Greek Dictionary Version 2018: Of Selected Words And Phrases
()
About this ebook
Το Λεξικό Ελληνικών, αποτελεί αναλογικό λεξικό, το οποίο ως γρα-πτό κείμενο, πλάθεται δια ερανισμού από το 1982 και εντεύθεν, δη-μοσιεύθηκε δε στο διαδίκτυο την 8η Δεκεμβρίου 2012, παρουσιά-ζοντας 12.251 λήμματα, διαρκώς εμπλουτιζόμενο έκτοτε, σε γλώσσα μει-κτή, μη πάσχουσα από αντι-νι-ικό σύνδρομο, με σκοπό την υποβοήθηση των αναγνωστών & ουχί την ανταγωνιστική συμπόρευση, με τα εν κυκλο-φορία α ξ ι ο λ ο γ ό τ α τ α λ ε ξ ι κ ά της Ελληνικής Γλώσσας.
Related to Greek Dictionary Version 2018
Titles in the series (1)
Greek Dictionary Version 2018: Of Selected Words And Phrases Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Related ebooks
ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ! Αφιέρωμα στη γλώσσα των γλωσσών Rating: 3 out of 5 stars3/5Νεφέλαι Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΤο ταξίδι μου Rating: 4 out of 5 stars4/5Ερευνώντας για αλήθεια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕιδύλλια Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΚύρου Ανάβασις Τόμος 1 Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔημιουργία καθαρής σκέψης Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠολιτεία, Τόμος 2 Rating: 4 out of 5 stars4/5Νόμοι και Επινομίς, Τόμος B Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΙππίας, Μείζων και Ελάσσων Rating: 5 out of 5 stars5/5Δεν θέλω να διαβάσω! Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠολιτεία, Τόμος 4 Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟιδίπους Τύραννος Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΕπτά επί Θήβας Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠεζοί Ρυθμοί Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑπολογία Σωκράτους Rating: 5 out of 5 stars5/542 Αερόβιες Ασκήσεις και Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΔιάλεξε Καραμέλα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟι συνταγές της γιαγιάς - Παραδοσιακές συνταγές του Κεμπέκ Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΟ Γύρος του Κόσμου σε 80 Χώρες με την Εύη Δημητριάδου Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΠασχαλινές ιστορίες Rating: 5 out of 5 stars5/5Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Τόμος Δ Rating: 4 out of 5 stars4/5Αθηναίων Πολιτεία Rating: 1 out of 5 stars1/5Πολιτεία, Τόμος 1 Rating: 3 out of 5 stars3/5Χορτοφάγος: Υγιεινές και Θρεπτικές Vegan Συνταγές (Υγιεινός Vegan τρόπος ζωής) Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΗ Ευρώπη κατά τον 19ον αιώνα Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΣΥΜΠΑΝ ΚΑΙ ΣΩΜΑΤΙΔΙΑ Rating: 4 out of 5 stars4/5Κβαντική εμπλοκή και το συλλογικό υποσυνείδητο. Φυσική και μεταφυσική του σύμπαντος. Νέες ερμηνείες Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsBlack Mamba Rating: 0 out of 5 stars0 ratingsΑσκήσεις Νοήματος Rating: 0 out of 5 stars0 ratings
Reviews for Greek Dictionary Version 2018
0 ratings0 reviews
Book preview
Greek Dictionary Version 2018 - Constantinos Halkiadis
έργου.
Προλεγόμενα
Τ
ο Λεξικό Ελληνικών, αποτελεί αναλογικό λεξικό, το οποίο ως γρα-πτό κείμενο, πλάθεται δια ερανισμού από το 1982 και εντεύθεν, δη-μοσιεύθηκε δε στο διαδίκτυο την 8η Δεκεμβρίου 2012, παρουσιά-ζοντας 12.251 λήμματα, διαρκώς εμπλουτιζόμενο έκτοτε, σε γλώσσα μει-κτή, μη πάσχουσα από αντι-νι-ικό σύνδρομο, με σκοπό την υποβοήθηση των αναγνωστών & ουχί την ανταγωνιστική συμπόρευση, με τα εν κυκλο-φορία α ξ ι ο λ ο γ ό τ α τ α λ ε ξ ι κ ά της Ελληνικής Γλώσσας.
Ανασύραμε μέρος του γλωσσικού πλούτου, ως λιθάριον αντιμετώπισης της λεξιπενίας των καιρών, δια της παραθέσεως επιλεγμένων λέξεων & φράσεων, των εν χρήσει ή εν υπνώσει, με συντομότατο σχολιασμό & παρα-τιθέμενα παραδείγματα, ανταποκρινόμενοι στο πνεύμα της εποχής, περί διαχείρισης του χρόνου.
Έρως προς την Ελληνική απαιτείται, προκειμένου να ωφεληθούμε από το ενυπάρχον εννοιολογικό βάθος, του αχανούς λεξιλογίου μας, το προσφε-ρόμενο πλουσιόδωρα από προλαλήσασες γενεές, διαμορφώνοντας δι΄ αυτού φωτισμένες σκέψεις, πορευόμενοι δε με πλήρη συνείδηση, ότι το τελευταίο που μας απέμεινε ως Έθνος, είναι, η ζωοδότρα γλώσσα μας.
Το παρόν ταπεινό λεξικογραφικό βοήθημα, αφιερώνεται εις τους εν δια-σπορά Έλληνες, ειδικότερα δε εις την κεκοιμημένη Μαρία - Κοραλλία Βαρνάβα, την κατά το γένος Διβιτάρη, εκ Βραΐλας της ομοθρήσκου Ρουμα-νίας ορμώμενη, η με βάρος καταγωγής & υποδειγματική συμπεριφορά υπερχειλίζουσας αρχοντιάς & αριστοκρατικότητας.
Περιεχόμενα
{ 1 } Λ έ ξ ε ω ν - κοσμημένων με καλλιέπεια
‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’ - Σελ. 6
‘ Πλήθος Ρημάτων ’ - Σελ. 674
‘ Πλήθος Επιρρημάτων ’ - Σελ. 920
**
‘ Φυτώριο Νεολογίας Δόκιμων Ή Αδόκιμων Λέξεων ’ - Σελ. 984
{ 1 } Λ έ ξ ε ω ν - κοσμημένων με καλλιέπεια
‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
Α
αβαείο
απόδοση: το διοικούμενο από αβά καθολικό μοναστήρι / εκκλησία η οποία κάποτε υπήρξε αβαείο
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ πέρασε τα τελευταία της ζωής του σε λ στη Νότια Γαλλία }
αβάσιμος
απόδοση: που δεν έχει βάσεις / που δεν στηρίζεται σε ουσιαστικά στοιχεία
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ θαρρώ πως υπερβάλλει ο δε πανικός του είναι λ}
άβατος
απόδοση: ο απάτητος / ο απροσπέλαστος / ο απρόσιτος φυσικός χώρος / ιερός χώρος που απαγορεύεται η είσοδος ενός εκ των δύο φύλλων
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{άβατος ιερός χώρος αποτελεί το Άγιον Όρος για τις γυναίκες }
{ πρόκειται για άβατο βουνό}
{ το ιερό των εκκλησιών αποτελεί άβατο για τις γυναίκες}
αβέβαιος
απόδοση: που αμφιβάλλει / που δεν είναι σίγουρος / ενέργεια που δείχνει αμφιβολία ή δισταγμό
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αβεβαιότητα
απόδοση: η κατάσταση του αβέβαιου
αντίθετο: βεβαιότητα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η κατάσταση τον ταλαιπωρεί προκαλώντας αίσθημα αβεβαιότητας }
αβίαστος
απόδοση: που γίνεται με ευκολία / ο χωρίς καταναγκασμό / με ελευθερία & αυθορμητισμό
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αβίωτος
απόδοση: αφόρητος / ανυπόφορος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η Αθήνα μεταβλήθηκε σε αβίωτη πόλη κυριολεκτικώς }
{ του έκανε το βίο αβίωτο }
αβλαβής
απόδοση: που δεν προκαλεί κακό & συνάμα δεν είναι ωφέλιμος
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αβλεψία
απόδοση: απροσεξία / παραδρομή
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αβουλία
απόδοση: έλλειψη βουλήσεως & αποφασιστικότητος / παθολογική κατάσταση χαρακτηριζόμενη από έλλειψη βουλητικής ενέργειας
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άβουλος
απόδοση: ο στερούμενος βουλήσεως / ο φερόμενος διστακτικά & αναποφάσιστα
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αβραμιαίος
απόδοση: ο έχων ήθη του Αβραάμ
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αβυσσαλέος
απόδοση: ο απύθμενος / ο ανεξερεύνητος / ο καταχθόνιος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άβυσσος
απόδοση: μεγάλου βάθους βάραθρο με αθέατο τον πυθμένα αυτού / κενό που είναι αδύνατον να μετρηθεί / θαλάσσια περιοχή εκτεινόμενου βάθους 2 χιλιάδων έως 6 χιλιάδων μέτρων / το προ της δημιουργίας του κόσμου χάος
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθό
απόδοση: κάθε τι που έχει υλική πνευματική ή ηθική αξία
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ Κινέζοι παράγουν καταναλωτικά αγαθά απομιμούμενα του δυτικού κόσμου }
{ τα παραγόμενα αγαθά της Κίνας προορίζοντο κατά κύριο λόγο σε περιορισμένου εισοδήματος καταναλωτές }
αγαθογνώμων
απόδοση: ο συνετός
γένη: -ων -ων -ον
