ÈÔÚ·ÙÈÎfiÙËÙ· ÙÔÜ ¶ÔÚıËÙÉ Î·d ì ÊÈÏÔ‰ÔÍ›· ÙÔ˘ Óa ·›ÍÂÈ ÚfiÏÔ
·éÙÔÎÚ¿ÙÔÚ· ÛÙe ÔÏ˘ÂıÓÈÎe ϤÔÓ ÎÚ¿ÙÔ˜ Ôf Û¯ËÌ·ÙÈ˙fiÙ·Ó ÛÙcÓ
\AÓ·ÙÔÏ‹. ∆e ‰Â‡ÙÂÚÔ ÛÙÔȯÂÖÔ qÙ·Ó Ôî ÎÔÈÓˆÓÈÎb˜ ÊÈÏÔ‰Ô͛˜ ÙáÓ
ἴ‰ÈˆÓ ÙáÓ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓáÓ, Èe Û˘ÁÎÂÎÚÈ̤ӷ, âÎÂ›ÓˆÓ Ôf Âr¯·Ó
âÓۈ̷وıÂÖ ÚdÓ àe ÙcÓ ≠AψÛË ÛÙe ÎÚ¿ÙÔ˜ ÙáÓ \OıˆÌ·ÓáÓ,

1
. ÷ÏÎÔÎÔÓ‰‡Ï˘ (öΉ. µfiÓÓ˘), Û. 390 ÛÙ. 19–20.
2
. ¢Ô‡Î·˜ (öΉ. Grecu), XLII, 1, Û. 393.

1
38
âÎÂ›ÓˆÓ Ôf Ùa ÁÂÁÔÓfiÙ· ÙÔÜ 1453 ‰bÓ ÙÔf˜ ‚ÚÉÎ·Ó àe Ùc Ï¢Úa
ÙáÓ ìÙÙË̤ӈÓ.
¶Ú¿ÁÌ·ÙÈ ì ÔÏÈÙÈÎc ‰ÈÔÚ·ÙÈÎfiÙËÙ· ÙÔÜ ¶ÔÚıËÙÉ
àÔηχÊıËΠ¬Ù·Ó, ≈ÛÙÂÚ· àe ÙÚÂÖ˜ ì̤Ú˜ ÏÂËÏ·Û›·˜ ηd
ÛÊ·ÁÈ·ÛÌáÓ, ö‰ˆÛ âÓÙÔÏc Óa àÔηٷÛÙ·ıÂÖ ì äÚÂÌ›·. ^∏ àfiÊ·ÛË
·éÙc àÔÎ¿Ï˘Ù g˜ Ìb ÌÈa ΛÓËÛË ÏÂÙɘ åÛÔÚÚÔ›·˜ ı¤ÏËÛ Óa
ÚÔÛÂÁÁ›ÛÂÈ Î·d Ùd˜ ‰‡Ô Ï¢ڤ˜, ÙÔf˜ ÓÈÎËÙb˜ ηd ÙÔf˜ ìÙÙË̤ÓÔ˘˜:
ÛÙÔf˜ ÚÒÙÔ˘˜ ö‰ˆÛ Ùe ÂÚÈıÒÚÈÔ Óa âÎÙÔÓÒÛÔ˘Ó Ùe ̤ÓÔ˜ ÙÔÜ
ηٷÎÙËÙÉ, âÓá ÛÙÔf˜ ‰Â‡ÙÂÚÔ˘˜, ÌÂÙa Ùe ÙÚÈ‹ÌÂÚÔ Ùɘ
àÏÏÔÊÚÔÛ‡Ó˘ ηd ÙáÓ ‚È·ÈÔًوÓ, ôÊËÛ ÌÈaÓ âÏ›‰· ÁÈa Óa
Ì›ÓÔ˘Ó ÛÙcÓ ¶fiÏË, Óa ÌcÓ ÙÚ·ÔÜÓ ¬ÏÔÈ Ûb Ê˘Á‹. ªb ÙeÓ ÙÚfiÔ
·éÙe ıa ÌÔÚÔÜÛ Óa ‰È·ÙËÚËıÂÖ ï ÎÚ›ÛÈÌÔ˜, ÁÈa ÌÈa ïÌ·Ïc Û˘Ó¤¯ÈÛË
Ùɘ ˙ˆÉ˜, ·Ï·Èe˜ ÏËı˘ÛÌÈ·Îe˜ åÛÙfi˜.
ÃÚÂÈ·˙fiÙ·Ó, óÛÙfiÛÔ, ηd ≤Ó· àÎfiÌ· åÛ¯˘Úe ΛÓËÙÚÔ ÁÈa Óa
Ì›ÓÔ˘Ó Ôî ƒˆÌÈÔd ÛÙcÓ ¶fiÏË ÙÔ˘˜. ∫·d ·éÙe Ùe ΛÓËÙÚÔ Ùe
ñ¤‰ÂÈÍ·Ó Ôî ἴ‰ÈÔÈ Ôî ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd ÛÙeÓ ªˆ¿ÌÂı: qÙ·Ó ì
â·Ó·ÏÂÈÙÔ˘ÚÁ›· ÙÔÜ ¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘.
ªÔÚÂÖ Î·ı¤Ó·˜ Óa Ê·ÓÙ·ÛÙÂÖ g˜ ì àfiÊ·ÛË ·éÙc qÙ·Ó, àe
ÙcÓ Ï¢Úa ÙÔ˘ ¶ÔÚıËÙÉ, ÙÔÏÌËÚ‹ ηd ÁÂÓÓ·›·. h∞˜ ÌcÓ
·Ú·‚ϤÔ˘Ì Ùe ÁÂÁÔÓe˜ g˜ Âr¯Â Óa àÓÙÈÌÂÙˆ›ÛÂÈ ÙcÓ àÓÙ›‰Ú·ÛË
¬ÏˆÓ âÎÂ›ÓˆÓ ÙáÓ \√ıˆÌ·ÓáÓ Ôf ‰bÓ ÌÔÚÔÜÛ·Ó Óa
ηٷÓÔ‹ÛÔ˘Ó ÙcÓ àÓÂÎÙÈÎfiÙËÙ· ÙÔÜ àÚ¯ËÁÔÜ ÙÔ˘˜ à¤Ó·ÓÙÈ Ûb ≤Ó·Ó
àÏÏfiıÚËÛÎÔ Ï·e Ôf ‰bÓ Âr¯Â ·Ú·‰ÔıÂÖ, œÛÙ Óa Ù‡¯ÂÈ Ùɘ àÓԯɘ
Ôf ¬ÚÈ˙ Ùe ∫ÔÚ¿ÓÈ ÁÈa ÙÔf˜ Ï·Ôf˜ Ùɘ µ›‚ÏÔ˘, àÏÏa ηٷÎÙ‹ıËÎÂ
àÓÙÈÛÙÂÎfiÌÂÓÔ˜. °ÓˆÚ›˙Ô˘Ì ̿ÏÈÛÙ· g˜ ì àÓÙ›‰Ú·ÛË ·éÙc ÛÙcÓ
ÔéÛ›· ‰bÓ ÍÂÂÚ¿ÛÙËΠÔÙ¤. ∂ἴÎÔÛÈ Û¯Â‰eÓ ¯ÚfiÓÈ· ÌÂÙa ÙcÓ
≠∞ψÛË, Ùe 1470 ≤Ó·˜ çıˆÌ·Óe˜ ÛÙÚ·ÙÈÒÙ˘ ·ÚÔ˘ÛÈ¿˙ÂÙ·È ÛÙeÓ
ÚÒËÓ ·ÙÚÈ¿Ú¯Ë °ÂÓÓ¿‰ÈÔ Ìb öÁÁÚ·ÊË âÓÙÔÏc Óa ÙeÓ Û˘Óԉ‡ÛÂÈ
âÓÒÈÔÓ ‰‡Ô «âÎ ÙáÓ ÌÂÁ›ÛÙˆÓ ‰˘Ó·Ì¤ÓˆÓ», öÎÊÚ·ÛË Ôf
·Ú·¤ÌÂÈ Ûb ñ„ËÏÔf˜ àÍȈ̷ÙÔ‡¯Ô˘˜ Ùɘ ¶‡Ï˘.
Tc Û˘ÓÔÌÈÏ›· ÙcÓ Î·Ù¤ÁÚ·„ âÎ ÙáÓ ñÛÙ¤ÚˆÓ ï ἴ‰ÈÔ˜ ï
°ÂÓÓ¿‰ÈÔ˜, ÛÒ˙ÂÙ·È Ì¿ÏÈÛÙ· Ûb ‰‡Ô ·éÙfiÁÚ·ÊÔ˘˜ ÎÒ‰ÈΤ˜ ÙÔ˘ 3. \∞e
Ùd˜ à·ÓÙ‹ÛÂȘ ÙÔÜ °ÂÓÓ·‰›Ô˘ ηٷÓÔÔÜÌ ¬ÙÈ ì àÌÊÈÛ‚‹ÙËÛË qÙ·Ó Ûb
â›Â‰Ô ıÂÔÏÔÁÈÎe ηd ï ÛÎÔe˜ Ùɘ ‚›·È˘ ÚÔÛ·ÁˆÁɘ ÙÔ˘ qÙ·Ó Óa