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθοεργία
απόδοση: πράξη ανυστερόβουλη που ωφελεί το κοινωνικό σύνολο
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθοεργός
απόδοση: ο σχετιζόμενος με την αγαθοεργία
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθοπιστία
απόδοση: η ευκολοπιστία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθόπιστος
απόδοση: ο ευκολόπιστος έως αφελείας
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθός
απόδοση: ο ενάρετος / ο καλοκάγαθος / ο καλοπροαίρετος
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαθότητα
απόδοση: η χαρακτηριστική ιδιότητα του αγαθού
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαλλίαση
απόδοση: συναίσθημα ψυχικής ευφορίας
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγάμητος
απόδοση: που δεν έχει έλθει σε σεξουαλική επαφή ποτέ ή επί μακρόν διάστημα
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαμία
απόδοση: η κατάσταση του άγαμου / η αποχή ή η στέρηση από σεξουαλική πράξη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγαμος
απόδοση: ο ανύπανδρος / που δεν είναι συζευγμένος
αντίθετο: έγγαμος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγάπη
απόδοση: αίσθημα φιλίας συμπάθειας τρυφερότητος αφοσίωσης / εκδήλωση ερωτικού αισθήματος / εντονότατο ενδιαφέρον για κάτι που προκαλεί ευχαρίστηση / εκδήλωση αφοσίωσης προς τον Θεό
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγαπησιάρης
απόδοση: που διακατέχεται από ερωτική διάθεση & συνήθως προκαλεί αυτή τη διάθεση στους άλλους / που εύκολα αγαπιέται / ο αξιαγάπητος
γένη: -ης -α -ικο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αν & νευρικής φύσεως αγαπησιάρικ παιδί }
αγγειοπλάστης
απόδοση: τεχνίτης που παράγει πήλινα αντικείμενα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγελαίος
απόδοση: ο ανήκων σε αγέλη / που έχει τον χαρακτήρα αγέλης ή όχλου
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγευστος
απόδοση: που δεν τον διακρίνει ευχάριστη γεύση / που στερείται ευχάριστης γεύσεως
αντίθετο: εύγευστος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγεωγράφητος
απόδοση: ο στερούμενος γνώσεων γεωγραφίας
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγιοποίηση
απόδοση: η μετά θάνατο ανακήρυξη κάποιου ως αγίου από την Εκκλησία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγιοταφίτης
απόδοση: μέλος της μοναστικής αδελφότητος του Παναγίου Τάφου
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγκομάχημα
απόδοση: δυσκολία στην ανάσα / βογκητό / αναστεναγμός / ψυχορράγημα / προκαλούμενος θόρυβος
συγγενές: αγκομαχητό
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγκομαχητό
απόδοση: δυσκολία στην ανάσα / βογκητό / αναστεναγμός / ψυχορράγημα / προκαλούμενος θόρυβος
συγγενές: αγκομάχημα
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγλωσσος
απόδοση: αυτός που δεν κατέχει επαρκώς την γλώσσα του ή δεν την χρησιμοποιεί ορθά
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγνοια
απόδοση: αμάθεια
αντίθετο: γνώση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ εξεπλάγην & ισχυρίσθηκε άγνοια του θέματος}
{ επικαλέσθηκε λ νόμου ζητώντας την επιείκεια του δικαστηρίου }
{ καθώς φαίνεται έχει παντελή λ}
{ τον χαρακτηρίζει λ του αντικειμένου }
αγνωμοσύνη
απόδοση: μη αναγνώριση ευεργεσίας & εκφρασμένη αχαριστία προς ευεργέτη
αντίθετο: ευγνωμοσύνη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγνώμων
απόδοση: που ως ευεργετούμενος εκδηλώνει προς τον ευεργέτη του αχαριστία
γένη: -ων -ων -ον
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγνωσία
απόδοση: έλλειψη γνώσης / αμάθεια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ δήλωσε λ επί του θέματος }
{ παρουσιάζει λεπί ιστορικών θεμάτων}
άγνωστος
απόδοση: που δεν τον γνωρίζουμε / που δεν είναι γνώριμο
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αγαπητέ μου άγνωστο το τι επιφυλάσσει το αύριο }
{ άγνωστο το τι διημείφθη }
{ αναμένουμε ! άγνωστο τι θα προκύψει }
{ αφορά πρόταση > μελέτη > βιβλίο αγνώστου πατρότητος }
{ εθεάθη αεροσκάφος στον εναέριο χώρο της Χίου αγνώστου ταυτότητος }
{ κύριοι άγνωστο τι μέλλει γενέσθαι }
{λστο χώρο του θεάτρου }
{ μου είναι άγνωστο το ποιόν του ανθρώπου αυτού }
{ ονομάζεται Ερατώ αγνώστων λοιπών στοιχείων }
{ προϊόν αγνώστου προελεύσεως }
{ ύποπτος αγνώστου διαμονής }
αγορά
απόδοση: τόπος αγοραπωλησιών / απόκτηση αγαθού / η προσφορά & η ζήτηση
αντίθετο: πώληση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η τιμή του αλουμινίου καθορίζεται από την διεθνή λ μετάλλων }
{ θα λείψω για λίγο πηγαίνω στην λ}
{ παρακολουθεί ανελλιπώς την αγορά ακινήτων }
{ της προτιμήσεώς του η Βαρβάκειος λ}
{ φρούτα & λαχανικά προμηθεύεται από την λαϊκή λ}
αγοραίος
απόδοση: ο αναφερόμενος στην αγορά / ο χαμηλής ποιοτικής στάθμης / ο χυδαίος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγορητής
απόδοση: που εκφωνεί λόγο σε δημόσια συγκέντρωση / βουλευτής που ορίζεται από το οικείο κόμμα ως ομιλητής προκειμένου να αναπτύξει συγκεκριμένο θέμα στο Κοινοβούλιο
συγγενές: ρήτορας
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγουστος
απόδοση: ο διακρινόμενος από έλλειψη γούστου / ο κακόγουστος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγράμματος
απόδοση: ο στερούμενος γραμματικών γνώσεων / που δεν κατέχει γνώση / ο αμόρφωτος άνθρωπος / ο ημιμαθής
αντίθετο: εγγράμματος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγραμματοσύνη
απόδοση: η αμάθεια / η ημιμάθεια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγρανάπαυση
απόδοση: σκόπιμη διακοπή καλλιέργειας ενός αγρού προκειμένου να ανακτήσει την παραγωγική του δύναμη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγριότητα
απόδοση: σκληρότητα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η λ του στην συζυγική του σχέση υπήρξε παροιμιώδης > αφόρητη }
αγριωπός
απόδοση: αυτός που δείχνει άγριος / που εκδηλώνει σκληρότητα & επιθετικότητα
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγροίκος
απόδοση: ο ακαλλιέργητος
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγρός
απόδοση: χωράφι
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγροτικός
απόδοση: ο σχετιζόμενος με την πρωτογενή παραγωγή & κυρίως με την γεωργία
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ από νέος ασκεί αγροτικό επάγγελμα }
{ διάσπαρτη με αγροτικούς οικισμούς η επαρχία αυτή }
{ εκποίησε το μηχανουργείο που διατηρούσε από τον πατέρα του προσανατολιζόμενος σε αγροτικές ασχολίες }
{ η φορολόγηση του αγροτικού πληθυσμού γίνεται με χαλαρά κριτήρια }
{ συν τοις άλλοις διαθέτει & αγροτικό αυτοκίνητο τύπου τζιπ }
{ τα λαμβανόμενα μέτρα στηρίζουν την αγροτική οικονομία}
αγχίνους
απόδοση: ο οξύνους κατά το νου
αντίθετο: βραδύνους
γένη: -ους -ους -ουν
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγχογόνος
απόδοση: που προκαλεί άγχος με έντονη δυσφορία
γένη: -ος -ος -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγχόνη
απόδοση: κατασκευή δια της οποίας πραγματοποιείται απαγχονισμός
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγχώδης
απόδοση: που χαρακτηρίζεται που εκδηλώνει άγχος / που βιώνει άγχος
γένη: -ης -ης -ες
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγχωτικός
απόδοση: που χαρακτηρίζεται από άγχος / που προκαλεί άγχος
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αγωνία
απόδοση: κατάσταση συναισθηματική χαρακτηριζόμενη από ασυγκράτητη αναμονή με επακόλουθο την αποκορυφωμένη ανησυχία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ βέβαιον πως εκφράζεται με ύφος που μαρτυρεί την εσωτερική λανθρώπου που θέλει να πει πολλά }
αγωνιώδης
απόδοση: που χαρακτηρίζεται από αγωνία
γένη: -ης -ης -ες
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδαής
απόδοση: που παρουσιάζει έλλειψη γνώσεων ή πείρας επί ενός θέματος
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αυτά τα ολίγα για τους απολύτως αδαείς επί του θέματος }
{ δύναται να το αντιληφθεί & ο πλέον λ}
αδαμάντινος
απόδοση: ο διαμαντένιος / που έχει την καθαρότητα & την αντοχή του διαμαντιού
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδάμαστος
απόδοση: που δεν δαμάζεται εύκολα / ο γενναίος που τίποτα δεν μπορεί να τον καταβάλει / ο ακατάβλητος / ο ακλόνητος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδάπανος
απόδοση: που γίνεται χωρίς δαπάνη / άνευ κόστους
αντίθετο: δαπανηρός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδέκαστος
απόδοση: ο με ακέραιο χαρακτήρα / ο αμερόληπτος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδελφοποιία
απόδοση: η δια εκκλησιαστικής τελετής ένωση ξένων σε πνευματικούς αδελφούς
συγγενές: αδελφοθεσία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδελφοποιτός
απόδοση: ο δια αδελφοποιίας γενόμενος θέσει αδελφός / ο σταυραδερφός
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδελφός
απόδοση: που γεννήθηκε από κοινό ή κοινούς γονείς / που τον συνδέει κοινή φυλετική καταγωγή ή πνευματικός δεσμός
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αγαπητέ εν Χριστώ αδελφέ }
{ αναφέρθηκε στο αδελφό κόμμα της Γερμανίας }
{ αντιμετωπίζεται ως αδελφή ψυχή }
{ η Κύπρος αποτελεί αδελφό κράτος }
{ κατ’ ουσίαν πρόκειται για αδελφή > θυγατρική εταιρεία}
{ φέρεται ως αδελφή του ελέους}
άδενδρος
απόδοση: που δεν φύονται δένδρα / η γυμνή γη από δένδρα
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδέξιος
απόδοση: που δεν είναι ικανός να ενεργήσει με υπολογισμένες κινήσεις / που αντιμετωπίζει τις καταστάσεις χωρίς άνεση & ευελιξία
αντίθετο: επιδέξιος
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδεξιοσύνη
απόδοση: έλλειψη επιδεξιότητας επιτηδειότητας ή ικανότητας σε κάτι
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδεξιότητα
απόδοση: η έλλειψη ικανότητος για την άσκηση ορισμένης δραστηριότητος με τους κατάλληλους χειρισμούς
αντίθετο: επιδεξιότητα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άδηλος
απόδοση: το απρόβλεπτο / το αβέβαιο / το μη φανερό
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδήριτος
απόδοση: ο σκληρός / αναπόφευκτος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδηφαγία
απόδοση: η πολυφαγία άνευ ορίων / η μέγιστη απληστία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδηφάγος
απόδοση: ο καταναλωτής μεγάλων ποσοτήτων τροφής / ο βουλιμικός / αναφερόμενοι σε άπληστο άτομο που συσσωρεύει διαρκώς αγαθά
γένη: -ος -ος -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιαβάθμητος
απόδοση: αναφερόμενοι σε έγγραφο κυρίως στρατιωτικό που δεν έχει χαρακτηρισθεί απόρρητο
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάθετος
απόδοση: ο μη ορίσας κληρονόμους προς διάθεση της περιουσίας του
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{λο αποθανών ανύπανδρος αδελφός }
αδιάκοπος
απόδοση: ο μεγάλης διάρκειας μη διακοπτόμενος / που ενεργεί με διάρκεια & ένταση / ο ασταμάτητος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιακρισία
απόδοση: απουσία διακριτικότητας / εκδήλωση ανάρμοστης περιέργειας σε υποθέσεις τρίτων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάκριτος - 1
απόδοση: ο συμπεριφερόμενος χωρίς λεπτότητα / που εκδηλώνει ανάρμοστη περιέργεια σε υποθέσεις τρίτων / που τον χαρακτηρίζει έλλειψη διακριτικότητος σε καταστάσεις που δεν τον αφορούν
αντίθετο: διακριτικός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάκριτος - 2
απόδοση: αυτός που δεν έχει την ικανότητα κρίσεως, ο άλογος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάλλακτος
απόδοση: που δεν εκφράζει προθυμία υποχωρήσεων & συμβιβασμών / ο ανυποχώρητος / ο ασυμβίβαστος / ο ανένδοτος
αντίθετο: διαλλακτικός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιαλλαξία
απόδοση: η εκδήλωση απροθυμίας προς συμβιβασμό συνεννόηση ή υποχώρηση
αντίθετο: διαλλακτικότητα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιαμαρτύρητος
απόδοση: που συμβαίνει χωρίς διαμαρτυρία / που δεν διαμαρτύρεται
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιανόητος
απόδοση: που είναι έξω από την κοινή λογική
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αδιανόητο το υφιστάμενο πλεονάζον προσωπικό }
{ κατέληξε σε αδιανόητο σκεπτικό }
αδιαντροπία
απόδοση: η πλήρης απουσία ντροπής για ενέργειες αισχρές ή λόγια αναίσχυντα ή κακόβουλα / έλλειψη συστολής
συγγενές: αδιαντροπιά
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάντροπος
απόδοση: που δεν έχει αναστολές / που δεν επιδεικνύει σεμνότητα
συγγενές: αναίσχυντος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ παρά τις υποσχέσεις του έδειξε αδιάντροπη συμπεριφορά }
αδιαπραγμάτευτος
απόδοση: για τον οποίο δεν προέκυψε διαπραγμάτευση / για τον οποίο υπάρχει άρνηση για οποιαδήποτε διαπραγμάτευση
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάσειστος
απόδοση: που ουδείς δύναται να αμφισβητήσει / ακλόνητος / ατράνταχτος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάσπαστος
απόδοση: ο με συνέχεια & σταθερότητα / που δεν έχει τοπικά ή χρονικά κενά / που δεν μπορεί να διασπασθεί
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιατάρακτος
απόδοση: που ουδεμία κατάσταση δεν τον διαταράσσει
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ απολαμβάνει καθημερινά ήσυχο & αδιατάρακτο ύπνο }
αδιατίμητος
απόδοση: ο μη διατιμημένος / που δεν έχει υπολογισθεί η αξία του / που δεν έχει ορισθεί η τιμή αγοράς ή πώλησης
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιάτρητος
απόδοση: που δεν έχει ή δεν δύναται να διατρυπηθεί
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιαφιλονίκητος
απόδοση: που δεν αποτελεί αντικείμενο αμφισβήτησης / αναμφίβολος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιαφορία
απόδοση: έλλειψη ή απουσία ενδιαφέροντος
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ βέβαιον ό,τι τηρεί στάση διακριτικής αδιαφορίας προς το άτομό του }
αδιάφορος
απόδοση: που δεν δείχνει ενδιαφέρον φροντίδα ούτε καν περιέργεια
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ επέλεξε αδιάφορη στάση επί των οικογενειακών θεμάτων }
{λπρος συζήτηση του θέματος έχων διάθεση για κάτι ελαφρό
}
{λσύζυγος > πατέρας }
αδιαχώρητος
απόδοση: ο μη δυνάμενος να συνυπάρξει με άλλον στον αυτό χώρο
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιέξοδο
απόδοση: που καταλήγει κάπου αλλά χωρίς δυνατότητα διεξόδου από εκεί
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ ως αποτέλεσμα των επιλογών του βρέθηκε σε πνευματικό > συναισθηματικό > ψυχικό λ}
αδιευκρίνιστος
απόδοση: που παραμένει αδιευκρίνιστος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδικαιολόγητος
απόδοση: που δεν προκύπτει δικαιολογία / που δεν μπορεί να δικαιολογηθεί / που δεν δίδεται περί αυτού λογική εξήγηση / που δεν αρμόζει να εκφράσουμε επιείκεια
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδικοκρισία
απόδοση: άδικη κρίση / άδικη δικαστική απόφαση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδικοπραξία
απόδοση: παράνομη ενέργεια που αποβαίνει βλαπτική για τα δικαιώματα ατόμου ή ομάδος ατόμων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδιοχέτευτος
απόδοση: που δεν βρίσκει διέξοδο / που δεν κατευθύνεται σε συγκεκριμένο στόχο σκοπό ή στο επιθυμητό συναίσθημα & συσσωρεύεται
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ προσέγγισε το γήρας με αδιοχέτευτη την αγάπη της προς το άτομό του }
{ τον διακατέχει αδιοχέτευτο ερωτικό πάθος γι΄ αυτήν }
αδόμητος