3
. ∆e ΛÌÂÓÔ ÙÔÜ °ÂÓÓ·‰›Ô˘ ö¯ÂÈ ‰ËÌÔÛÈ¢ÙÂÖ ÛÙeÓ ÙÚ›ÙÔ ÙfiÌÔ ÙáÓ «^∞¿ÓÙˆÓ» ÙÔ˘:
°ÂÓÓ·‰›Ô˘ ÙÔÜ ™¯ÔÏ·Ú›Ô˘, ≠∞·ÓÙ· Ùa ÂñÚÈÛÎfiÌÂÓ·. OEuvres complètes de Gennade Scolarios öΉ.
L. Petit, X. A. Sidéridès, M. Jugie), ¶·Ú›ÛÈ 1930, Û. 458–475.

2
39
ÏËÚÔÊÔÚËıÔÜÓ Ôî \√ıˆÌ·ÓÔd iÓ ì ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÈÎc ıÚËÛΛ· qÙ·Ó
ÌÔÓÔıÂ˚ÛÙÈ΋. ^∏ Û˘˙‹ÙËÛË, ‚‚·›ˆ˜, ‰bÓ Âr¯Â ηıfiÏÔ˘ ıˆÚËÙÈÎe
¯·Ú·ÎÙ‹Ú·, Âr¯Â ÔÏf Û˘ÁÎÂÎÚÈ̤Ó˜ Ú·ÎÙÈÎb˜ Û˘Ó¤ÂȘ: Ùe iÓ
‰ÈηÈÔÜÓÙ·Ó Ôî ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd Óa ö¯Ô˘Ó Ùa ÚÔÓfiÌÈ· Ôf, ηÙa Ùe ‰›Î·ÈÔ
ÙÔÜ ÌÔ˘ÛÔ˘ÏÌ·ÓÈÎÔÜ ÎfiÛÌÔ˘, ‰›‰ÔÓÙ·Ó ÛÙÔf˜ Ï·Ôf˜ Ùɘ B›‚ÏÔ˘.
\EӉ›ÍÂȘ Ôf ·Ú·¤ÌÔ˘Ó Î·Ùa ÙÚfiÔ Û·Êc ÛÙcÓ àÌÊÈÛ‚‹ÙËÛË
Ôf ñ¤‚ÔÛΠÛÙe ÌÔ˘ÛÔ˘ÏÌ·ÓÈÎe ÎfiÛÌÔ ÁÈa ¬Ï· âÎÂÖÓ· Ôf Âr¯·Ó
ÎÂÚ‰›ÛÂÈ Ôî ìÙÙË̤ÓÔÈ ÛÙd˜ ÔÏÂÌÈÎb˜ âȯÂÈÚ‹ÛÂȘ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd àe ÙÔf˜
ÚÒÙÔ˘˜ ÎÈfiÏ·˜ ÌÉÓ˜ ÌÂÙa ÙcÓ ≠AψÛË, ÁÈa ¬Ï· âÎÂÖÓ· Ôf ÙeÓ
ÚáÙÔ Î·ÈÚe Ôf ì ∫·Ù¿ÎÙËÛË qÙ·Ó àÎfiÌ· Óˆ‹, ‰bÓ ¯ÚÂÈ¿˙ÔÓÙ·Ó
ôÏÏË ·åÙÈÔÏÔÁ›· ÁÈa Óa åÛ¯‡ÛÔ˘Ó, ·Úa ÌfiÓÔ Ùc ‚Ô‡ÏËÛË ÙÔÜ
·Ó›Û¯˘ÚÔ˘ ¶ÔÚıËÙÉ.
^øÛÙfiÛÔ Ê·›ÓÂÙ·È g˜ ηıg˜ Ùa ¯ÚfiÓÈ· ÂÚÓÔÜÓ, ηıg˜ Ôî
¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd ηÙÔÚıÒÓÔ˘Ó Óa Û˘ÛÂÈÚˆıÔÜÓ, Óa çÚÁ·ÓˆıÔÜÓ Î·d Óa
âÎÌÂÙ·ÏÏ¢ÙÔÜÓ Ùc ÓÔÌÈÌfiÙËÙ· Ìb ÙcÓ ïÔ›· ï ªÂ¯ÌbÙ ÂÚȤ‚·Ï Ùe
ıÂÛÌe ÙÔÜ ¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘ ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Óa àÔÎÙ‹ÛÔ˘Ó Í·Óa ‰ÔÌb˜
ÎÔÈÓˆÓÈΤ˜, Ôî àÓÙȉڿÛÂȘ ÏËı·›ÓÔ˘Ó ÛÙe ¯áÚÔ ÙáÓ Î·Ù·ÎÙËÙáÓ.
∆a ıÂ̤ÏÈ· àÚ¯›˙Ô˘Ó Óa ÙÚ›˙Ô˘Ó. ∫·d ÙfiÙÂ, Ìb ÌÈa ΛÓËÛË ·Ú¿ÙÔÏÌË
ηd â›ÊÔ‚Ë ÁÈa ÙcÓ àÌÊÈÛËÌ›· Ù˘, οÔÈÔÈ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd ÚÔÙ›ÓÔ˘Ó Óa
àÓ·Ï¿‚ÂÈ Ùe ¶·ÙÚÈ·Ú¯ÂÖÔ ÙcÓ âÙ‹ÛÈ· ηٷ‚ÔÏc ÊfiÚÔ˘ ÛÙcÓ ^À„ËÏc
¶‡ÏË4, àԂϤÔÓÙ·˜ Óa àÁÎÈÛÙÚˆıÂÖ ÛÙeÓ Èe Û›ÁÔ˘ÚÔ Ì˯·ÓÈÛÌe
Ùɘ \√ıˆÌ·ÓÈÎɘ ·éÙÔÎÚ·ÙÔÚ›·˜, ÙeÓ ÊÔÚÔÏÔÁÈÎfi.
™ÙcÓ ÚˆÙÔ‚Ô˘Ï›· ·éÙc ö¯Ô˘Ó ‰ÒÛÂÈ Ôî ÌÂÏÂÙËÙb˜ ÔÈΛϘ
ëÚÌËÓÂÖ˜: ÂἴÙ ÙcÓ ıÂÒÚËÛ·Ó ÚÔ‰ÔÛ›· οÔÈ·˜ ÌÂÚ›‰·˜ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓáÓ,
ÂἴÙ ÙcÓ à¤‰ˆÛ·Ó Ûb ‚›·ÈÔ âÍ·Ó·ÁηÛÌe àe ÙcÓ Ï¢Úa Ùɘ ¶‡Ï˘.
¶·Úa Ùd˜ ‚·ÚÈb˜ óÛÙfiÛÔ ÔåÎÔÓÔÌÈÎb˜ Û˘Ó¤ÂȘ Ôf Âr¯Â ÁÈa
ïÏfiÎÏËÚÔ ÙeÓ ÎfiÛÌÔ Ùɘ \√ÚıÔ‰ÔÍ›·˜, ÁÂÁÔÓe˜ àÓ·ÌÊÈÛ‚‹ÙËÙÔ ÂrÓ·È,
g˜ Ìb ÙeÓ ÙÚfiÔ ·éÙe Ùe ¶·ÙÚÈ·Ú¯ÂÖÔ âÍ·ÛÊ¿ÏÈÛ Ùc ÌÂÏÏÔÓÙÈÎc
âÈ‚›ˆÛ‹ ÙÔ˘, ηıg˜ ıa àÔÙÂÏÔÜÛ ÛÙe ëÍɘ ≤Ó·Ó ÛÙ·ıÂÚe
ÔåÎÔÓÔÌÈÎe ÙÚÔÊÔ‰fiÙË Ùɘ ¶‡Ï˘.
h∞Ó óÛÙfiÛÔ ÌÔÚÔÜÌ Óa ηٷÓÔ‹ÛÔ˘Ì àfiÏ˘Ù· Ùa ΛÓËÙÚ·
Ôf ÁËÛ·Ó Ùd˜ ÚˆÙÔ‚Ô˘Ï›Â˜ οÔÈˆÓ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓáÓ Úe˜ ·éÙc ÙcÓ
ηÙ‡ı˘ÓÛË, iÓ ÂrÓ·È àÎfiÌ· Èe ÂûÎÔÏÔ Óa ηٷÓÔ‹ÛÔ˘Ì ÙcÓ