απόδοση: που δεν έχει κτισθεί / που τα επί μέρους στοιχεία του δεν έχουν διαταχθεί προκειμένου να προκύψει οργανωμένο σύνολο
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδράνεια
απόδοση: η κατάσταση του μη ενεργητικού ατόμου / η έλλειψη διάθεσης για δράση / η ιδιότητα των υλικών σωμάτων να παραμένουν σε κατάσταση μη μεταβαλλόμενη χωρίς την παρεμβολή εξωτερικής επίδρασης / η αντίσταση οικονομικής μονάδος σε οικονομικές μεταβολές
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδρανής
απόδοση: που δεν ενεργεί / που δεν αντιδρά / ο ευρισκόμενος σε κατάσταση αδράνειας / που χωρίς εξωτερική επίδραση δεν μεταβάλλεται η κατάσταση που βρίσκεται
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδρανοποίηση
απόδοση: η μεταβολή ατόμου ή πράγματος σε κατάσταση αδράνειας
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άδραχμος
απόδοση: ο στερούμενος δραχμών ήτοι χρημάτων
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδρός
απόδοση: ευμεγέθης κατά την κατασκευή & την διάπλαση
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αδυναμία
απόδοση: ελάττωμα / εξάντληση / ατονία / ισχνότητα / αδύνατο σημείο / έλλειψη δυνατότητος / υπερβολική συμπάθεια / ιδιαίτερη αγάπη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ το πάθος με το γυναικείο φύλλο αποτελεί την κυριότερη λ του }
αδυσώπητος
απόδοση: ο αμείλικτος που δεν κάνει καμία υποχώρηση
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αειθαλής
απόδοση: που διατηρεί το φύλλωμα / ο ακμαίος / ο έχων νεανικότητα
αντίθετο: φυλλοβόλος
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{λ& ακμαίος με ζωντανό πνεύμα παρά το βαθύ γήρας }
{ ο κήπος κοσμείται από συστοιχία ευθυτενών αειθαλών κατά τρόπο εντυπωσιακό }
αείμνηστος
απόδοση: που αξίζει να παραμείνει στις μνήμες μας παντοτινά
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αειπάρθενος
απόδοση: προσωνυμία της Παναγίας / η πάντα αγνή & παρθένος
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άεργος
απόδοση: που δεν έχει απασχόληση / που δεν ασχολείται με κάτι
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αέρινος
απόδοση: ο σχεδόν άυλος / που ομοιάζει με τον αέρα / που αποπνέει λεπτότητα / ο ελαφρός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αερογάμης
απόδοση: ο καυχόμενος για ανύπαρκτες ερωτικές εμπειρίες
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ πρόκειται για τυπική περίπτωση αερογάμη }
αερόλιθος
απόδοση: είδος μετεωρίτη που περιέχει αποκλειστικά αμέταλλα στοιχεία
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αερομεταφερόμενος
απόδοση: ο μετακινούμενος δια αεροσκάφους σε άλλο χώρο
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αεροστεγής
απόδοση: ο ερμητικά κλειστός που δεν επιτρέπεται η είσοδος & η έξοδος αέρα
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αερόστρωμνο
απόδοση: σκάφος κινούμενο με κίνηση προερχόμενη από αεροστρόβιλους ενώ υπερίπταται ελαφρώς από την επιφάνεια της θαλάσσης το ικανό να μεταφέρει ταχέως άτομα & οχήματα προοριζόμενο κυρίως για στρατιωτικές ενέργειες
συγγενές: zubr
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αεροψεκασμός
απόδοση: η διενέργεια ψεκασμού εκτάσεων με αεροσκάφος κατάλληλα διαμορφωμένο
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αηδία
απόδοση: αποκρουστικό αίσθημα γεύσης / κάθε τι αποκρουστικό / το στερούμενο νοστιμιάς
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αηδίασμα
απόδοση: η κατάσταση & το αποτέλεσμα του αηδιάζω
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αηδιαστικός
απόδοση: αυτός που προκαλεί αίσθημα αηδίας / ο αποκρουστικός κατά την όψη ή τις ενέργειες
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αήθης
απόδοση: ανάρμοστος / απρεπής
γένη: -ης -ης -ες
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθανασία
απόδοση: η παντοτινή διατήρηση στη μνήμη τω ανθρώπων / η ιδιότητα του αθάνατου
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθάνατος
απόδοση: του οποίου η ύπαρξη είναι αιώνια / που έχει απεριόριστη διάρκεια αντοχής στο χρόνο / που έχει ζωή αρκετών αιώνων / που διατηρεί την αξία στην αιωνιότητα / το μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθέατος
απόδοση: ο μη ορατός ήτοι αόρατος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθέμιτος
απόδοση: που γίνεται κατά παράβαση των καθιερωμένων ηθικών αρχών & της προβλεπόμενης νομοθεσίας
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθεράπευτος
απόδοση: που δεν μπορεί να θεραπευθεί / ο ανίατος / αναφερόμενοι σε αδυναμία ή ελάττωμα που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθλητίατρος
απόδοση: ιατρός ειδικευμένος στην αντιμετώπιση παθήσεων σχετικών με την άθληση
συγγενές: αθλίατρος / αθλητιατρική
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αθλιότητα
απόδοση: η πολύ κακή κατάσταση / ανήθικη πράξη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ οι εν δυνάμει αθλιότητες συμβάλλουν στη δημιουργία επιπέδου ζωής χαμηλής στάθμης }
αθρόος
απόδοση: ο σε ποσότητα / ο πολυάριθμος
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άθυρμα
απόδοση: το υποχείριο όργανο κάποιου άλλου
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αίγα
απόδοση: η κατσίκα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αίγαγρος
απόδοση: το αγριοκάτσικο
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αιγιαλός
απόδοση: ο χερσαίος χώρος που περικλείει την θάλασσα & καταλαμβάνει επιφάνεια όση αυτή που βρέχεται από το κύμα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αίγλη
απόδοση: δόξα / φήμη / λάμψη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακλεής
απόδοση: ο μη έχων κλέος / ο άδοξος / ο αφανής / ο άσημος
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ ως συνθέτης απήλθε της ζωής λ}
ακληρία
απόδοση: η ανυπαρξία απογόνων / ο αποκλεισμός από κληρονομικό δικαίωμα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακμάζων
απόδοση: αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση ακμής / που ακμάζει
γένη: -ων -ουσα -ον
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακμαίος
απόδοση: αναφερόμενοι σε άτομο προχωρημένης ηλικίας το οποίο διατηρεί τις σωματικές & πνευματικές δυνάμεις / που παρά την ηλικία δεν παρουσιάζει εικόνα βιολογικής φθοράς
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{λ παρά την ταλαιπωρία που υπέστη η υγεία του προσφάτως }
{ παραμένει λ παρά την προχωρημένη ηλικία του }
ακοίμητος
απόδοση: ο ευρισκόμενος σε συνεχή εγρήγορση
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακοινώνητος
απόδοση: που δεν μετάλαβε / που δεν έλαβε την Θεία Κοινωνία / που ζει απομονωμένος λόγω ιδιορρυθμίας / που δεν γνωρίζει το πώς πρέπει να κινηθεί σε μία κοινωνική εκδήλωση
συγγενές: αμετάλαβος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ άνθρωπος λπου μονίμως ομφαλοσκοπεί}
ακολασία
απόδοση: τρόπος ζωής άνευ ηθικών φραγμών κυρίως επί σεξουαλικής συμπεριφοράς
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακόλαστος - 1
απόδοση: που δεν αμάρτησε
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακόλαστος - 2
απόδοση: που η ζωή του κυριαρχείται από ηδονές & χυδαίες απολαύσεις
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθία - 1
απόδοση: η αδιάσπαστη διαδοχή καταστάσεων γεγονότων πραγμάτων ή εννοιών η σύμφωνη με ορισμένες αρχές / τα άτομα του στενού περιβάλλοντος κάποιας υψηλής προσωπικότητος ήτοι η συνοδεία
αντίθετο: ανακολουθία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθία - 2
απόδοση: ιεροτελεστία σύμφωνη με ορισμένο τυπικό
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ παρακολούθησε περιχαρής στην Μονή Παντοκράτορος την ακολουθία του όρθρου}
ακόλουθος
απόδοση: που ακολουθεί κάποιο υψηλό πρόσωπο / εκπρόσωπος σε πρεσβεία