4
. \∂›ÛËÌ· ·ÙÚÈ·Ú¯ÈÎa ΛÌÂÓ· ÌĘ ‰›ÓÔ˘Ó öÁ΢Ú˜ ÏËÚÔÊÔڛ˜ ÁÈa Ùd˜ ÚˆÙÔ‚Ô˘Ï›Â˜
ηd ÁÈa Ùd˜ ÚáÙ˜ àÓÙȉڿÛÂȘ ÙÔÜ ¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘ S˜ Óa àԉ¯ÙÂÖ Ùc Ó¤· ηٿÛÙ·ÛË ‚Ï. ¢. °.
\∞ÔÛÙÔÏfiÔ˘ÏÔ˜, ^√ «^ΙÂÚe˜ ∫á‰ÈÍ» ÙÔÜ ¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘ ∫ˆÓÛÙ·ÓÙÈÓÔ˘fiψ˜ ÛÙe ‰Â‡ÙÂÚÔ ÌÈÛe
ÙÔÜ 15Ô˘ ·åÒÓ·. ∆a ÌfiÓ· ÁÓˆÛÙa Û·Ú¿ÁÌ·Ù·, \∞ı‹Ó·, ∫¡∂/∂Ι∂, 1992, Û. 89–121.

3
40
ÂéÌÂÓc àÓÙ·fiÎÚÈÛË Ôf Âr¯Â ì ÚˆÙÔ‚Ô˘Ï›· ·éÙc ÛÙcÓ ^À„ËÏc
¶‡ÏË, ¯Ú‹ÛÈÌÔ ÂrÓ·È Óa ·Ú·ÎÔÏÔ˘ı‹ÛÔ˘Ì Ùd˜ êÏ˘ÛȉˆÙb˜ Û˘Ó¤ÂȘ
Ôf Âr¯Â ÁÈa ÙeÓ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÈÎe ÎfiÛÌÔ, ÁÈa ÙcÓ ÎÔÈÓˆÓ›· ÙáÓ ƒˆÌÈáÓ,
ì ηıȤڈÛË ÙÔÜ âÙ‹ÛÈÔ˘ ÊfiÚÔ˘.
°Èa ÙcÓ Î·Ù·‚ÔÏc ÙÔÜ ÊfiÚÔ˘ ñfi¯ÚÂÔ˜ qÙ·Ó, Û‡Ìʈӷ Ìb Ùe
çıˆÌ·ÓÈÎe Û‡ÛÙËÌ·, ï ëοÛÙÔÙ ·ÙÚȿگ˘ ÚÔÛˆÈο. ^H
ñÔ¯Ú¤ˆÛ‹ ÙÔ˘ qÙ·Ó ÚËÙc ηd ì ìÌÂÚÔÌËÓ›· ηٷ‚ÔÏɘ ÙÔÜ ÊfiÚÔ˘
ηıÔÚÈṲ̂ÓË: ì ηٷ‚ÔÏc öÚÂ Óa Á›ÓÂÙ·È Î·Ùa Ùc «ÁÈÔÚÙc ÙáÓ
¯ÚÈÛÙÈ·ÓáÓ», Û‡Ìʈӷ Ìb ¬Û· àӷʤÚÔ˘Ó ÛÔ˘ÏÙ·ÓÈÎa ‚ÂÚ¿ÙÈ·,
‰ËÏ·‰c οı ¶¿Û¯· õ Èe Û˘ÁÎÂÎÚÈ̤ӷ ÙÔÜ ^∞Á›Ô˘ °ÂˆÚÁ›Ô˘ 5.
\∂ÎÂÖÓÔ ¬Ìˆ˜ Ôf öÌÂÓ ¿ÓÙ· ô‰ËÏÔ Î·d à‚¤‚·ÈÔ qÙ·Ó, Ìb ÔÈeÓ
ÙÚfiÔ ıa Âr¯·Ó Û˘ÁÎÂÓÙÚˆıÂÖ S˜ ÙcÓ Î·ıÔÚÈṲ̂ÓË ìÌÂÚÔÌËÓ›· Ùa
¯Ú‹Ì·Ù· Ôf öÚÂ Óa àÔ‰ÔıÔÜÓ. ™‡Ìʈӷ Ìb Ùe Û‡ÛÙËÌ· Ôf
Âr¯Â ˘îÔıÂÙËıÂÖ Û¯Â‰eÓ àe ÙcÓ âÔ¯c Ôf âÈ‚Ï‹ıËΠì ÊÔÚÔÏÔÁÈÎc
ñÔ¯Ú¤ˆÛË ÙÔÜ ¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘, Ùe ÔÛe ÙÔÜ âÙ‹ÛÈÔ˘ ÊfiÚÔ˘