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ υπηρετεί ως λ της Ελληνικής Πρεσβείας στην Τρίπολη της Λιβύης }
{ παρεπιδημεί εν Ρώμη ως μορφωτικός λ}
{προ μηνός αποσπάσθηκε ως στρατιωτικός λ στο Μαρόκο }
{ υπήρξε εμπορικός λ στις Ινδίες }
ακολουθούμενος
απόδοση: που κινείται πίσω από κάποιο άλλο πρόσωπο ή πράγμα / που συνοδεύει / που προχωρεί προς κάποια κατεύθυνση / που συμβαίνει ύστερα από κάτι άλλο ως συμπλήρωμα ή ενέργεια
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αυστηρότατη η ακολουθούμενη δίαιτα }
{ δεν παρεκκλίνει ούτε κατ΄ ελάχιστον από την ακολουθούμενη διατροφή }
{ καθ΄ όλα χριστιανική η ακολουθούμενη αγωγή }
{ πειθαρχεί αγόγγυστα στις ακολουθούμενες οδηγίες }
ακοστολόγητος
απόδοση: που δεν έχει προσδιορισμένο το κόστος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακράδαντος
απόδοση: ο ακλόνητος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακραίος
απόδοση: ο ευρισκόμενος στο έσχατο όριο / που ξεπερνά τα όρια του μέτρου εκφράζοντας υπερβολή
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακραιφνής
απόδοση: γνήσιος / καθαρός
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ ακραιφνής οπαδός του κομμουνιστικού κόμματος }
ακράτεια
απόδοση: η αδυναμία ατόμου να θέσει υπό περιορισμό τα πάθη του / η αδυναμία συγκράτησης των ούρων ή των κοπράνων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άκρατος
απόδοση: ο ασυγκράτητος λόγω ελλείψεως στοιχείων που θα μπορούσαν να μετριάσουν την έντασή του
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρεοφαγία
απόδοση: η αποχή από την κρεοφαγία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριβής
απόδοση: ο προσδιοριζόμενος κατά τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείει οτιδήποτε άλλο ολιγότερο ή περισσότερο / που δεν ορίζεται κατά προσέγγιση / που συμφωνεί απόλυτα με αυτό που θεωρείται πρότυπο αυτού
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριβοδίκαιος
απόδοση: ο απόλυτα δίκαιος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριβοθώρητος
απόδοση: που δύσκολα & σπάνια μπορούμε να δούμε
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ υπήρξε γυναίκα με ακριβοθώρητη ομορφιά }
ακριβολογία
απόδοση: η απόλυτη ακρίβεια κατά την έκφραση
αντίθετο: ανακριβολογία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριβολόγος
απόδοση: που εκφράζεται με ακρίβεια & σαφήνεια / που ακριβολογεί
αντίθετο: ανακριβολόγος
γένη: -ος -ος -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριτομυθία
απόδοση: λόγος απερίσκεπτος που αποκαλύπτει κάτι μυστικό
αντίθετο: εχεμύθεια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακριτόμυθος
απόδοση: που ομιλεί χωρίς περίσκεψη λέγοντας ό,τι δεν πρέπει να πει ιδίως κάτι το μυστικό
αντίθετο: εχέμυθος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρόαμα
απόδοση: κάθε τι που ακούει άτομο ή σύνολο ατόμων με ευχαρίστηση όπως μουσική ή απαγγελία
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροαματικός
απόδοση: ο προορισμένος να ακούγεται
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρόαση
απόδοση: η ενέργεια του ακούω / ακροάζομαι κάτι / προσεκτικό άκουσμα / παρουσίαση αιτημάτων σε κατέχοντα υψηλή θέση σε προκαθορισμένο χρόνο
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροατήριο
απόδοση: το σύνολο ατόμων που παρακολουθεί ομιλία ή συναυλία επί παραδείγματι
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροατής
απόδοση: που παρακολουθεί ακρόαμα όπως διάλεξη ή συναυλία / που παρακολουθεί παράδοση μαθημάτων χωρίς υποχρεώσεις ή δικαιώματα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροβασία
απόδοση: η τέχνη του ακροβάτη / ενέργεια παράτολμη & επικίνδυνη που δεν ακολουθεί σίγουρη & δοκιμασμένη οδό / επικίνδυνη πράξη που απαιτεί ικανότητα & επιδεξιότητα
συγγενές: ακροβάτης
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροβολισμός
απόδοση: η ενέργεια & το αποτέλεσμα του ακροβολίζομαι
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροβολιστής
απόδοση: ο μαχόμενος ακροβολισμένος
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρογωνιαίος
απόδοση: το θεμέλιο / το κύριο στήριγμα
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρομεγαλία
απόδοση: δύσμορφη διάπλαση των οστών πέραν του κανονικού
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακροτελεύτιος
απόδοση: ο εντελώς τελευταίος
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρότητα
απόδοση: λόγος ή ενέργεια που ξεπερνούν τα επιτρεπτά όρια / πράξη πέραν του ανεκτού ορίου
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακρωτηριασμένος
απόδοση: που του έχουν αποσπασθεί ακραία μέλη
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ πρόκειται για σπανιότατο ακρωτηριασμένο βιβλίο του περασμένου αιώνα ιδιαίτερης αξίας }
αλαζονεία
απόδοση: κομπορρημοσύνη / υπεροψία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ τον διακατέχει στα επαγγελματικά θέματα μία άνευ προηγουμένου λ}
αλαζών
απόδοση: που αρέσκεται να παρουσιάζει τον εαυτό του ως σπουδαίο & ιδιαίτερο χωρίς να το αξίζει / που προβαίνει σε πράξεις απατηλές δια λόγους εντυπώσεων
συγγενές: υπερόπτης
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλάθητος
απόδοση: που δεν κάνει λάθη / ο άσφαλτος / που δεν παραπλανά
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλαλος
απόδοση: που απώλεσε τη λαλιά του εξ αιτίας ισχυρού συναισθήματος φόβου ή έκπληξης
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ παρουσίασε άλαλα χείλη μετά το σοκ που υπέστη }
αλάνθαστος
απόδοση: που δεν περιέχει λάθη / που δεν υποπίπτει σε λάθη
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλας
απόδοση: χλωριούχο νάτριο / αλάτι
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλάστωρ
απόδοση: η τιμωρός θεότης / ο από θεία τιμωρία πάσχων
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλαφροΐσκιωτος
απόδοση: που κοιμάται ελαφρά επανερχόμενος με ευκολία σε εγρήγορση / που βλέπει ξωτικά & φαντάσματα
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλγεινός
απόδοση: ο δυσάρεστος / ο θλιβερός
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλγος
απόδοση: κυρίως ο ψυχικός πόνος
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλέα
απόδοση: δρόμος που φέρει δενδροστοιχίες / η δενδροστοιχία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλείπτης
απόδοση: ο προπονητής αγώνων πάλης κατά την αρχαιότητα που άλειφε τους αθλητές με λάδι προκειμένου να ξεφεύγουν από τις λαβές των αντιπάλων / ο πνευματικός που δια οδηγιών & παραινέσεων βοηθά τα πνευματικά του τέκνα να ξεφεύγουν από τις επιθέσεις του διαβόλου
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλειπτόν
απόδοση: απόληξη του ιερού οστού / η ουρά
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλέκτωρ
απόδοση: κόκορας
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλεξήλιον
απόδοση: ομπρέλα που χρησιμεύει για την προστασία από τις ακτίνες του ηλίου
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλεξιβρόχιον
απόδοση: ομπρέλα που χρησιμεύει για την προστασία από τη βροχόπτωση
συγγενές: αλεξίβροχον
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλήθεια
απόδοση: η ακριβής πραγματικότητα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ τούτη είναι η πλήρης λείτε το θέλουμε είτε όχι }
αληθής
απόδοση: ο αληθινός / ο πραγματικός
αντίθετο: ψευδής
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αληθοφάνεια
απόδοση: το να φαίνεται κάτι αληθινό & πραγματικό
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αληθοφανές
απόδοση: η αληθοφάνεια
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αληθοφανής
απόδοση: που δίνει την εντύπωση πως έχει σχέση με την πραγματικότητα πως είναι αληθινό