ηٷÓÂÌfiÙ·Ó ÛÙd˜ ÌËÙÚÔfiÏÂȘ Ìb ÎÚÈÙ‹ÚÈÔ ÙeÓ àÚÈıÌe ηd ÙcÓ
ÔåÎÔÓÔÌÈÎc ÂéÚˆÛÙ›· ÙÔÜ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÈÎÔÜ ÏËı˘ÛÌÔÜ Î¿ıÂ
âÎÎÏËÛÈ·ÛÙÈÎɘ ÂÚÈʤÚÂÈ·˜. ¢ÈfiÙÈ Ùe ÔÛe ÙÔÜ ÊfiÚÔ˘ Ùe η٤‚·ÏÏ·Ó
ÎÏÈ̷ΈÙa Ôî ÈÛÙÔd ÛÙÔf˜ îÂÚÂÖ˜, Ôî îÂÚÂÖ˜ ÛÙÔf˜ âÈÛÎfiÔ˘˜ ηd ÙÔf˜
ÌËÙÚÔÔϛ٘ ηd âÎÂÖÓÔÈ Ìb Ùc ÛÂÈÚ¿ ÙÔ˘˜ öÚÂ ÚdÓ àe ÙcÓ
ηıÔÚÈṲ̂ÓË ìÌÂÚÔÌËÓ›· Óa Ùe àÔÛÙ›ÏÔ˘Ó ÛÙcÓ ≤‰Ú· ÙÔÜ
¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘, œÛÙ ï ·ÙÚȿگ˘ Óa Ùe ηٷ‚¿ÏÂÈ âÌÚfiıÂÛÌ·.
Oî Û˘Ó¤ÂȘ Ùɘ Ìc âÌÚfiıÂÛÌ˘ ηٷ‚ÔÏɘ ‚¿Ú˘Ó·Ó, ¬ˆ˜
Âἴ·ÌÂ, ÚÔÛˆÈÎa ÙeÓ ëοÛÙÔÙ ·ÙÚÈ¿Ú¯Ë. °Èa Ùe ÏfiÁÔ ·éÙe
âÎÂÖÓÔ˜ Ôf ηÙÂ֯ Ùe àÍ›ˆÌ· ηd õıÂÏ Óa àÔʇÁÂÈ Ùd˜ Û˘Ó¤ÂȘ
ÚÔÛ·ıÔÜÛ Óa ›ÛÂÈ, j ηd Óa ȤÛÂÈ, ÙÔf˜ ÌËÙÚÔÔϛ٘ Óa
ÂåÛʤÚÔ˘Ó öÁηÈÚ· Ùe ÔÛe Ôf àÓ·ÏÔÁÔÜÛ ÛÙc ÌËÙÚfiÔÏ‹ ÙÔ˘˜.
™ÙcÓ ÂÚ›ÙˆÛË ¬Ìˆ˜ Ôf ì œÚ· Âr¯Â ÊÙ¿ÛÂÈ ¯ˆÚd˜ Óa ö¯ÂÈ
Û˘ÁÎÂÓÙÚˆıÂÖ ïÏfiÎÏËÚÔ Ùe ÔÛfi, ÙÚÂÖ˜ ‰ÚfiÌÔ˘˜ Âr¯Â Óa âÈϤÍÂÈ ÁÈa
Óa àÔʇÁÂÈ «Ùe ÌÔÈÚ·ÖÔ»: ·) ÂἴÙ Óa Ùe ηٷ‚¿ÏÂÈ àe ‰Èο ÙÔ˘
¯Ú‹Ì·Ù·, iÓ Âr¯Â ·éÙc ÙcÓ ÔåÎÔÓÔÌÈÎc ‰˘Ó·ÙfiÙËÙ·· ‚) ÂἴÙ Óa ˙ËÙ‹ÛÂÈ
Ùc ÔåÎÔÓÔÌÈÎc ÛÙ‹ÚÈÍË ôÏÏˆÓ ÔåÎÔÓÔÌÈÎa åÛ¯˘ÚáÓ ÌÂÏáÓ Ùɘ
ÎÔÈÓˆÓ›·˜ ÙáÓ ƒˆÌÈáÓ· Á ÂἴÙ Óa ÚÔÛʇÁÂÈ ÛÙe ‰·ÓÂÈÛÌe ÙÔÜ
ñÔÏÂÈfiÌÂÓÔ˘ ÔÛÔÜ. ™ÙcÓ ÙÂÏÂ˘Ù·›· ·éÙc ÂÚ›ÙˆÛË Ôî «Ê˘ÛÈÎÔd»

5
. µÏ. \∂ÏÈÛ¿‚ÂÙ ∞. ∑·¯·ÚÈ¿‰Ô˘, ¢¤Î· ÙÔ˘ÚÎÈÎa öÁÁÚ·Ê· ÁÈa ÙcÓ ªÂÁ¿ÏË \∂ÎÎÏËÛ›·
(1483–1567), \∞ı‹Ó·, Ιµ∂/∂Ι∂, 1996, Û. 157 ÛËÌ. 30.

4
41
‰·ÓÂÈÛÙb˜ ÙÔÜ ·ÙÚÈ¿Ú¯Ë qÙ·Ó, ‚¤‚·È·, ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd ÎÂÊ·Ï·ÈÔܯÔÈ,
οÔÈÔÈ Ôf Âr¯·Ó ÙcÓ ÔåÎÔÓÔÌÈÎc ‰˘Ó·ÙfiÙËÙ· ηd Ôf
âӉȷʤÚÔÓÙ·Ó, ¤Ú· àe Ùe ¬ÔÈÔ Î¤Ú‰Ô˜, Óa ÛÙËÚ›ÍÔ˘Ó ÙeÓ ıÂÛÌe
Ùɘ \OÚıfi‰Ô͢ \EÎÎÏËÛ›·˜ ηd Âå‰ÈÎfiÙÂÚ· ÙeÓ Û˘ÁÎÂÎÚÈ̤ÓÔ
·ÙÚÈ¿Ú¯Ë, ï ïÔÖÔ˜ Èı·Ófiٷٷ ıa àÔÌ·ÎÚ˘ÓfiÙ·Ó àe Ùc ı¤ÛË ÙÔ˘
iÓ ·Ú¤‚·ÈÓ ÌÈa ñÔ¯Ú¤ˆÛË à·Ú¤ÁÎÏÈÙË ÁÈa Ùe çıˆÌ·ÓÈÎe
‰ËÌfiÛÈÔ, ÙcÓ àfi‰ÔÛË ëÓe˜ ÊfiÚÔ˘.
hAÓ ¬Ìˆ˜ ‰bÓ qÙ·Ó ÔûÙ ì â›ÎÏËÛË ÙÔÜ «ÎÔÈÓÔÜ àÁ·ıÔÜ»
àÚÎÂÙc Óa ÎÈÓËÙÔÔÈ‹ÛÂÈ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔf˜ ÎÂÊ·Ï·ÈÔ‡¯Ô˘˜, ì àÓ¿ÁÎË
öÚÂ Óa Î·Ï˘ÊıÂÖ Ìb ÙcÓ ÚÔÛÊ˘Ác Ûb ôÏÏÔ˘˜, àÓÂÍ·Úًو˜
ıÚËÛ·̷ÙÔ˜6.
≠√ˆ˜ ÂrÓ·È ÂéÓfiËÙÔ, ì àÌ›ÏÈÎÙË ·éÙc ñÔ¯Ú¤ˆÛË, Ôf ì
«à̤ÏÂÈ·» Ù˘ Âr¯Â ó˜ Û˘Ó¤ÂÈ·, ÛÙcÓ ÂéÓÔ˚ÎfiÙÂÚË ÂÚ›ÙˆÛË, ÙcÓ
âΉ›ˆÍË àe ÙeÓ ·ÙÚÈ·Ú¯ÈÎe ıÚfiÓÔ, η٤ÏËÁ Ûb ≤Ó·Ó Û˘Ó¯c
àÁÒÓ· â͇ÚÂÛ˘ ¯ÚËÌ¿ÙˆÓ, Ôf ÌÂÙ·‰È‰fiÙ·Ó Ûb ¬Ï˜ Ùd˜ ‚·ıÌ›‰Â˜
Ùɘ ÎÔÈÓˆÓ›·˜ ÙáÓ ƒˆÌÈáÓ. √î ·ÙÚȿگ˜ qÙ·Ó àÓ·ÁηṲ̂ÓÔÈ Óa
âÁηٷÏ›Ô˘Ó ÙcÓ ∫ˆÓÛÙ·ÓÙÈÓÔ‡ÔÏË Î·d Óa Ù·ÍÈ‰Â‡Ô˘Ó ÛÙc
¯ÚÈÛÙÈ·ÓÈÎc âÈÎÚ¿ÙÂÈ· ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Ìb «˙ËÙÂÖ˜» Óa ηχÙÔ˘Ó Ùc
ÌÂÁ¿ÏË ‰·¿ÓË ÙÔÜ âÙ‹ÛÈÔ˘ ÊfiÚÔ˘. ò∏‰Ë ÙcÓ ÚÒÙË ¯ÚÔÓÈa Ôf
ηıÈÂÚÒÓÂÙ·È, Ùe 1474, ï ÙfiÙ ·ÙÚȿگ˘ ™˘ÌÂgÓ ∞ã ï
∆Ú·Â˙Ô‡ÓÙÈÔ˜ à¢ı‡ÓÂÙ·È, ÙeÓ ¢ÂΤ̂ÚÈÔ âÎÂÖÓÔ, Ìb â›ÛËÌË
âÁ·ÎÏÈfi ÙÔ˘ Ûb ¬ÏÔ˘˜ ÙÔf˜ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔf˜ ηd ‰ÈÂÎÙÚ·Áˆ‰ÂÖ g˜ ÂrÓ·È
àÓ·ÁηṲ̂ÓÔ˜ «âÓ Ì¤Ûˆ ¯ÂÈÌáÓÔ˜», ̤۷ ÛÙc ÌÂÁ¿ÏË ëÔÚÙc ÙáÓ
ÃÚÈÛÙÔ˘Á¤ÓÓˆÓ, Óa ïÚ›ÛÂÈ àÓÙÈηٷÛٿ٘ ÙÔ˘ ηd Óa àÔ‰ËÌ‹ÛÂÈ,
ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Óa Û˘ÁÎÂÓÙÚÒÛÂÈ ¯Ú‹Ì·Ù· ÁÈa Óa àÓÙÈÌÂÙˆ›ÛÂÈ «Ùe
̤Á· ÊÔÚÙ›ÔÓ Ùɘ âÎÎÏËÛ›·˜» ηd ·åÛı¿ÓÂÙ·È ÙcÓ àÓ¿ÁÎË Óa
‰È¢ÎÚÈÓ›ÛÂÈ: «Î·d ÙÔÜ ·åÙÂÖÓ ¬Ïˆ˜ Ôé ¤Ê˘Î·, à¯ıᘠÚe˜ ÙÔÜÙ’
ö¯ˆÓ ηd ‰˘Û¯ÂÚᘻ7.
√î ˙ËÙÂÖ˜ óÛÙfiÛÔ ‰bÓ qÙ·Ó ì χÛË ÙÔÜ ÌfiÓÈÌÔ˘ ÚÔ‚Ï‹Ì·ÙÔ˜
Ôf âÌÊ·ÓÈ˙fiÙ·Ó Î¿ı ¯ÚÔÓÈ¿. ^∏ âÎÎÏËÛ›· àÓ·˙‹ÙËÛ ηd Ìb ÌÂÁ¿ÏË,
Ú¤ÂÈ Óa ïÌÔÏÔÁ‹ÛÔ˘ÌÂ, ÂéÂÏÈÍ›· ‚ÚÉΠÙÚfiÔ˘˜ Óa ıÂÚ·‡ÂÈ Ùe
˙‹ÙËÌ· Ùɘ ÔåÎÔÓÔÌÈÎɘ ÌÂÙ¿ÁÁÈÛ˘. ¢È¤ÍÔ‰Ô ÛÙcÓ ¿ÓÙ· ‰˘Û¯ÂÚc

6
. ò∂¯Ô˘Ì ·ÚÔ˘ÛÈ¿ÛÂÈ Ùe Ì˯·ÓÈÛÌe ηd Ùd˜ êÏ˘ÛȉˆÙb˜ àÓÙȉڿÛÂȘ Ôf ÚÔηÏÔÜÛ Ûb
¬ÏË ÙcÓ îÂÚ·Ú¯›· Ùɘ âÎÎÏËÛ›·˜ ì Ìc âÎÏ‹ÚˆÛË ÙáÓ ÊÔÚÔÏÔÁÈÎáÓ ñÔ¯ÚÂÒÛÂˆÓ Úe˜ Ùe
çıˆÌ·ÓÈÎe ‰ËÌfiÛÈÔ ÛÙc ÌÂϤÙË Ì·˜ ª¿¯Ë ¶·´˙Ë–\∞ÔÛÙÔÏÔÔ‡ÏÔ˘, ¢. °. \∞ÔÛÙÔÏfiÔ˘ÏÔ˜,
\∞ÊÈÂÚÒÌ·Ù· ηd ‰ˆÚÂb˜ ÙeÓ 16Ô ·å. ÛÙc ª. \∂ÎÎÏËÛ›·. £ÂÛÌÈÎb˜ ù„ÂȘ Ùɘ ÂéÛ¤‚ÂÈ·˜, \∞ı‹Ó·,
∫¡∂/∂Ι∂, 2002, Û. 91–107.
7
. ¢. °. \∞ÔÛÙÔÏfiÔ˘ÏÔ˜, ^√ «^ΙÂÚe˜ ∫á‰ÈÍ»..., Û. 101 ÛÙ. 43–44.