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλιέας
απόδοση: ψαράς
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλιτήριος - 1
απόδοση: άτομο ανέντιμο & παντελώς ανήθικο / παλιάνθρωπος
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλιτήριος - 2
απόδοση: ο απρεπούς συμπεριφοράς & διαγωγής πέραν της κοινωνικής καταστάσεως αυτού / αναφερόμενοι σε ανέντιμο & ανήθικο άτομο
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλκιμος - 1
απόδοση: αυτός που έχει δύναμη & σφρίγος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλκιμος - 2
απόδοση: μέλος οργάνωσης παρόμοιας με τον προσκοπισμό
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ στα νιάτα του υπήρξε οργανωμένος στους Άλκιμους }
αλληγορία
απόδοση: μεταφορικός λόγος που υποκρύπτει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φαίνεται ότι δηλώνει / περίπλοκη & ασαφής έκφραση λόγου / αοριστολογία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληγορικός
απόδοση: ο σχετιζόμενος με αλληγορία / που εκφράζεται με αλληγορία
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληθωρισμός
απόδοση: στραβισμός
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλήθωρος
απόδοση: που πάσχει από στραβισμό
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληλεγγύη
απόδοση: το καθήκον της αλληλοβοηθείας & η αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ μελών ομάδος / εκφραζόμενη συμπαράσταση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληλεξάρτηση
απόδοση: αμοιβαία εξάρτηση ατόμων ή καταστάσεων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληλοβοήθεια
απόδοση: η αμοιβαία βοήθεια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληλοπροστασία
απόδοση: η φροντίδα για την απομάκρυνση κάθε κινδύνου μεταξύ δύο ατόμων ή μελών μίας ομάδος
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλληλουχία
απόδοση: η κατά σειρά διαδοχή φαινομένων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ ο βίος κατ΄ ουσίαν αποτελεί αδιάσπαστη λγεγονότων }
αλληλόχρεος
απόδοση: που συνδέεται με έτερο πρόσωπο με αμοιβαία δέσμευση χρέους ή υποχρεώσεως
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλοδαπή
απόδοση: χώρα του εξωτερικού
αντίθετο: ημεδαπή
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ προσφάτως ταξείδεψε εις την αλλοδαπή μετά της οικογενείας του }
αλλοδαπός
απόδοση: ο υπήκοος ξένης χώρας από αυτή που βρίσκεται / που προέρχεται από το εξωτερικό
αντίθετο: ημεδαπός
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η ξενομανία τον οδηγεί σε αλλοδαπά αγαθά > πρότυπα }
αλλοεθνής
απόδοση: που ανήκει σε άλλο έθνος από αυτό που κατοικεί στην χώρα που βρίσκεται
αντίθετο: ομοεθνής
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ αν & λ άριστος γνώστης της αρχαιοελληνικής }
άλλοθι
απόδοση: ένδειξη αθωότητας , δικαιολογία έναντι κατηγορίας ή επίκρισης
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ επικαλέσθηκε ισχυρό λτο οποίο ελέγχεται από τις αστυνομικές αρχές}
αλλοιωμένος
απόδοση: που έχει δεχθεί αλλοίωση στα γνωρίσματά του
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλοίωση
απόδοση: η βηματική αποσύνθεση ουσιών / η μεταβολή πράγματος ή καταστάσεως προς το χειρότερο
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλοπρόσαλλος
απόδοση: που εκφράζει αντιδράσεις απρόβλεπτες που δυσκολεύουν την συνεννόηση
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλότριος
απόδοση: που αφορά ή ανήκει σε άλλον
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλοτρίωση
απόδοση: η αποξένωση του κάθε ατόμου από τον εαυτό του & η πλήρης εξάρτηση από την υλική πραγματικότητα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλοφροσύνη
απόδοση: η πλήρης έλλειψη αυτοελέγχου & κατ΄ επέκταση ψυχραιμίας
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλλόφρων
απόδοση: αυτός που έχει χάσει εντελώς την ψυχραιμία & τον αυτοέλεγχό του / που είναι έξαλλος
γένη: -ων -ων -ον
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλμα
απόδοση: πήδημα / ταχύτατη μετάβαση σε άλλο θέμα ή στάδιο
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ επίλυσε τα βαρύνοντα & χρονίζοντα προβλήματα δια άλματος στο κενό}
{κάνει άλματα σκέψεως & που αδυνατώ να παρακολουθήσω }
{λεις ύψος > επί κοντώ > εις μήκος > τριπλούν > θανάτου }
αλματώδης
απόδοση: ο με ταχύτατο ρυθμό εξελισσόμενος / που κάνει άλματα / ο ραγδαίος
γένη: -ης -ης -ες
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλόγιστος
απόδοση: που παρουσιάζει έλλειψη λογικής σκέψης
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλογος
απόδοση: που στερείται λογικού
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλτρουισμός
απόδοση: η αγάπη για τους ανθρώπους & η εκφραζόμενη φροντίδα γι΄ αυτούς κατά ανιδιοτελή τρόπο
συγγενές: φιλανθρωπία
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλτρουιστής
απόδοση: ο διαπνεόμενος από αλτρουισμό
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλώβητος
απόδοση: που δεν του συνέβη ουδεμία βλάβη
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλώνι
απόδοση: επίπεδος κυκλικός χώρος κατά το επικρατέστερο προοριζόμενος για αλώνισμα σιτηρών
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ στο κτήμα του παππού διατηρείται ακέραιο ένα αλώνι εποχής }
αλωπεκία
απόδοση: τα άτριχα μέρη στην κεφαλή του ανθρώπου
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλωπεκίαση
απόδοση: μερική ή ολική εξαφάνιση του τριχωτού της κεφαλής ή του σώματος η οφειλόμενη σε παθολογικά αίτια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αλώπηξ
απόδοση: η αλεπού
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άλως
απόδοση: ο φωτεινός δακτύλιος περί την σελήνη ή τον ήλιο
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμαξοστάσιο
απόδοση: εγκαταστάσεις όπου σταθμεύουν ή συντηρούνται οχήματα των εταιρειών μαζικής μεταφοράς
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμάρα
απόδοση: οχετός δια του οποίου διοχετεύονται οι ακαθαρσίες των πόλεων / αυλάκι μεταφοράς υδάτων δια άρδευση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμάρευμα
απόδοση: βόρβορος / αποχετευόμενη ακαθαρσία δια μέσου αμάρας ήτοι υπονόμου
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμάρτημα
απόδοση: παράβαση κανόνων / παραβίαση θρησκευτικού κανόνα / αμαρτία
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμαρτία
απόδοση: παράβαση θρησκευτικού κανόνα / αμάρτημα / ατυχία / κακοτυχία
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμβλύνοια
απόδοση: έλλειψη ικανότητος για ορθή & ταχεία αντίληψη
αντίθετο: οξύνοια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμβλύνους
απόδοση: που χαρακτηρίζεται από αμβλύνοια / που παρουσιάζει έλλειψη αντιληπτικής ικανότητος
αντίθετο: οξύνους
γένη: -ους -ους -ουν
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άμβλυνση
απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αμβλύνω
αντίθετο: όξυνση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμειβόμενος
απόδοση: ο δεχόμενος αμοιβή / που πληρώνεται έναντι υπηρεσιών
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμείλικτος
απόδοση: άσπλαχνος / που τον χαρακτηρίζει σκληρότητα / που δεν εκφράζει επιείκεια
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμέλεια
απόδοση: η έλλειψη επιμέλειας φροντίδας προσπάθειας ενδιαφέροντος εκ μέρους κάποιου προκειμένου να πράξει αυτό που οφείλει
αντίθετο: επιμέλεια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμελής
απόδοση: ο χαρακτηριζόμενος από αμέλεια
αντίθετο: επιμελής
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμελητέος
απόδοση: λίγος & ασήμαντος / που δεν χρειάζεται να λαμβάνουμε υπ’ όψιν
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η διαφορά μεταξύ καλού & κακού είναι μικρή & αμελητέα κατ΄ αυτόν}