5
42
ÔåÎÔÓÔÌÈÎɘ Ù˘ ηٿÛÙ·ÛË ö‰ÈÓ·Ó Î¿ÔÈÔÈ ÏÔ‡ÛÈÔÈ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔ›.
™‡Ìʈӷ Ìb ≤Ó· âÎÎÏËÛÈ·ÛÙÈÎe ¯ÚÔÓÈÎfi, ÙcÓ «òEÎıÂÛÈÓ XÚÔÓÈ΋ӻ,
ÛÙa ¯¤ÚÈ· ÙÔÜ «ôÚ¯ÔÓÙÔ˜» ¢ËÌ‹ÙÚÈÔ˘ \Afiη˘ÎÔ˘ K˘Ú›Ù˙Ë «qÛ·Ó...
±·ÓÙ· Ùa âÎÎÏËÛÈ·ÛÙÈÎa ÂåÛÔ‰‹Ì·Ù·... öÓ Ù âÛfi‰ÔȘ ηd âÍfi‰ÔȘ»8.
¶ÚÔÊ·Óᘠï ∫˘Ú›Ù˙˘ Âr¯Â àÓ·Ï¿‚ÂÈ Ùa ÔåÎÔÓÔÌÈÎa ÙÔÜ
¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘ ηd ó˜ Úe˜ Ùa ÂåÛÔ‰‹Ì·Ù· ηd ó˜ Úe˜ Ùd˜
ñÔ¯ÚÂÒÛÂȘ ÙÔ˘ Úe˜ ÙcÓ ¶‡ÏË. \∞e ÙcÓ ÏÂ˘Ú¿ Ù˘ ì ªÂÁ¿ÏË
\∂ÎÎÏËÛ›· ÙÔÜ Âr¯Â ·Ú¿Û¯ÂÈ Ùe ‰Èη›ˆÌ· Óa ÂåÛÚ¿ÙÙÂÈ ·éÙe˜ Ùa
ÂåÛÔ‰‹Ì·Ù¿ Ù˘. ^∏ χÛË ·éÙc Ú¤ÂÈ Óa âÊ·ÚÌfiÛÙËΠàe Ùd˜ ÚáÙ˜
‰ÂηÂٛ˜ ÌÂÙa ÙcÓ ≠∞ψÛË, âÓá ÌÈaÓ ôÏÏË ‰È¤ÍÔ‰Ô ÚfiÛÊÂÚ ì
ÚÔÛÊ˘Ác ÛÙe ‚˘˙·ÓÙÈÓe ıÂÛÌe ÙÔÜ «¯·ÚÈÛÙ›ÎÈÔ˘», Ùɘ âίÒÚËÛ˘
‰ËÏ·‰c ‰ËÌfiÛÈˆÓ ‚·ÛÈÏÈÎáÓ Á·ÈáÓ Ûb Ï·˚ÎÔf˜ öÓ·ÓÙÈ ñËÚÂÛÈáÓ.
∆ÒÚ· ï ıÂÛÌe˜ ÚÔÛ·ÚÌfiÛÙËΠÛÙd˜ Ӥ˜ àÓ¿ÁΘ ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Óa
â͢ËÚÂÙ‹ÛÂÈ ù¯È ϤÔÓ Ùe ‚˘˙·ÓÙÈÓe ‰ËÌfiÛÈÔ àÏÏa Ùc ªÂÁ¿ÏË
\∂ÎÎÏËÛ›·: ï ·ÙÚȿگ˘ ÎÚ·ÙÔÜÛ ÛÙc ‰ÈηÈÔ‰ÔÛ›· ÙÔ˘
¯ÚÈÛÙÈ·ÓÈÎÔf˜ ÔåÎÈÛÌÔf˜ Ôf ‚Ú›ÛÎÔÓÙ·Ó, Ê˘ÛÈο, ̤۷ ÛÙcÓ
âÎÎÏËÛÈ·ÛÙÈÎc ÂÚÈʤÚÂÈ· οÔÈÔ˘ îÂÚ¿Ú¯Ë, ηd âίˆÚÔÜÛ Ùa
âÎÎÏËÛÈ·ÛÙÈο ÙÔ˘˜ ÂåÛÔ‰‹Ì·Ù· Ûb Ï·˚ÎÔf˜ Ôf ÚÔÛ¤ÊÂÚ·Ó
ñËÚÂۛ˜ ÛÙe ¶·ÙÚÈ·Ú¯ÂÖÔ. ªb ÙcÓ âίÒÚËÛË ÏÔÈeÓ
«·ÙÚÈ·Ú¯ÈÎáÓ âÍ·Ú¯ÈáÓ» ÌÔÚÔÜÛ Óa ÊÈÏÔÙÈÌÂÖ ÏÔ‡ÛÈÔ˘˜
¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔf˜ ηd Óa «àÓÙ·Ì›‚ÂÈ» Ùd˜ ¯ÚËÌ·ÙÈÎb˜ ‰È¢ÎÔχÓÛÂȘ ÙÔ˘˜
ÚÔÎÂÈ̤ÓÔ˘ Óa ηχÙÔ˘Ó Ì¤ÚÔ˜ ÙÔ˘Ï¿¯ÈÛÙÔÓ àe Ùe âÙ‹ÛÈÔ
¯·Ú¿Ù˙È9.

∂rÓ·È ÚÔÊ·Ób˜ g˜ Ìb Ùd˜ Û˘ÓıÉΘ Ôf ‰ËÌÈÔ˘ÚÁ‹ıËÎ·Ó ÌÂÙa ÙcÓ


≠∞ψÛË, ì ÎÔÈÓˆÓ›· ÙáÓ ƒˆÌÈáÓ öÚÂÂ, ÌÂÙa ÙeÓ åÛ¯˘Úe ÎÏÔÓÈÛÌe
Ùɘ ∫·Ù¿ÎÙËÛ˘, Óa ÚÔÛ·ÚÌÔÛÙÂÖ ÁÈ· Óa âÈ‚ÈÒÛÂÈ. ∂éÙ˘¯á˜ Ùd˜
ÎÚ›ÛÈ̘ ÛÙÈÁÌb˜ ‚Ú¤ıËÎ·Ó ôÓıÚˆÔÈ „‡¯Ú·ÈÌÔÈ Î·d îηÓÔd Óa Ùe
οÓÔ˘Ó. ¢‡Ô ÂÚÈÙÒÛÂȘ ÌfiÓÔ ıa àӷʤڈ, ‰‡Ô ÂÚÈÙÒÛÂȘ
âÎÎÏËÛÈ·ÛÙÈÎáÓ àÓ‰ÚáÓ Ôf ‰È¤ıÂÙ·Ó ÙcÓ ÔÏÈÙÈÎc ÊÚfiÓËÛË Ôf

8
. «òEÎıÂÛȘ XÚÔÓÈÎc» (öΉ. ™. §¿ÌÚÔ˘, §ÔÓ‰›ÓÔ 1902), Û. 47 ÛÙ. 20–21. ™Ùe
¯ÚÔÓÈÎe àӷʤÚÂÙ·È ÌfiÓÔ Ùe ùÓÔÌ· K˘Ú›Ù˙˘ ÁÈa ÙcÓ Ù·‡ÙÈÛ‹ ÙÔ˘ Ìb ÙeÓ ¢ËÌ‹ÙÚÈÔ \Afiη˘ÎÔ
K˘Ú›Ù˙Ë ‚Ï. X. °. ¶·ÙÚÈÓ¤Ï˘, ^O £Âfi‰ˆÚÔ˜ \AÁ·ÏÏÈ·Óe˜ Ù·˘ÙÈ˙fiÌÂÓÔ˜ Úe˜ ÙeÓ £ÂÔÊ¿ÓËÓ
Mˉ›·˜ ηd Ôî àӤΉÔÙÔÈ ÏfiÁÔÈ ÙÔ˘, \Aı‹Ó· 1966, Û. 76, ¬Ô˘ (Û. 75–78) ηd ‚ÈÔÁÚ·ÊÈÎa ÁÈ\
·éÙeÓ ÙeÓ ¯ÚÈÛÙÈ·Óe «ôÚ¯ÔÓÙ·», Ôf qÙ·Ó ÁÚ·ÌÌ·Ù¤·˜ ÙÔÜ M¯ÌbÙ Bã ÚdÓ àÎfiÌ· àe ÙcÓ
≠AψÛË Ùɘ KˆÓÛÙ·ÓÙÈÓÔ‡ÔÏ˘.
9
. °Èa ÙeÓ âӉȷʤÚÔÓÙ· ηd âÓ ÔÏÏÔÖ˜ ôÁÓˆÛÙÔ ·éÙe ıÂÛÌe ‚Ï. Ùc ÌÂϤÙË ÌÔ˘ ^√ ıÂÛÌe˜
Ùɘ ·ÙÚÈ·Ú¯ÈÎɘ âÍ·Ú¯›·˜, \∞ı‹Ó·, ∫¡∂/∂Ι∂, 1995.

6
43
à·ÈÙÔÜÛ·Ó Ôî ÂÚÈÛÙ¿ÛÂȘ, Ôf qÙ·Ó îηÓÔd Óa ÎÈÓÔÜÓÙ·È ÛÙe
Ï·›ÛÈÔ Ùɘ ÁÓˆÛÙɘ Ú‹Û˘, g˜ ÔÏÈÙÈÎc ÂrÓ·È ì Ù¤¯ÓË ÙÔÜ âÊÈÎÙÔÜ.
^√ ·ÙÚȿگ˘ °ÂÓÓ¿‰ÈÔ˜ à·ÓÙÒÓÙ·˜ Ùe ºÂ‚ÚÔ˘¿ÚÈÔ ÙÔÜ
1455, ≤Ó· ÌfiÏȘ ¯ÚfiÓÔ ÌÂÙa ÙcÓ â·Ó·ÏÂÈÙÔ˘ÚÁ›· ÙÔÜ
·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘, ÛÙÔf˜ ÌÔÓ·¯Ôf˜ ÙÔÜ ™ÈÓÄ Ôf ‚·Û·Ó›˙ÔÓÙ·Ó àe
‰ÈÏ‹ÌÌ·Ù· Û¯ÂÙÈÎa Ìb οÔȘ ·Ú·‚¿ÛÂȘ ÙÔÜ ÁÚ¿ÌÌ·ÙÔ˜ ÙáÓ ı›ˆÓ
ηÓfiÓˆÓ, ·Ú·‚¿ÛÂȘ Ôf Âr¯·Ó ï‰ËÁ‹ÛÂÈ Ùc ÌÔÓc Ûb âÛˆÙÂÚÈÎb˜
‰È·Ì¿¯Â˜, ÙÔf˜ âÈÛËÌ·›ÓÂÈ Ùa àÎfiÏÔ˘ı·. ªb ÚˆÙÄÙ ÁÈa Ùc
«ÏÂÙÔÏÔÁ›·Ó Ùɘ ÂéÙ·Í›·˜ âÓ ÙÔÖ˜ Ì˘ÛÙËÚ›ÔȘ… ηd Ù·Ö˜ ı˘Û›·È˜ ηd
Ù·Ö˜ „·Ï̈‰›·È˜». ∫·d âÁg à·ÓÙá: «√î ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd Ì·ÚÙ˘ÚÔÜÛÈ ‰Èa
ÙcÓ ÙÔÜ ÃÚÈÛÙÔÜ ›ÛÙÈÓ Î·ı’ ëοÛÙËÓ Î·d ñÔ̤ÓÔ˘ÛÈ ıÏ›„ÂȘ
àÓÂΉÈËÁ‹ÙÔ˘˜ ηd ìÌÂÖ˜... Ï˘ËıËÛfiÌÂı· ¬ÙÈ… àÓÙd ÙÔÜ ë‚‰fiÌÔ˘
Ù˘¯eÓ Âé·ÁÁÂÏ›Ô˘ àÓ¤ÁÓˆÛ·Ó Ùe öÓ·ÙÔÓ; j ö„·ÏÏÔÓ q¯ÔÓ Ùɘ
\√ÎÙˆ‹¯Ô˘, àÓÙd ÙÔÜ ÚÒÙÔ˘ ÙeÓ Ù¤Ù·ÚÙÔÓ;»10
^∏ ‰Â‡ÙÂÚË ÂÚ›ÙˆÛË àÓ¿ÁÂÙ·È ÛÙe 1477, ¬Ù·Ó ÛÙe
¶·ÙÚÈ·Ú¯ÂÖÔ ‚Ú›ÛÎÂÙ·È ≤Ó·˜ ôÏÏÔ˜ ʈÙÈṲ̂ÓÔ˜ ·ÙÚȿگ˘, ï
ª¿ÍÈÌÔ˜ °ã ï §fiÁÈÔ˜. ò∂¯Ô˘Ó ÂÚ¿ÛÂÈ ÂἴÎÔÛÈ ÙfiÛ· ¯ÚfiÓÈ· àe ÙcÓ
≠∞ψÛË. ∆Ú›· ¯ÚfiÓÈ· Ú›Ó, Ùe 1474, Âr¯Â âÈ‚ÏËıÂÖ Ùe ¯·Ú¿Ù˙È,
óÛÙfiÛÔ Ê·›ÓÂÙ·È g˜ ‰bÓ qÙ·Ó àÚÎÂÙe ‰¤ÏÂ·Ú œÛÙ Óa âÍÔ˘‰ÂÙÂÚÒÛÂÈ
Ùd˜ àÓÙȉڿÛÂȘ ÙáÓ àÓÙ·ÁˆÓÈÛÙáÓ Ùɘ ¶‡Ï˘. ∫·d ÙfiÙÂ, ï
·ÙÚȿگ˘ ª¿ÍÈÌÔ˜ âΉ›‰ÂÈ ÌÈa âÎÙÂÓc âÁ·ÎÏÈÔ Úe˜ ¬ÏÔ˘˜ ÙÔf˜
¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔ‡˜. ∆e ΛÌÂÓÔ ÚfiÛÊ·Ù· ÌfiÏȘ Ùe âΉÒÛ·Ì Ìb ‚¿ÛË Ùe
ÌÔÓ·‰ÈÎe ¯ÂÈÚfiÁÚ·Ê· Ôf Ùe ·Ú·‰›‰ÂÈ, ≤Ó· ¯ÂÈÚfiÁÚ·ÊÔ Ôf
‚Ú›ÛÎÂÙ·È Ûb ‚È‚ÏÈÔı‹ÎË Ùɘ ºÏˆÚÂÓÙ›·˜. ¢È·Ó¤ÂÙ·È àe ÌÈa öÓÙÔÓË
Ù¿ÛË Óa Û˘ÛÂÈÚÒÛÂÈ ÙcÓ ÎÔÈÓˆÓ›· ÙáÓ ¯ÚÈÛÙÈ·ÓáÓ œÛÙ Óa Ì›ÓÂÈ
ÛÙÔ¯·ÛÙÈÎa ÈÛÙc ÛÙÔf˜ îÂÚÔf˜ ηÓfiÓ˜, ÓÂÜÌ· àÓÙ›ıÂÙÔ Ûb ÚÒÙË
àÓ¿ÁÓˆÛË Úe˜ ÙcÓ âÏ¢ıÂÚÈfiÙËÙ· Ôf ÌfiÏȘ ‰È·ÈÛÙÒÛ·Ì ÛÙe
ΛÌÂÓÔ ÙÔÜ °ÂÓÓ·‰›Ô˘. ∆ÒÚ· Ôî ¯ÚÈÛÙÈ·ÓÔd Ú¤ÂÈ Óa Ì›ÓÔ˘Ó Ìb
Û¯ÔÏ·ÛÙÈÎc àÎÚ›‚ÂÈ· ÈÛÙÔd Ûb ¬,ÙÈ ïÚ›˙ÂÈ ì ıÚËÛΛ· ÙcÓ ïÔ›·
àÓ·ÁÓÒÚÈÛÂ ï ¶ÔÚıËÙ‹˜, Ú¤ÂÈ Óa ÂrÓ·È ÚÔÛÂÎÙÈÎÔd ηd Óa ÌcÓ
ÚÔηÏÔÜÓ ÙÔf˜ ÌÔ˘ÛÔ˘ÏÌ¿ÓÔ˘˜, Ú¤ÂÈ Óa ÚÔÛÙ·ÙÂ‡Ô˘Ó Ìb
‰È·ÎÚÈÙÈÎfiÙËÙ· ÙcÓ ›ÛÙË ÙÔ˘˜, œÛÙ Óa ÙÔf˜ âÈÙÚ·ÂÖ Óa
Û˘Ó¯›ÛÔ˘Ó Óa ÙcÓ àÛÎÔÜÓ: «∆ËÚáÌÂÓ ÙcÓ çÚıfi‰ÔÍÔÓ ›ÛÙÈÓ ìÌáÓ