αμελώδητος
απόδοση: ο άνευ μελωδίας
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άμεμπτος
απόδοση: που δεν μπορεί να κατηγορηθεί για κάτι / ο εντελώς σωστός
αντίθετο: μεμπτός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμεριμνησία
απόδοση: η ιδιότητα του αμέριμνου / η ξενοιασιά
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμέριμνος
απόδοση: που δεν τον απασχολούν φροντίδες ή ενοχλήσεις με αποτέλεσμα να είναι ήρεμος & ξένοιαστος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμέριστος
απόδοση: που εκδηλώνεται σε μεγάλο βαθμό / ο κατά πολύ έντονος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμερόληπτος
απόδοση: που όταν κρίνει ή αποφασίζει δεν επηρεάζεται από υποκειμενικά κριτήρια
αντίθετο: μεροληπτικός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμετάβλητος
απόδοση: που δεν έχει μεταβληθεί
αντίθετο: μεταβλητός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμετακίνητος
απόδοση: που δεν μετέβαλε θέση / που δεν αλλάζει / που δεν διαφοροποιείται
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμετάκλητος
απόδοση: που δεν μπορεί να αλλάξει ή να διαφοροποιηθεί
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμετάπειστος
απόδοση: που δεν μεταπείθεται / που δεν μεταβάλλει απόφαση ή γνώμη
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ παρά τις προσπάθειες παρέμεινε λ στην άρνησή του }
αμέτοχος
απόδοση: που δεν συμμετέχει σε δραστηριότητα ή κατάσταση πραγμάτων
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμετροέπεια
απόδοση: έλλειψη μέτρου στο λόγο από ποσοτική ή ποιοτική άποψη
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ από τον λόγο του διαχέεται άφθονη λ}
άμετρος
απόδοση: πολυάριθμος / που δεν μπορεί να μετρηθεί / ο πολύ έντονος / ο υπερβολικός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμηχανία
απόδοση: η άγνοια τρόπου ενέργειας κυρίως για την αντιμετώπιση συγκεκριμένης κατάστασης
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμήχανος
απόδοση: ο ευρισκόμενος σε κατάσταση αμηχανίας
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμίαντος
απόδοση: αμόλυντος / παρθενικός / αγνός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ληγέτης ο περί ου ο λόγος }
άμιλλα
απόδοση: η προσπάθεια υπεροχής με σκοπό την διεκδίκηση της πρώτης θέσεως σε συναγωνισμό με ηθικά κίνητρα μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμμοληψία
απόδοση: η σε ποσότητα λήψη άμμου κυρίως για ανάγκες οικοδομικές
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ η λ επέφερε επιζήμιες διαταραχές στην μορφολογία του τόπου }
αμμουδερός
απόδοση: αμμώδης
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμμώδης
απόδοση: αναφερόμενοι σε τόπο αποτελούμενο κυρίως από άμμο
γένη: -ης -ης -ες
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνημόνευτος
απόδοση: ο μη αναφερόμενος / που δεν μνημονεύεται / που δεν αναφέρθηκε το όνομά του σε θρησκευτική δέηση
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνήμων
απόδοση: που αδυνατεί να διατηρήσει στοιχεία στην μνήμη του ακόμη & αυτά που όφειλε να θυμάται
γένη: -ων -ων -ον
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνησία
απόδοση: η απώλεια μνήμης η προκαλούμενη από οργανικά ή ψυχικά αίτια
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνησίκακος
απόδοση: που δεν επιζητεί εκδίκηση για το κακό που δέχθηκε
αντίθετο: μνησίκακος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνήστευση
απόδοση: παροχή αμνηστίας
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνηστεύσιμος
απόδοση: ο άξιος αμνήστευσης
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνηστευτικός
απόδοση: ο παρέχων αμνηστία
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνήστευτος
απόδοση: που δεν έχει μνηστευθεί / που δεν είναι αρραβωνιασμένος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνηστία
απόδοση: άρση ποινικών διώξεων για αδικήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος της Πολιτείας από άτομο ή ομάδα ατόμων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμνός
απόδοση: το αρσενικό πρόβατο που μόλις απογαλάκτισε
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμοιβαίος
απόδοση: που αφορά που συμβαίνει που προκύπτει που ισχύει στον αυτό βαθμό επί δύο προσώπων
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμοιβή
απόδοση: αντάλλαγμα υπηρεσιών ή εκδούλευσης / πληρωμή
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άμοιρος
απόδοση: άτυχος / ταλαίπωρος / που δεν έχει ευνοηθεί από την μοίρα
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άμουσος
απόδοση: ο στερούμενος μουσικής παιδείας / ο μη έχων μουσική ευαισθησία
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ πρόκειται για άμουσο άτομο αρεσκόμενο σε κακόηχα ακούσματα }
αμπιγέ
απόδοση: ένδυμα κατάλληλο για επίσημη εμφάνιση
ρίζα: habillé
άκλιτο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμυδρός
απόδοση: ο μόλις διαφαινόμενος / που δεν διακρίνεται καθαρά
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άμυνα
απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αμύνομαι ήτοι η ατομική ή ομαδική απόκρουση επιθετικής ενέργειας / λήψη απαραίτητων μέτρων για την αντιμετώπιση κινδύνου / απόκρουση δυσμενούς κριτικής & κατηγοριών
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμυνόμενος
απόδοση: αυτός που αποκρούει υφιστάμενες πιέσεις ή επιθέσεις
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφιβολία
απόδοση: αβεβαιότητα για την ορθότητα λόγου ή καταστάσεως
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφίβολος
απόδοση: αυτός που γεννά αμφιβολίες / αυτός για του οποίου τα χαρακτηριστικά δεν είμεθα βέβαιοι / αναφερόμενοι σε κάτι του οποίου η κατάσταση προκαλεί αμφιβολίες
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφιδέξιος
απόδοση: που με ευχέρεια χρησιμοποιεί τόσο το δεξί όσο & το αριστερό χέρι / ο ικανός / ο επιτήδειος
συγγενές: αμφίχειρας
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφίδρομος
απόδοση: που κινείται ή ασκεί επίδραση προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφιλύκη
απόδοση: το λυκαυγές / τα χαράματα
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ συνήθως πηγαίνει στην εξοχή για κυνήγι με την αμφιλύκη }
αμφισβήτηση
απόδοση: προβαλλόμενη αντίρρηση σχετικά με την ορθότητα καταστάσεως / κριτική αντιμετώπιση ιδεών απόψεων αντιλήψεων
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφίχειρας
απόδοση: που με ευχέρεια χρησιμοποιεί τόσο το δεξί όσο & το αριστερό χέρι
συγγενές: αμφιδέξιος
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφοτεροβαρής
απόδοση: σχέση σύμβαση ή συμφωνία μεταξύ δύο ατόμων ή ομάδων κατά την οποία οι δύο πλευρές επιβαρύνονται το αυτό
αντίθετο: ετεροβαρής
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναβατήρας
απόδοση: ανελκυστήρας ατόμων ή φορτίων / το σκαλοπάτι ανόδου σε άμαξα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναβάτης
απόδοση: αυτός που ιππεύει ζώο ή δίκυκλο όχημα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναβλητικός
απόδοση: που αναβάλλει / που μεταθέτει στο μέλλον ενέργεια η οποία πρέπει να εξελιχθεί άμεσα / που δύναται να προκαλέσει αναβολή ή μετάθεση ενέργειας
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναβλητικότητα
απόδοση: το να αναβάλλω ή να μεταθέτω αυτό που άμεσα πρέπει να πράξω
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ τον ορίζει λρέπων καθ΄ υπερβολήν σε χρονικές καθυστερήσεις }
αναβράζων
απόδοση: που εκδηλώνει αναβρασμό
γένη: -ων -ουσα -ον
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναβρασμός
απόδοση: αναστάτωση εμφανιζόμενη σε ομάδα ατόμων υπό την πίεση πολιτικών γεγονότων