10
. ∆e ΛÌÂÓÔ ÙÔÜ °ÂÓÓ·‰›Ô˘ ö¯ÂÈ ‰ËÌÔÛÈ¢ÙÂÖ ÛÙeÓ Ù¤Ù·ÚÙÔ ÙfiÌÔ ÙáÓ «^∞¿ÓÙˆÓ» ÙÔ˘:
°ÂÓÓ·‰›Ô˘ ÙÔÜ ™¯ÔÏ·Ú›Ô˘, ≠∞·ÓÙ· Ùa ÂñÚÈÛÎfiÌÂÓ·, OEuvres complètes de Gennade Scolarios
(öΉ. L. Petit, X. A. Sidéridès, M. Jugie), ¶·Ú›ÛÈ 1935, Û. 198–206 Ùe ¯ˆÚ›Ô ÛÙc Û. 204, ÛÙ. 6–
11.

7
44
àÎÚ·ÈÊÓÉ Î·d àÛ¿Ï¢ÙÔÓ», âÈÙ¿ÛÛÂÈ ï ·ÙÚȿگ˘· ηd àÂÈÏÂÖ g˜
ıa ηı·ÈÚÂÖÙ·È ¬ÔÈÔ˜ ‚·Ù›˙ÂÈ ·È‰Èa ∆Ô‡ÚΈÓ· ıa ̤ÓÂÈ
àÛ˘Á¯ÒÚËÙÔ˜ ¬ÔÈÔ˜ ‰bÓ ÙÂÏÂÖ Ùe Ì˘ÛÙ‹ÚÈÔ ÙÔÜ Á¿ÌÔ˘ àÏÏa
·ÓÙÚ‡ÂÙ·È “âıÓÈ ÙÚfiÿÿˆ” («ÙÔf˜ âıÓÈÎÿá ÙÚfiÿˆ
ηËÓÈ·˙Ô̤ÓÔ˘˜, àÛ˘Á¯ˆÚ‹ÙÔ˘˜ ö¯ÔÌÂÓ») j ¬ÔÈÔ˜ οÓÂÈ àı¤ÌÈÙÔ
Á¿ÌÔ. £a àÊÔÚ›˙ÂÙ·È ¬ÔÈÔ˜ ö¯ÂÈ àÓ¿‰Ô¯Ô ÛÙc ‚¿ÙÈÛË ÙÔÜ ·È‰ÈÔÜ
ÙÔ˘ ·îÚÂÙÈÎe j ÎÔ˘Ì¿ÚÔ ÛÙe Á¿ÌÔ ÙÔ˘ âıÓÈÎe. £a àÊÔÚ›˙ÂÙ·È ¬ÔÈÔ˜
ηٷ‰›‰ÂÈ j „¢‰ÔÌ·ÚÙ˘ÚÂÖ11.
√î ηÈÚÔd à·ÈÙÔÜÓ ÚÔÛÔ¯‹. ^√ àÓÂÎÙÈÎe˜ öÓ·ÓÙÈ ÙáÓ
¯ÚÈÛÙÈ·ÓáÓ ™Ô˘ÏÙ¿ÓÔ˜ àÌÊÈÛ‚ËÙÂÖÙ·È, ¬ˆ˜ ¡‰·ÌÂ, ÛÙe âÛˆÙÂÚÈÎe
ÙÔÜ ÎÚ¿ÙÔ˘˜ ÙÔ˘. √î ƒˆÌÈÔd ‰bÓ ö¯Ô˘Ó ôÏÏÔ ÙÚfiÔ âÈ‚›ˆÛ˘ àe
ÙcÓ ÚÔÛ·ÚÌÔÁc ÛÙc Ó¤· ηٿÛÙ·ÛË.
∫·d Ú¤ÂÈ Óa ïÌÔÏÔÁ‹ÛÔ˘Ì ¬ÙÈ ì âÈÏÔÁc ·éÙɘ Ùɘ ÔÏÈÙÈÎɘ
qÙ·Ó Ôf â¤ÙÚ„ ÛÙÔf˜ ƒˆÌÈÔf˜ Óa ‚Ú›ÛÎÔÓÙ·È àÎfiÌ·, Û‹ÌÂÚ·,
ÛÙcÓ ¶fiÏË ÙÔ˘˜, ÌÔÏÔÓfiÙÈ ¤Ú·Û·Ó ̤۷ àe Ùd˜ ™˘ÌÏËÁ¿‰Â˜ ëÓfi˜
àËÓÔܘ âıÓÈÎÈÛÌÔÜ.

ª¿¯Ë ¶·˝˙Ë–\∞ÔÛÙÔÏÔÔ‡ÏÔ˘
\∂ıÓÈÎe ≠Ι‰Ú˘Ì· \∂Ú¢ÓáÓ

11
. ò∂ΉÔÛË ÙÔÜ ÎÂÈ̤ÓÔ˘ Ùɘ âÁ΢ÎÏ›Ô˘ Ì·˙d Ìb Û¯fiÏÈ· ‚Ï. ÛÙc ÌÂϤÙË ª¿¯Ë ¶·´˙Ë–
\∞ÔÛÙÔÏÔÔ‡ÏÔ˘, ¢. °. \∞ÔÛÙÔÏfiÔ˘ÏÔ˜, ªÂÙa ÙcÓ ∫·Ù¿ÎÙËÛË. ™ÙÔ¯·ÛÙÈÎb˜ ÚÔÛ·ÚÌÔÁb˜ ÙÔÜ
¶·ÙÚÈ·Ú¯Â›Ô˘ ∫ˆÓÛÙ·ÓÙÈÓÔ˘fiψ˜ Ûb àӤΉÔÙË âÁ·ÎÏÈÔ ÙÔÜ 1477, \∞ı‹Ó·, ∫¡∂/∂Ι∂,
2006.

8
45

You might also like