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναγγελία
απόδοση: επίσημη γνωστοποίηση γεγονότος
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ το βραδάκι προέκυψε αναγγελία θυελλωδών ανέμων }
αναγκαίο
απόδοση: το αποχωρητήριο
γένη: το
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναγκαίος
απόδοση: που πρέπει να γίνει οπωσδήποτε / ο αναγκαστικός / ο απαραίτητος
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναγνωρίσιμος
απόδοση: που τα ιδιαίτερα γνωρίσματα ή χαρακτηριστικά του τον διαφοροποιούν από κάτι το παρόμοιο
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ βέβαιον πως πρόκειται για αναγνωρίσιμο προϊόν }
αναγωγή
απόδοση: η αναφορά σε κάτι το οικείο / η μετατροπή σε κάτι το ισοδύναμο αλλά απλούστερο
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδασμός
απόδοση: ανακατανομή γεωργικού κλήρου
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδάσωση
απόδοση: η μεταβολή αναδενδρωμένης εκτάσεως αυτοφυών ή καλλιεργούμενων δένδρων σε δασικό περιβάλλον
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδασωτέος
απόδοση: που πρέπει ή που πρόκειται να αναδασωθεί
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανάδελφος
απόδοση: που δεν έχει αδέλφια
συγγενές: μονογενής
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ πρόκειται για ανάδελφο τέκνο που στερήθηκε τη συντροφιά }
αναδένδρωση
απόδοση: δενδροφύτευση απογυμνωμένων εκτάσεων ως αποτέλεσμα ανθρώπινης δραστηριότητος
λαθεμένο: αναδάσωση - σχόλιο: ο άνθρωπος απλά αναδενδρώνει η δε φύση αναδασώνει δημιουργώντας οικοσύστημα το καλούμενο δάσος
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ τα άλση του Παπάγου είναι αποτέλεσμα αναδένδρωσης προηγούμενων & δημιουργικότερων γενεών }
αναδευτήρας
απόδοση: που έχει την ικανότητα να αναδεύει
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδημιουργία
απόδοση: αναζωογόνηση / αναβίωση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδημιουργικός
απόδοση: ο δυνάμενος να προκαλέσει εξ υπαρχής δημιουργία
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδημιουργός
απόδοση: αυτός που αναζωογονεί κάτι εξ υπαρχής
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδιανομή
απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αναδιανέμω
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδιάρθρωση
απόδοση: ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αναδιαρθρώνω
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδιαρρύθμιση
απόδοση: η εκ νέου ενέργεια του διαρρυθμίζω
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδιάταξη
απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αναδιατάσσω
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδιοργάνωση
απόδοση: η ενέργεια του αναδιοργανώνω / η εκ νέου διοργάνωση σε διαφορετική βάση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανάδοχος
απόδοση: που αναλαμβάνει να εκτελέσει ορισμένο έργο / ο νονός
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ ως λΤράπεζα ανέλαβε την εισαγωγή στο Χρηματιστήριο ομίλου αμερικανικών συμφερόντων }
αναδρομή
απόδοση: ανασκόπηση / αναπόληση γεγονότων / πορεία από το σύνθετο στο απλό
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδρομικός
απόδοση: που συμβαίνει στο παρόν αναφερόμενος σε προηγούμενη χρονική περίοδο
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ παρακολουθήσαμε μία εξαιρετική αναδρομική έκθεση του εν λόγω ζωγράφου }
ανάδρομος
απόδοση: με κατεύθυνση προς τα πίσω ή προς τα επάνω
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναδυόμενος
απόδοση: που ανεβαίνει από τον βυθό στην επιφάνεια / που βγαίνει στην επιφάνεια της γης / που εμφανίζεται προοδευτικά
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανάερος
απόδοση: που είναι τόσο ελαφρός που ομοιάζει ως αιωρούμενος / που δίδει την αίσθηση πως είναι άυλος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναζωπύρωση
απόδοση: η εκ νέου έξαρση πυρκαγιάς / έξαρση καταστάσεως σε ύφεση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ τα λεγόμενα προκάλεσαν συναισθηματική λ}
ανάθαρρος
απόδοση: ο αναθαρρεμένος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθέαση
απόδοση: βλέπω παρατηρώ εξετάζω εκ νέου
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανάθελος
απόδοση: ο εστερημένος θελήσεως / ο άβουλος / ο αθέλητος
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ ακολούθησε στη ζωή ανάθελο βίο }
αναθεματισμένος
απόδοση: καταραμένος / αυτός που δημιουργεί δυσάρεστες καταστάσεις
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθεματισμός
απόδοση: η κατάρα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθέρμανση
απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του αναθερμαίνω / ανάκτηση χαμένης θέρμης έντασης δυναμισμού
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθεώρηση
απόδοση: η επανεξέταση που αποσκοπεί στον έλεγχο καταλήγοντας σε τροποποίηση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθεωρήσιμος
απόδοση: που επιδέχεται αναθεώρηση
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθεωρητικός
απόδοση: που του δόθηκε εντολή να αναθεωρήσει
γένη: -ός -ή -ό
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναθυμίαση
απόδοση: η διαφυγή με επακόλουθο την διάχυση δηλητηριώδους αερίου / ανυπόφορη μυρωδιά / δυσάρεστες εντυπώσεις από δημιουργηθείσα κατάσταση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναίδεια
απόδοση: η ιδιότητα του αναιδούς / συμπεριφορά χαρακτηριζόμενη από έλλειψη σεβασμού & σεμνότητος / η έλλειψη αισθήματος ντροπής
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναιδής
απόδοση: ο συμπεριφερόμενος άνευ σεβασμού σε πρόσωπα ή καταστάσεις / που δεν εκφράζει συναίσθημα ντροπής / ο αδιάντροπος
γένη: -ής -ής -ές
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναίρεση - 1
απόδοση: αντίκρουση εσφαλμένης άποψης / ακύρωση / αθέτηση
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναίρεση - 2
απόδοση: ένδικο μέσο δια του οποίου ζητείται από τον Άρειο Πάγο η ακύρωση τελεσίδικης απόφασης κατώτερου δικαστηρίου
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναιρέσιμος
απόδοση: για κάτι που υπάρχει δυνατότητα αναίρεσης
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναισχυντία
απόδοση: κατάσταση που απουσιάζει το αίσθημα ντροπής / η αδιαντροπιά
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναίσχυντος
απόδοση: που δεν αισθάνεται ντροπή για τις πράξεις του / ο ανάξιος ηθικά
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναίτιος
απόδοση: αυτός που δεν είναι ο αίτιος κάποιου κακού / αναφερόμενοι σε κάτι που προκύπτει χωρίς αιτία ή χωρίς δικαιολογία
γένη: -ος -α -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανακαλούμενος
απόδοση: που έπαυσε να ισχύει / ο ενεργοποιούμενος εκ νέου / που τον επανέφεραν
γένη: -ος -η -ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανακατανομή
απόδοση: η ενέργεια & το επακόλουθο αποτέλεσμα του ανακατανέμω
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανακατάταξη
απόδοση: η εκ νέου κατάταξη η σύμφωνη με νέες αρχές με αναθεωρημένες αντιλήψεις ή με νεώτερα στοιχεία / η εθελοντική παράταση της στρατιωτικής θητείας
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
{ φημολογείται η λ στελεχών στην διοίκηση της εταιρείας }
ανακεφαλαίωση
απόδοση: η ενέργεια του ανακεφαλαιώνω ήτοι η περιληπτική επανάληψη των κύριων σημείων προφορικής ή γραπτής ανάλυσης
γένη: η
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανακλαστήρας
απόδοση: αναφερόμενοι σε εξαρτήματα που ανακλούν φωτεινές ή θερμικές ακτίνες / συσκευή που ανακλά ηλεκτρομαγνητικά κύματα
γένη: ο
θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανάκληση
απόδοση: πρόσκληση ή διαταγή για επιστροφή / επαναφορά